Δεν έπεισαν χθες το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Καλαμάτας τα δύο αδέλφια από την Αλβανία, ότι δεν είχαν πρόθεση να σκοτώσουν τον 88χρονο Βασίλειο Τσίτουρα στη Βασιλάδα παρά μόνο να τον ληστέψουν, και καταδικάσθηκαν σε ισόβια κάθειρξη και 12 χρόνια έκαστος για ανθρωποκτονία από πρόθεση κατά συναυτουργία και ληστεία κατά συναυτουργία.
Και σε αυτό το δικαστήριο δεν τους αναγνωρίσθηκε κανένα ελαφρυντικό, ούτε έγινε δεκτός ο ισχυρισμός για μετατροπή της κατηγορίας της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη.
Από το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κυπαρισσίας είχαν καταδικασθεί σε ισόβια κάθειρξη και 15 χρόνια.
Οι δύο κατηγορούμενοι, ηλικίας σήμερα 25 και 36 ετών, είχαν απασχοληθεί το 2010 από τον άτυχο γέροντα σε αγρόκτημά του.
Μαρτυρικός θάνατος
Αστυνομικός της Ασφάλειας, που ήταν ο πρώτος μάρτυρας που κατέθεσε, είπε ότι στις 5 Οκτωβρίου 2010 δέχθηκαν τηλεφώνημα από συγγενή του γέροντα ότι προσπαθεί να επικοινωνήσει τηλεφωνικά μαζί του και δεν τον βρίσκει.
Ειδοποιήθηκε το Αστυνομικό Τμήμα Μεσσήνης και αστυνομικός πήγε στη Βασιλάδα. Εκεί βρήκε τον 88χρονο νεκρό στο σπίτι του, πεσμένο στο πάτωμα του υπνοδωματίου, δεμένο πολύ σφικτά και φιμωμένο με αυτοκόλλητη ταινία. Το δε πρόσωπό του ήταν χτυπημένο και καλυμμένο με μια πετσέτα και μια πιτζάμα. Από τη νεκροψία αποδείχθηκε ότι ο θάνατος του επήλθε από ασφυξία.
Η Ασφάλεια στη συνέχεια βρήκε ότι ο 88χρονος είχε στο σπίτι ένα όπλο γεμάτο φυσίγγια, ενώ από τις έρευνες βρήκαν αποτυπώματα του μικρότερου Αλβανού, ο οποίος ήταν σεσημασμένος για κλοπή παλαιότερα στους Χράνους.
Τα αδέλφια έμεναν στην Καλαμάτα, όπου και τους συνέλαβαν. Όπως κατέθεσε ο αστυνομικός, συνεργάστηκαν από την αρχή και ομολόγησαν.
Οι δύο δράστες γνώριζαν τον ηλικιωμένο και πίστευαν ότι κατείχε μεγάλο χρηματικό ποσό. Τα ξημερώματα στις 2 Οκτωβρίου πήγαν στο σπίτι του 88χρονου και από ανασφάλιστο παράθυρο μπήκαν στην κουζίνα, η οποία ήταν απομονωμένη από το υπόλοιπο σπίτι.
Εκεί παρέμειναν όλη τη νύχτα, περιμένοντας να ξυπνήσει το θύμα. Περίπου στις 6.00 το πρωί ο 88χρονος ξύπνησε και πηγαίνοντας στην κουζίνα δέχτηκε επίθεση από τα δύο αδέλφια, τα οποία από ύφασμα που είχαν βρει είχαν φτιάξει αυτοσχέδιες κουκούλες. Ο ηλικιωμένος, όμως, αντέδρασε και φώναξε. Τότε οι δράστες τον ακινητοποίησαν, τον έδεσαν, τον φίμωσαν και τον μετέφεραν στο υπνοδωμάτιο για να τους πει πού έχει λεφτά.
Αφού ανακάτεψαν όλους τους χώρους, αφαίρεσαν τελικά 300 ευρώ, που ήταν και το μόνο ποσό που βρήκαν, ενώ άφησαν τον 88χρονο δεμένο και φιμωμένο. Στη συνέχεια κάλεσαν ραδιοταξί, αλλά επειδή καθυστερούσε, έφυγαν με άλλο ταξί.
Ο αστυνομικός κατέθεσε ότι αν δεν είχαν φιμώσει το θύμα, μπορεί να είχε επιβιώσει, καθώς ο θάνατός του δεν προήλθε από τα χτυπήματα, αλλά από ασφυξία.
Ο δεύτερος αστυνομικός κατέθεσε πως μπορεί να του έβαλαν ταινία μόνο στο στόμα, όμως από τα χτυπήματα αίμα έφραξε και τη μύτη του γέροντα και δεν μπορούσε να επιβιώσει. Επίσης, κατέθεσε ότι οι δράστες συνεργάστηκαν όταν τους συνέλαβαν και πως από την αρχή τούς είπαν ότι δεν ήθελαν να τον σκοτώσουν και έμαθαν από την τηλεόραση για την τραγική κατάληξη.
Τέλος, είπε ότι αποτυπώματα βρέθηκαν στο σπίτι του θύματος και του μεγαλύτερου αδελφού, ενώ αμφότεροι βρίσκονταν στη λίστα ανεπιθύμητων για τη χώρα, είχαν απελαθεί, αλλά ξαναγύρισαν.
Στο δικαστήριο κατέθεσαν και δύο ιδιοκτήτες ταξί, ενώ αναγνώσθηκε κατάθεση κατοίκου της Βασιλάδας ότι είχε συνοδεύσει τις προηγούμενες ημέρες τον ηλικιωμένο στην τράπεζα και είχε πάρει 2.800 ευρώ.
Ομολογίες
Στην απολογία του, ο 25χρονος ομολόγησε ότι με τον αδελφό του έφτασαν στο χωριό από νωρίς κι όταν πέρασε η ώρα και νύχτωσε για τα καλά, μπήκαν από το παράθυρο στην κουζίνα. Ήξεραν πώς συμπεριφέρεται ο 88χρονος και πως, όταν ξυπνούσε, θα πήγαινε στην κουζίνα.
Μόλις μπήκε στην κουζίνα, είπε ότι τον ακινητοποίησαν, τον έδεσαν και, επειδή φώναζε, τον φίμωσαν. Επίσης, ότι ο αδελφός του τον χτύπησε δύο φορές γιατί φώναζε, ενώ μετά του κάλυψαν το πρόσωπο για να μπορέσουν να βγάλουν τις κουκούλες και να ψάξουν για λεφτά, χωρίς να τους αναγνωρίσει.
Κατέληξε λέγοντας ότι δεν είχαν πρόθεση να τον σκοτώσουν, γι’ αυτό και φεύγοντας άφησαν παράθυρα και πόρτα ανοιχτή και φώτα αναμμένα, για να τον βρουν γρήγορα.
Κατά την έναρξη της απολογίας του, η πρόεδρος τον ρώτησε «πόσο κρίμα» είναι αυτό που έκαναν και ο 25χρονος ξέσπασε σε στιγμιαία κλάματα, λέγοντας ότι δεν ήθελαν να τον σκοτώσουν, αλλά εκείνη την περίοδο ήταν σε αδιέξοδο γιατί δεν είχαν χρήματα ούτε για να φάνε. Έσκυψε δε το κεφάλι όταν η πρόεδρος του είπε ότι ο 88χρονος τους έδινε χρήματα ακόμα και χωρίς να δουλέψουν και χωρίς να τους τα ζητήσει πίσω.
Ο μεγαλύτερος αδελφός αρχικά ζήτησε συγγνώμη για ό,τι έκανε και είπε πως αν ήξεραν το αποτέλεσμα, δε θα πήγαιναν καθόλου στο σπίτι του 88χρονου. Επανέλαβε κι αυτός ότι δεν ήθελαν να τον σκοτώσουν και πως αν αυτή ήταν η πρόθεσή τους, θα είχαν μπει στο σπίτι του από το βράδυ, την ώρα που κοιμόταν και θα τον σκότωναν. Παραδέχθηκε ότι δεν είχαν κανένα παράπονο από τον ηλικιωμένο και πως είχαν δουλέψει στα κτήματά του επί δύο χειμώνες. Προσπάθησε δε να δικαιολογήσει ότι τον χτύπησε όταν τον ακινητοποίησαν, λέγοντας ότι φώναζε.
Ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του ζήτησε την ενοχή τους για όσα κατηγορούνται, τονίζοντας ότι τα δύο αδέλφια έλαβαν όλα τα μέτρα για να εξουδετερώσουν το θύμα. Δε χρειάσθηκε να πάρουν όπλα μαζί τους, γιατί είχαν μαζί τους το χειρότερο, την ταινία, μιας και η ασφυξία, όπως υπογράμμισε, είναι ο σκληρότερος θάνατος. Δεν απέκλεισε, δε, ο 88χρονος να τους αναγνώρισε και γι’ αυτό να τον σκότωσαν. Κατέληξε λέγοντας ότι τα δύο αδέλφια διακατέχονται από συναισθηματικό πρωτογονισμό και εκδηλώνονται με βίαιο τρόπο.
Της Βίκυς Βετουλάκη