Με δάκρυα χαράς και κάνοντας ασταμάτητα το σταυρό του, δέχθηκε χθες, λίγο μετά τις 11.00 το βράδυ, την αθωωτική για αυτόν απόφαση ο 25χρονος Γεωργιανός που είχε κατηγορηθεί για την άγρια δολοφονία του 54χρονου αρχιμανδρίτη Φώτη Ζαχαρόπουλου, το Φεβρουάριο του 2014 στη Χώρα του Δήμου Πύλου – Νέστορος.
Το δικαστήριο, ύστερα από πολύωρη διάσκεψη, ομόφωνα (3 τακτικοί δικαστές και 4 ένορκοι) έκρινε τον 25χρονο αθώο. Ο Γεωργιανός είχε κατηγορηθεί για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως κατά συναυτουργία, ληστεία τελεσθείσα κατά συναυτουργία με ιδιαίτερη σκληρότητα και οπλοφορία – οπλοχρησία από κοινού.
Να σημειωθεί ότι σε 15 χρόνια κάθειρξης, για απλή συνέργεια στη δολοφονία, έχει ήδη καταδικασθεί ένας 18χρονος – σήμερα- Έλληνας.
Αίσθηση προκάλεσε το απόγευμα η αγόρευση του εισαγγελέα του Δικαστηρίου Δημ. Σταύρου, ο οποίος είπε ότι στη δίκη αυτή κεντρικό πρόσωπο δεν ήταν τελικά ο κατηγορούμενος, αλλά ο αρχιμανδρίτης, με τα όσα ακούσθηκαν στο σύνολο της διαδικασίας. Τόνισε, παράλληλα, ότι δεν είχε κανέναν να τον υποστηρίξει, ούτε ο ίδιος έζησε, έστω για λίγο, για να το κάνει, ούτε υπήρχε Πολιτική Αγωγή, ούτε όμως και ιερείς.
«Αν ήταν κατηγορούμενος»
Στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας μίλησε για ένα φρικτό τέλος για τον ιερέα, που δεν αρμόζει σε κανέναν, όπως υπογράμμισε. Επανέλαβε ότι το θύμα έγινε κατηγορούμενος, σε πολλά σημεία της δίκης, για σεξουαλικά σκάνδαλα, κακοποιήσεις ανηλίκων και ασέλγειες σε βάρος αγοριών επ’ αμοιβή.
Αναρωτήθηκε, ωστόσο, γιατί αφού ο κατηγορούμενος αρνείται κάθε εμπλοκή του στην υπόθεση, έκανε επίκεντρο τη σεξουαλική ζωή του θύματος.
Αναφερόμενος στην καταγγελία για πλαστογράφηση της υπογραφής του από αστυνομικούς και ότι έπεσε θύμα καταχραστών της εξουσίας, σημείωσε ότι αυτό είναι πρωτόγνωρο για τα δικαστικά χρονικά και ανέλυσε την πραγματογνωμοσύνη τόσο του ιδιώτη γραφολόγου όσο και του δικαστικού. Τόνισε ακόμη ότι από το συμπέρασμα του δικαστικού γραφολόγου αποδείχθηκε ότι ο ισχυρισμός του ήταν ψευδής. Πρόσθεσε, δε, ότι πρωτόγνωρα είναι και όσα ο κατηγορούμενος ανέφερε για μεσαιωνική συμπεριφορά Αστυνομίας, παρατηρώντας πως ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ανάκριση ανηλίκου, όπως του συγκατηγορουμένου του, αυτή γίνεται υπό την εποπτεία εισαγγελικού λειτουργού.
Ακολούθως, για την πρώτη του απολογία στην Αστυνομία, ο εισαγγελέας είπε ότι με εξαίρεση μερικές λεπτομέρειες ταυτίζεται με του ανήλικου συγκατηγορουμένου του. Για να αποδείξει ότι πράγματι είναι δική του η απολογία στην Αστυνομία, ανέφερε πως σε αυτή κάνει λόγο για λεκάνη που έβαλαν χλωρίνη για να καθαρίσουν μετά το έγκλημα και πράγματι οι αστυνομικοί εντόπισαν λεκάνη με οσμή χλωρίνης. Ακόμα, ανέφερε ότι στην απολογία του λέει ότι έκοψε το δάχτυλό του στην πόρτα του αρχιμανδρίτη φεύγοντας και έτσι μάτωσε το διακόπτη στο σπίτι του, επιστρέφοντας, ενώ στην Ανακρίτρια λέει ότι το έκοψε ένα μήνα πριν από τη δολοφονία σε εργασία στο αυτοκίνητό του και στην απολογία του στο δικαστήριο ότι το έκοψε δύο ημέρες πριν από το φόνο.
Ο εισαγγελέας έκανε αναφορά και στον ανήλικο που έχει καταδικαστεί, σημειώνοντας πως είναι ένα παιδί που υπολειπόταν σε συμπεριφορά και αποδείχθηκε ότι βρέθηκε πολλές φορές στον εσωτερικό κύκλο του αρχιμανδρίτη. Σημείωσε ότι στο σπίτι του ανηλίκου βρέθηκαν δύο σιδερογροθιές με γενετικό υλικό του, ενώ δεν υπήρξαν ευρήματα για κανέναν από τους δύο ότι υπήρξε συνουσία με το θύμα.
Για το άλλοθι που παρουσίασε ο κατηγορούμενος, ο εισαγγελέας είπε ότι υπάρχει μεγάλο κενό στη μαρτυρία του Ρουμάνου φίλου του και πως απ’ όλα τα στοιχεία προκύπτει ότι, ενεργώντας από κοινού και οι δύο, αποφάσισαν να πάνε στο σπίτι του αρχιμανδρίτη, γνωρίζοντας τις σεξουαλικές του ιδιαιτερότητες.
Μάλιστα, ο εισαγγελέας είπε ότι δεν είναι κακό κάποιος να έχει σεξουαλικές ιδιαιτερότητες, αλλά είναι κακό «όταν γίνεσαι ασύδοτος», συμπληρώνοντας πως όταν αυτές επεκτείνονται, τότε γίνεσαι και ευάλωτος. Δεν παρέλειψε, δε, να πει πως αν ο ιερέας βρισκόταν κατηγορούμενος για τέτοια ποινικά αδικήματα, λόγω και της ιδιότητάς του, αυτό θα ήταν πολύ αυστηρό μαζί του.
Καταλήγοντας σημείωσε ότι και οι δύο είχαν ανθρωποκτόνα πρόθεση από την αρχή και γι’ αυτό πήραν μαζί τους τις σιδερογροθιές και πως ο φόνος ήταν αναγκαίος σύνδεσμος για τη ληστεία που είχαν σκοπό. Πρότεινε να κηρυχθεί ένοχος όπως κατηγορείται, χαρακτηρίζοντάς τον αυτουργό και συναυτουργό.
Μάρτυρες υπεράσπισης
Χθες το πρωί η τελευταία συνεδρίαση της δίκης ξεκίνησε με την ανακοίνωση πως δε βρέθηκε από την Αστυνομία, καθώς έχει φύγει από την Ελλάδα ο αλλοδαπός που ζήτησε το δικαστήριο να καταθέσει ως επιπλέον μάρτυρας και κατ’ αντιπαράσταση με το Μολδαβό μάρτυρα.
Πριν από την κατάθεση των μαρτύρων υπεράσπισης αναγνώσθηκαν όλα τα σχετικά έγγραφα, μεταξύ των οποίων και η πραγματογνωμοσύνη του δικαστικού γραφολόγου Κωνσταντίνου Κωτακίδη, με την οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπογραφή στην απολογία του κατηγορουμένου στην Αστυνομία δεν έχει πλαστογραφηθεί, όπως είχε καταγγελθεί από τον ίδιο, και είναι δική του.
Ως πρώτοι μάρτυρες κατέθεσαν θείος και θεία του κατηγορουμένου, οι οποίοι είπαν ότι ο 25χρονος δεν είχε ενοχλήσει ποτέ κανέναν, εργαζόταν κανονικά και δε χρειαζόταν να πάει για χρήματα στον αρχιμανδρίτη, διότι είχε δικά του. Η θεία του, μάλιστα, είπε ότι είχε πληρωθεί πρόσφατα και της είχε αφήσει να του φυλάξει 600 ευρώ και αν ήθελε χρήματα για να πάει Καλαμάτα, θα της ζητούσε.
Επίσης, κατέθεσαν ότι το απόγευμα που έγινε η δολοφονία ο κατηγορούμενος ήταν με φίλο του Ρουμάνο στην Πύλο.
Η θεία του είπε ακόμα ότι το σπίτι τους απέχει περίπου 150 μ. από το σπίτι του θύματος, αλλά ο ανιψιός της δεν είχε σχέσεις μαζί του.
Τέλος, σημείωσε ότι όλο το χωριό ήξερε για τις ιδιαίτερες σεξουαλικές προτιμήσεις του αρχιμανδρίτη και πως ήταν πολλοί αυτοί που ήθελαν να τον διώξουν.
Ο 23χρονος Ρουμάνος φίλος του κατηγορουμένου περιέγραψε ότι εκείνο το απόγευμα είχαν πάει στην Πύλο μαζί και επέστρεψαν στη Χώρα μετά τις 9.30 το βράδυ. Η μαρτυρία του συγκεκριμένου δηλώθηκε ως άλλοθι του κατηγορουμένου και ο εισαγγελέας ρώτησε επανειλημμένως το μάρτυρα, γιατί, αφού είναι φίλοι, δεν παρουσιάσθηκε από την πρώτη στιγμή να δηλώσει ότι ο 25χρονος Γεωργιανός ήταν μαζί του και, άρα, δεν έχει ανάμειξη με το φόνο. Ο Ρουμάνος απάντησε ότι δεν ήθελε να πάει, γιατί φοβόταν και πως ποτέ δεν τον κάλεσαν να καταθέσει, ούτε η Αστυνομία ούτε η Ανακρίτρια.
«Δε θα άφηνα το παιδί μου να του μιλήσει»
Στη συνέχεια κατέθεσε κάτοικος της Χώρας, ο οποίος βεβαίωσε ότι πέρυσι από τον Οκτώβριο έως τον Ιανουάριο έβλεπε τον κατηγορούμενο να εργάζεται σε ελαιοτριβείο της περιοχής και εκτίμησε ότι πρέπει να έλαβε από την εργασία του 3.000-4.000 ευρώ.
Σε ερωτήσεις που δέχθηκε για τον αρχιμανδρίτη, είπε ότι όλοι στο χωριό γνώριζαν τι κάνει και πως είχε ακουσθεί ότι ανήλικος, ύστερα από κακοποίηση από το θύμα, είχε καταλήξει στο νοσοκομείο για συρραφή, αλλά το θέμα «κουκουλώθηκε».
Μάλιστα, σε ερώτηση πώς γίνονταν τέτοια ποινικά αδικήματα από έναν ιερέα και κανείς δεν είχε κάνει τίποτα, ο μάρτυρας απάντησε: «Το ράσο έχει μεγάλη δύναμη».
Επίσης, τόνισε πως αν ο ίδιος είχε μικρό παιδί, θα του είχε απαγορεύσει ακόμα και να μιλήσει στον αρχιμανδρίτη, ενώ κατέθεσε ότι φίλος του που είχε αγόρι είχε ενημερώσει το σχολείο, ότι αν πάνε επίσκεψη στο μοναστήρι που ήταν ο αρχιμανδρίτης, να μην πάει το παιδί του μαζί τους και να τον ειδοποιήσουν να το πάρει.
Απολογία
Κατά την απολογία του ο 25χρονος Γεωργιανός αρνήθηκε, όχι μόνο τη συμμετοχή του στο έγκλημα, αλλά ακόμα και ότι επισκέφθηκε το σπίτι του αρχιμανδρίτη.
Όπως περιέγραψε, εκείνο το απόγευμα μαζί με το Ρουμάνο φίλο του ήταν στην Πύλο και επέστρεψαν στη Χώρα μετά τις 9.30 το βράδυ. Σε ερώτηση, γιατί στην ανακρίτρια είχε πει ότι γύρισαν στις 8.30, αρνήθηκε ότι είχε πει κάτι τέτοιο.
Στη συνέχεια ανέφερε ότι το επόμενο πρωί συναντήθηκε στην πλατεία της Χώρας και με άλλα άτομα που θα πήγαιναν Καλαμάτα για να δουν αγώνες καρτ και επειδή σε άλλο αυτοκίνητο δεν υπήρχε ελεύθερη θέση, του ζήτησαν και πήρε μαζί του τον ανήλικο Έλληνα συγκατηγορούμενό του.
Στο δρόμο ο ανήλικος δεν του είπε κάτι, αλλά του έκανε εντύπωση πως όταν έφτασαν Καλαμάτα, πήγαν στην παραλία για καφέ κι αυτός έμεινε στο αυτοκίνητο. Μέσα στο αυτοκίνητο, όπως είπε, έμεινε και τις 4 ώρες που πήγαν και είδαν οι υπόλοιποι τους αγώνες. Διευκρίνισε ότι δεν έκανε παρέα με τον ανήλικο και πως αν τον συναντούσε, απλώς θα τον χαιρετούσε.
Καθώς στην απολογία του στην Αστυνομία ο 25χρονος φαίνεται να έχει ομολογήσει τη συμμετοχή του, χθες είπε στο δικαστήριο ότι ποτέ δεν τα είπε αυτά, ότι τα έγραψαν μόνοι τους και ότι τον χτυπούσαν συνεχώς. Μάλιστα, περιέγραψε πως, όταν ο αστυνομικός στη Χώρα τον πήγε στο Αστυνομικό Τμήμα, ήταν εκεί δύο αστυνομικοί από την Καλαμάτα και τους είπε ότι αυτός είναι ο δολοφόνος του αρχιμανδρίτη και ότι σε διακόπτη του σπιτιού είδε αίμα του θύματος. Ο κατηγορούμενος εξήγησε πως είχε κοπεί σε εργασίες που έκανε στο αμάξι του και το αίμα ήταν δικό του και όχι του θύματος, κι αυτό αποδείχθηκε στη συνέχεια.
Τόνισε πως δεν έχει υπογράψει απολογία στην Αστυνομία, καθώς δεν ξέρει να διαβάζει ελληνικά, ενώ ζητούσε διερμηνέα και δεν του έφερναν. Αντίθετα, είπε πως οι αστυνομικοί συμπεριφέρονταν πολύ καλά στον ανήλικο.
«Είχα ακούσει όλα αυτά που έλεγαν για τον παπά, αλλά δεν μπορούσα να τα πιστέψω αυτά για έναν άνθρωπο του Θεού. Εγώ δεν είχα επαφές μαζί του, ούτε πήγα ποτέ στο σπίτι του. Ορκίζομαι, όπου θέλετε, ότι δεν έχω καμία σχέση», κατέληξε ο κατηγορούμενος.
Της Βίκυς Βετουλάκη