Οι ελιές ισχυρό «χαρτί» των ελληνικών εξαγωγών


Ποιοτική αύξηση και των ελληνικών κρασιών
 
Ισχυρά «χαρτιά» των ελληνικών εξαγωγών, με προοπτικές μάλιστα περαιτέρω διείσδυσης στην τεράστια αγορά των ΗΠΑ, είναι οι ελιές, με το μερίδιο αγοράς στην κατηγορία να υπερβαίνει το 70%, τα προϊόντα των ιχθυοκαλλιεργειών και, κυρίως, το λαβράκι και η τσιπούρα, ενώ στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας έχει καταγραφεί αυξανόμενη ζήτηση για τα ροδάκινα κομπόστα, τα λαχανικά και τα φρέσκα φρούτα, καθώς και για τα τυροκομικά προϊόντα, όπως σημειώνεται σε σχετικό έγγραφο της πρεσβείας μας.
Σημαντική είναι και η αύξηση των εξαγωγών μας σε οίνο (+4,2% σε σχέση με το προηγούμενο έτος), με σταθερά αυξανόμενη αναγνωρισιμότητα της ποιότητάς του, διεθνώς.
Οι μεγάλες προσπάθειες φορέων και παραγωγών τα τελευταία χρόνια φέρνουν τις ΗΠΑ στη δεύτερη σημαντικότερη αγορά μας. Επίσης, αναφέρεται ότι τα ελληνικά κρασιά γίνονται ολοένα και πιο ανταγωνιστικά τόσο σε ποιότητα όσο και σε τιμή και ο Αμερικανός καταναλωτής αρχίζει να τα γνωρίζει.
Από την άλλη, εκτιμάται πως υπάρχουν προοπτικές ανάπτυξης και για το ελαιόλαδο, παρά τη μείωση στις εξαγωγές το 2014 (-18,6%) και μεγάλα περιθώρια «εκμετάλλευσης» των ποιοτικών χαρακτηριστικών του στη συνείδηση των καταναλωτών.
Αλλά το ισχυρό lobbying των Καλιφορνέζων παραγωγών οι οποίοι προωθούν οργανωμένα και συστηματικά το εγχώριο ελαιόλαδο, με στρατηγικές την τελευταία διετία που στοχοποιούν το εισαγόμενο ευρωπαϊκό, κυρίως, ελαιόλαδο ως νοθευμένο ή αμφιβόλου ποιότητας, φαίνεται να έχει επηρεάσει κάποιες ομάδες καταναλωτών.
 
Τα προβλήματα
ανταγωνιστικότητας
Οι λόγοι μη ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων, κατά την πρεσβεία μας, θα πρέπει να αναζητηθούν σε παγιωμένες παθογένειες, όπως το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, άλλως η κατακερματισμένη βάση παραγωγής, που αδυνατεί να καλύψει αγορές του όγκου της αμερικανικής, η έλλειψη εξωστρέφειας όλα τα προηγούμενα χρόνια, με τη χώρα να μην παράγει/διαθέτει επώνυμα και καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες που προσφέρουν αξία στην παγκόσμια αγορά και την επιχειρηματική κοινότητα να διακατέχεται από τη νοοτροπία του «φασόν» και του «χύμα».
Βέβαια, αναφέρεται ότι παρατηρείται, αργά μεν αλλά σταθερά, αλλαγή της ανωτέρω νοοτροπίας, συνεπεία της οικονομικής κρίσεως μάλλον που «εξώθησε» τους Έλληνες επιχειρηματίες στην αναζήτηση ευρωπαϊκών και διεθνών πρακτικών προώθησης των προϊόντων τους.
Αναφορικά με τον κλάδο των τροφίμων, κρίνεται εξαιρετικά σημαντική η δημιουργία ενός εθνικού brand που να συνδέει τα προϊόντα με τη διατροφή, τον τουρισμό και τον πολιτισμό.
Παράλληλα, κρίνεται σημαντική η διάχυση στην αμερικανική αγορά στοιχείων για τη διατροφική αξία των προϊόντων, συνοδευόμενων από πληροφορίες για τρόπους κατανάλωσής τους, για λόγους «εκπαίδευσης» των καταναλωτών.
Περαιτέρω, αξίζει να σημειωθεί ότι η καινοτομία είναι ιδιαίτερα ελκυστική για τον Αμερικανό καταναλωτή. Οι καινοτομικές συσκευασίες μπορούν να υπερκεράσουν ανταγωνίστριες μάρκες και να στοχεύσουν στην κάλυψη της ανάγκης των καταναλωτών στις ΗΠΑ για πρακτικότητα και ευκολία στην χρήση του προϊόντος.
Το τρίπτυχο «ποιότητα – τιμή – συσκευασία» και το σημείο ισορροπίας των τριών αυτών παραμέτρων χρειάζεται να κατακτήσει ο Έλληνας εξαγωγέας, ώστε να εδραιωθούν τα προϊόντα του στη συνείδηση των Αμερικανών καταναλωτών και να κατορθώσουν να σταθούν διαχρονικά στην αγορά των ΗΠΑ.
Η ανάδειξη της ποιότητας και της ποικιλίας των ελληνικών προϊόντων, σε συνδυασμό με την προσφορά μίας πρακτικής και εύκολης συσκευασίας σε προσιτή τιμή, εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για την περαιτέρω διείσδυση των ελληνικών εξαγωγών στην πολλά υποσχόμενη αγορά των ΗΠΑ.