Την αναγκαιότητα εκτίμησης του πλημμυρικού κινδύνου για την πολεοδομική ζώνη του Δήμου Καλαμάτας, μέσω εκπόνησης ειδικής μελέτης, που θα περιλαμβάνει και τη γεωλογική μελέτη των ρεμάτων που υπάρχουν, με την χαρτογράφησή τους, επισημαίνει, μιλώντας στο «Θ.», ο γεωλόγος – υδρογεωλόγος με μάστερ στην εφαρμοσμένη Περιβαλλοντική Γεωλογία Ευστ. Σαμπαζιώτης.
Όπως αναφέρει ο εξειδικευμένος επιστήμονας, «μια τέτοια μελέτη στρατηγικής σημασίας για το Δήμο μας, θα μπορέσει αφού κατασκευαστούν τα υδρογραφήματα κάθε λεκάνης απορροής με βάση βροχομετρικά δεδομένα πολλών ετών, που θα ανταποκρίνονται στα υψόμετρα και τη θέση αυτών των λεκανών, με την εγκατάσταση μυλίσκων για τη μέτρηση της απορροής των χειμάρρων κ.α, να βοηθήσει να εκτιμηθούν οι θέσεις που αυξάνουν τον πλημμυρικό κίνδυνο και να προταθούν συγκεκριμένες και εντοπισμένες επεμβάσεις ανάντη των θέσεων αυτών για την αποφυγή εκδήλωσης καταστρεπτικών φαινομένων».
Η πλημμύρα και πως εκδηλώνεται
Ο κ. Σαμπαζιώτης ανέφερε πως η πλημμύρα, μαζί με τις πυρκαγιές , τις κατολισθήσεις , τους σεισμούς και τις ηφαιστειακές εκρήξεις είναι ένα από τα πιο σημαντικά φυσικά φαινόμενα. Η εξάπλωσή της είναι παγκόσμια, ως αποτέλεσμα των ποικίλων μορφών εμφάνισής της. Αφορά τόσο τα αναπτυγμένα όσο και τα αναπτυσσόμενα κράτη. Ξεσπά ξαφνικά και αντιμετωπίζεται δύσκολα. Γι αυτό συνίσταται η προληπτική και σε βάθος χρόνου αντιμετώπιση του φαινομένου. Οφείλεται τόσο στη φύση όσο και στον άνθρωπο. Ο τελευταίος, όμως, διογκώνει το μέγεθός της και τις συνέπειές της τόσο για τον ίδιο όσο και για το περιβάλλον. Το γεγονός αυτό συμβαίνει γιατί ο άνθρωπος με τα έργα του παρεμβαίνει στις λειτουργίες του φυσικού περιβάλλοντος .
Το μέγεθος της πλημμύρας σχετίζεται με την ποσότητα και την ένταση της βροχόπτωσης. Οι καταστροφικές πλημμύρες οφείλονται σε ξαφνικές, μεγάλες και έντονες καταιγίδες. Πλημμύρες των οποίων η συχνότητα εμφάνισης είναι μικρή (π.χ. κάθε 25 χρόνια) τείνουν να είναι πιο καταστρεπτικές εν συγκρίσει με άλλες μικρότερης περιόδου επανάληψης (1,5 με 2 χρόνια). Αυτό είναι διαπιστωμένο από τη διεθνή εμπειρία.
Όταν η πλημμύρα έχει τη μορφή ροής (ποτάμια) μπορεί να μετρηθεί το μέγεθός της. Σταθμοί καταγραφής κατά μήκος της ροής, μετρούν το ύψος του νερού και την ποσότητα ύδατος που διέρχεται ανά μονάδα χρόνου. Έτσι κατασκευάζεται η καμπύλη εκφόρτισης (discharge in m3/s) – χρόνου (time in sec). Η καμπύλη αυτή ονομάζεται υδρογράφημα και είναι χρήσιμη, γιατί πληροφορεί για ενδεχόμενη πλημμύρα, όταν ο κλάδος εκφόρτισης – χρόνου βαίνει συνεχώς ανοδικά πάνω από το συνηθισμένο όριο εκφόρτισης ή στάθμης.
Το αστικό περιβάλλον είναι ένα τεχνητό περιβάλλον ανθρώπινης επινόησης και δυστυχώς συμβάλλει στην εμφάνιση και διόγκωση των προβλημάτων μιας πλημμύρας.
Στις πόλεις, η γήινη επιφάνεια, καλύπτεται από κτίσματα, πεζοδρόμια κατασκευασμένα από σκυρόδεμα και μάρμαρο (ή άλλο πέτρωμα μικρής περατότητας) καθώς και δρόμους κατασκευασμένους από άσφαλτο. Τα υλικά αυτά δεν επιτρέπουν την κατείσδυση του ύδατος στο υπέδαφος, αλλά ευνοούν τη συγκέντρωσή του στην επιφάνεια. Δηλαδή η επιφανειακή απορροή γίνεται μέγιστη και η κατείσδυση ελάχιστη. Το γεγονός αυτό μαζί με τον κακό σχεδιασμό του συστήματος συλλογής και απομάκρυνσης των όμβριων υδάτων, συνιστά βασική αιτία εμφάνισης καταστροφικών πλημμυρών στις πόλεις.
Άλλη αιτία εμφάνισης πλημμυρών είναι η επέμβαση στο υδρογραφικό δίκτυο που τυχαίνει να διασχίζει μια κατοικημένη περιοχή. Η επέμβαση μπορεί να λάβει διάφορες μορφές. Από στένωση του πλάτους της κοίτης ενός ρέματος, αλλαγή της διεύθυνσης ροής του, έως και πλήρες μπάζωμα αυτού.
Πολλές φορές πάνω στα μπαζωμένα εδάφη θεμελιώνονται κατασκευές. Αυτά τα εδάφη όμως όχι μόνο φράζουν τη δίοδο του νερού προς τη θάλασσα, αλλά είναι και τελείως επικίνδυνα σ’ έναν σεισμό γιατί μεγεθύνουν τα καταστροφικά του αποτελέσματα.
Έχει δειχτεί ότι χαλαρά εδάφη σημαντικού πάχους, (μπάζα και αλλουβιακές αποθέσεις), αυξάνουν την επιτάχυνση που δέχεται κτίριο θεμελιωμένο πάνω σ’ αυτά. Έτσι, κατασκευές θεμελιωμένες πάνω σε χαλαρούς αλλουβιακούς σχηματισμούς κινδυνεύουν τόσο από πλημμύρες, όσο και από σεισμούς.
Τρανταχτό παράδειγμα – απόδειξη γι αυτό είναι η περιοχή του ποταμού Κηφισού στο νομό Αττικής. Οι γύρω κατασκευές έχουν πληγεί τόσο από τις πλημμύρες του 1994, όσο και από τον καταστροφικό σεισμό της Πάρνηθας στις 7/9/1999.
Τυπική περίπτωση πλημμύρας, λόγω της αστικοποίησης, είναι και η περίπτωση του ρέματος του Ποδονίφτη, στο δήμο της Νέας Ιωνίας Αττικής, το 1994.
Οι πλημμύρες στην πόλη της Κορίνθου και στα νότια προάστια της Αθήνας (Γλυφάδα και Ελληνικό), οφείλονται και στην αποψίλωση των ορεινών όγκων στα ανάντη από τις πυρκαγιές του καλοκαιριού. Τα δέντρα αποτρέπουν τη διάβρωση του εδάφους και περιορίζουν την ταχύτητα ροής του νερού, λαμβάνοντας μέρος αυτού με τις ρίζες τους. Η απουσία δέντρων σημαίνει την αύξηση της επιφανειακής απορροής, της ταχύτητας ροής και της διαβρωτικής δράσης του νερού. Επομένως, μαζί με το νερό παρασύρεται και όλο το έδαφος δημιουργώντας λασποπλημμύρα.
Επομένως, η αστικοποίηση (urbanization) αυξάνει τον αριθμό εμφάνισης πλημμυρών και τις επιδράσεις αυτών στον άνθρωπο και τη ζωή του.
Το πρόβλημα των παραταϋγέτιων ρεμάτων και η λύση του
Όπως είπε χαρακτηριστικά, «ο Δήμος Καλαμάτας κινδυνεύει τα μέγιστα από την εκδήλωση πλημμυρικών φαινομένων, λόγω της διάσχισης των πολεοδομημένων περιοχών από πάμπολλα παραταϋγέτεια ρέματα. Το πρόβλημα προέρχεται από το γεγονός ότι τα περισσότερα από αυτά ξεκινούν από μεγάλα υψόμετρα, αποφορτίζοντας μεγάλους όγκους βροχής και η κλίση της κοίτης τους μεταβάλλεται απότομα λόγω της υψομετρικής διαφοράς, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η λεγόμενη ενέργεια των χειμάρρων και δυνητικά κατά θέσεις να μπορούν να εκδηλωθούν πλημμυρικά φαινόμενα, κυρίως αστραπιαίας και βίαιης μορφής flash floods. Ο κίνδυνος πολλαπλασιάζεται σε περιπτώσεις που τα ρέματα ή έχουν μπαζωθεί ή η κοίτη τους έχει αντικατασταθεί από οδικό δίκτυο. Η πρόσφατη ενασχόλησή μου με τις γεωλογικές μελέτες καταλληλότητας του Ασπροχώματος και της Μικρής Μαντίνειας για λογαριασμό του Δήμου Καλαμάτας, μου έδωσε τη δυνατότητα να μελετήσω πολλά από αυτά τα ρέματα και να διαπιστώσω ιδίοις όμμασιν ότι τα περισσότερα είτε είναι μπαζωμένα, είτε η κοίτη τους έχει αλλοιωθεί από ανθρώπινες επεμβάσεις, πολλά από αυτά δε έχουν αντικατασταθεί από οδικό δίκτυο (π.χ. ρέμα Λαγκάδας Ασπρόχωμα, ρέματα Μικρής Μαντίνειας).
Στο μπάζωμα των ρεμάτων στη Μικρή Μαντίνεια οφείλεται και ένα άλλο πρόβλημα που ανέκυψε τις τελευταίες μέρες στην περιοχή με την διάβρωση της θαλάσσιας ακτής και του παραλιακού δρόμου, παρά τα έργα αντιδιαβρωτικής προστασίας της ακτής. Αυτό συμβαίνει διότι τα περισσότερα από τα ρέματα είναι μπαζωμένα και δεν μπορούν να μεταφέρουν κροκάλες στην ακτή από τις αποθέσεις της κοίτης τους για τη φυσική αναπλήρωση της ακτής, με αποτέλεσμα η θάλασσα να διαβρώνει και να υποσκάπτει συνεχώς την ακτή.
Είναι επιτακτική ανάγκη λοιπόν η εκτίμηση του πλημμυρικού κινδύνου για την πολεοδομημένη περιοχή του Δήμου Καλαμάτας με ειδική μελέτη, που θα πρέπει να εκπονηθεί και θα περιλαμβάνει απαραιτήτως και γεωλογική μελέτη των ρεμάτων αυτών με χαρτογράφησή τους βάσει και του Νόμου 4258 ΦΕΚ 94 Α’/14.4.2014. Μια τέτοια μελέτη στρατηγικής σημασίας για το Δήμο μας, θα μπορέσει αφού κατασκευαστούν τα υδρογραφήματα κάθε λεκάνης απορροής με βάση βροχομετρικά δεδομένα πολλών ετών, που θα ανταποκρίνονται στα υψόμετρα και τη θέση αυτών των λεκανών, με την εγκατάσταση μυλίσκων για την μέτρηση της απορροής των χειμάρρων κ.α, να βοηθήσει να εκτιμηθούν οι θέσεις που αυξάνουν τον πλημμυρικό κίνδυνο και να προταθούν συγκεκριμένες και εντοπισμένες επεμβάσεις ανάντη των θέσεων αυτών για την αποφυγή εκδήλωσης καταστρεπτικών φαινομένων. Ως γεωλόγος-υδρογεωλόγος και έχοντας αναπτύξει επιστημονική δραστηριότητα με επιστημονικές δημοσιεύσεις σε διεθνή περιοδικά και συνέδρια για αυτό το θέμα, συμμετείχα το 2007 σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Πολυτεχνείο Κρήτης, στη μελέτη στρατηγικού αντιπλημμυρικού σχεδιασμού για τον ποταμό Ευρώτα, όπου εφαρμόστηκε με επιτυχία η μεθοδολογία που έχω αναπτύξει με σωστά αποτελέσματα, όπως αποδείχθηκε στο μέλλον λόγω της εκδήλωσης πλημμυρών σε θέσεις που είχαμε προβλέψει.
‘Έχω ενημερώσει και το Δήμο και την πρώην Ν. Α. Μεσσηνίας για τη δυνατότητα εκπόνησης μιας τέτοιας μελέτης και με ημερίδα που έγινε στο ξενοδοχείο REX το 2007, χωρίς όμως κάποιο αποτέλεσμα. Ελπίζω οι αρμόδιοι να κινητοποιηθούν σύντομα πριν να είναι αργά, γιατί αργά ή γρήγορα μια τέτοια καταστροφή θα λάβει χώρα με άγνωστες συνέπειες για τις υποδομές και πιθανόν και για τις ανθρώπινες ζωές».
Του Χάρη Χαραλαμπόπουλου