Τα δημοσιεύματα για το Ιστορικό Κέντρο της Καλαμάτας μπορεί να είναι πολλά, αλλά μέχρι σήμερα, όπως καταδείξαμε και στο ρεπορτάζ της προηγούμενης εβδομάδας, το «τοπόσημο» της πόλης δε βρίσκεται και στην καλύτερη κατάσταση.
Θυμάμαι, για παράδειγμα, με πολλή θλίψη, όταν ένα πρωί στη Φλωρεντία, πριν ακόμα ξεκινήσει η μέρα, είδα δημοτικά συνεργεία να πλένουν με απορρυπαντικό τους δρόμους του Ιστορικού Κέντρου. Κάποιες ώρες μετά μια μεγάλη περιοχή έλαμπε, έτοιμη να υποδεχτεί ντόπιους και επισκέπτες. Για να δούμε κάτι ανάλογο στην Καλαμάτα και στους χώρους του Ιστορικού Κέντρου, δεν μπορώ να υπολογίσω πόσες Δημοτικές Αρχές θα πρέπει να εκλεγούν…
Θα αναρωτηθεί και ο πλέον καλόπιστος, γιατί μια τέτοια πρακτική είναι αδιανόητη για την εκάστοτε Δημοτική Αρχή; Είναι η πραγματικότητα, ηλίθιε, μας λέει η απάντηση. Το τοπικό πολιτικό σύστημα δεν μπορεί και δε θέλει να διαβάσει την πραγματικότητα. Ότι ο κόσμος μας έχει αλλάξει, ότι η προσαρμογή μας στην πραγματικότητα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, ότι οι ταχύτητες έχουν αλλάξει.
Να ήταν μόνο το θέμα της καθαριότητας που λείπει από την περιοχή, καλό θα ήταν. Μπορούμε να γράφουμε για δεκάδες μικρές ή μεγάλες λεπτομέρειες, στις οποίες αν δινόταν προσοχή, η περιοχή θα αποκτούσε την προστιθέμενη αξία που της αρμόζει.
Όπως, όμως, ξεκαθαρίσαμε όταν ξεκινήσαμε τις προηγούμενες ημέρες να γράφουμε για το Ιστορικό Κέντρο, σκοπός μας δεν είναι να καθίσουμε στη θέση του κριτή των πεπραγμένων. Θέλουμε να αντιληφθούμε τη ματιά των κατοίκων που ζουν και δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Αυθαίρετα προτιμήσαμε να μιλήσουμε με νέους, κυρίως, ανθρώπους.
Έτσι, χθες το πρωί περάσαμε από την οδό Αμφείας, όπου συζητήσαμε το θέμα με τον ιδιοκτήτη του καφέ «Κούνιες» και ερασιτέχνη αλλά με τελείως επαγγελματική ματιά φωτογράφο, Νίκο Ηλιόπουλο. Εξάλλου, ο ίδιος ασχολείται εδώ και χρόνια με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με την περιοχή.
Κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας δε θέλησε να «χαρίσει κάστανα» σε κανέναν. Πρώτα απ’ όλα στους ίδιους τους επαγγελματίες: «Δεν μπορούμε να τα περιμένουμε όλα από την εκάστοτε Δημοτική Αρχή ούτε από την Αστυνομία. Μπορεί να υπάρχουν προβλήματα, αλλά δεν μπορούμε να έχουμε μια ολόκληρη υπηρεσία στο πόδι, ούτε έναν αστυνομικό σε κάθε γωνία, για να μειωθούν οι βανδαλισμοί του τοπίου. Για παράδειγμα, ο Δήμος έβαλε κάποιους κάδους απορριμμάτων στους γύρω δρόμους. Μπορεί να μην είναι αρκετοί, αλλά φτάνουν, ώστε ο καθένας μας να μάθει να τους χρησιμοποιεί και να μην πετάει ό,τι έχει στα χέρια του κάτω.
Έπειτα θα πρέπει και όσοι δραστηριοποιούμαστε στην περιοχή να ξοδέψουμε κάποια χρήματα, ώστε να “ομορφύνουμε” τις βιτρίνες των καταστημάτων μας. Στην οδό Αμφείας συγκεντρωνόμαστε σε τακτά χρονικά διαστήματα και συζητάμε τέτοιου είδους θέματα. Θα πει κάποιος ότι, ίσως, αυτά να είναι λεπτομέρειες, αλλά θεωρώ ότι εκεί κρύβεται ο… διάβολος της αισθητικής για κάθε περιοχή».
Από την άλλη, σχολίασε ότι η Δημοτική Αρχή θα πρέπει να εξετάσει το θέμα της πεζοδρόμησης του Ιστορικού Κέντρου με περισσότερο ανοιχτό μυαλό, χωρίς φυσικά να αποκλείσει την προσωρινή διέλευση και παραμονή φορτηγών ανεφοδιασμού ή την κίνηση κάποιου οχήματος άμεσης ανάγκης. «Θεωρώ», τόνισε, «ότι μια τέτοια πρωτοβουλία θα δώσει άλλη χρώμα στο Ιστορικό Κέντρο. Θέμα υπάρχει και με το φωτισμό της περιοχής, καθώς οι λαμπτήρες που έχουν τοποθετηθεί θυμίζουν περισσότερο ψαραγορά, παρά μια περιοχή με ιδιαίτερο χρώμα. Δε νομίζω ότι κοστίζει ιδιαίτερα να αλλάξει ο Δήμος εκατό λαμπτήρες.
Επίσης, θα ήθελα το Αρχαιολογικό Μουσείο, ένας πολύ όμορφος χώρος, να έχει πιο “ανοικτή όψη”. Έτσι όπως είναι, με τα παράθυρα κλειστά, το διαφημιστικό μπάνερ του Δήμου ξεβαμμένο, μοιάζει με αποθήκη.
Τέλος, εν όψει της πρότασης για την Πολιτιστική Πρωτεύουσα, θα ήθελα να γίνει μια ουσιαστική μελέτη για το χαρακτήρα του Ιστορικού Κέντρου. Να υπάρξει, εν ολίγοις, ένας διακοσμητής ανοικτών χώρων, που μαζί με την Αρχαιολογική Υπηρεσία να παρέμβουν στην περιοχή. Πού πρέπει να μπουν οι γλάστρες, τι χρώμα πρέπει να έχουν τα μαγαζιά, οι τέντες, τα πάντα. Χρειάζεται ένας ρομαντισμός στο όλο θέμα».
Όπως είπαμε, το θέμα δεν εξαντλείται. Τις επόμενες ημέρες θα φιλοξενηθούν κι άλλες απόψεις.
Του Αντώνη Πετρόγιαννη