Θυμάμαι την περήφανη ιαχή «Δε θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης», που κάποτε είχε ταυτιστεί με τη (νεο)ελληνική περηφάνια. Ποτέ δεν την κατάλαβα ή μάλλον την καταλάβαινα, αλλά με θύμωνε.
Η δουλειά του σερβιτόρου είναι δύσκολη. Για να την κάνεις καλά πρέπει να συνδυάζεις πολλά προτερήματα: αντοχές εργάτη, ισορροπίες ζογκλέρ, μυαλό διαφημιστή, εμφάνιση περιποιημένη, ταλέντο έμφυτο στην επικοινωνία και τη διπλωματία, καθώς και μία -το λιγότερο- επαρκή ξένη γλώσσα.
Την έχω εξασκήσει για δεκαετίες την παραπάνω δουλειά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι διέθετα όλα τα απαραίτητα παραπάνω προσόντα.
Οι Έλληνες δεν ήθελαν να είναι «γκαρσόνια». Το καταλάβαινα από τη διαπλανητική ζοχάδα των ανθρώπων που προσέρχονταν λεροί, με νεύρα, μούτρα και σιχτίρια, για να μας πετάξουν στα μούτρα μια λειψή χωριάτικη. Το εμπέδωσα. Δε θέλαμε να είμαστε «τα γκαρσόνια της Ευρώπης».
Μόνο που ξεχάσαμε να διατυπώσουμε το ποιοι, εντέλει, θέλαμε να είμαστε. Οι γιατροί της Ευρώπης; Οι δάσκαλοί της; Οι καλλιτέχνες της; Οι πρωταθλητές της; Όλα τα όνειρα σεβαστά και νόμιμα – αρκεί να τα ονομάσει κανείς και να τα κυνηγήσει μεθοδικά, με πλάνο και παιδεία. Εμείς, ως έθνος, ονομάσαμε αυτό που «δε θέλαμε» να γίνουμε, ξεχνώντας να προσδιορίσουμε τι θέλαμε να είμαστε.
Α.Π.