Στροφή 180ο, αναιρώντας όσα κατέθετε μέχρι πρότινος, ακόμη και στο πρώτο δικαστήριο, ότι δεν είχε δηλαδή σχέση με τη ληστεία στον Οκτώβριο του 2008 στην Alpha Bank της Καλαμάτας, έκανε χθες, κατά τη συνεδρίαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Καλαμάτας, ο δεύτερος εκ των καταδικασθέντων για την υπόθεση της ληστείας (ο πρώτος, Νικήτας Μαυρίκης, έχει αποβιώσει).
Ο κατηγορούμενος Π.Δ. δήλωσε ότι είχε τελικά συμμετοχή στα όσα έγιναν, περιγράφοντας για τον εαυτό του το ρόλο του «τσιλιαδόρου», καθώς ήταν υποχρεωμένος να στέκεται στο ύψος της ΔΕΗ στην οδό Αρτέμιδος και να ελέγχει, προκειμένου να ενημερώσει τους υπόλοιπους στην περίπτωση που θα διαπίστωνε κίνηση αστυνομικού οχήματος.
Όπως είπε, δεν είχε ομολογήσει τόσο καιρό, καθώς δεχόταν ισχυρή πίεση (αφήνοντας να εννοηθεί πως επρόκειτο για πρώην συγκρατούμενό του, ο οποίος αθωώθηκε) και απαντώντας σε σχετική ερώτηση από την έδρα, είπε πως έχει καταθέσει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εναντίων του αθωωθέντος πρώην συγκρατούμενού του, προκειμένου να προστατευτούν τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του.
Όπως είναι γνωστό, στις 30.Οκτωβρίου 2008 τρία άτομα φορώντας κράνη και κρατώντας όπλα, μπήκαν στην τράπεζα. Ο ένας από αυτούς, που ήταν πιο ψηλός σε σχέση με τους άλλους δύο, ανέβηκε στον ημιώροφο, όπου και το χρηματοκιβώτιο της τράπεζας και υπό την απειλή του όπλου, ανάγκασε τον τότε ταμία να του δώσει τα διαθέσιμα χρήματα, συνολικά 380.000 ευρώ. Οι τρεις ληστές αποχώρησαν και επιβιβάστηκαν όλοι σε μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού που είχαν αφήσει έξω από την τράπεζα, και έφυγαν.
Η μοτοσυκλέτα, που είχε κλαπεί μερικές ημέρες νωρίτερα από την Καλαμάτα, βρέθηκε εγκαταλελειμμένη κοντά στο πεδίο βολής στο Νέδοντα και επιβιβάστηκαν σε ένα μαύρο αυτοκίνητο, που, όπως προέκυψε από μαρτυρίες, ανήκε στον αποθανόντα Μαυρίκη.
Ο κατηγορούμενος άφησε αποτυπώματα στο εξοχικό σπίτι του αποθανόντος και στο αυτοκίνητο που χρησιμοποιήθηκε, ενώ μετά την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, προέκυψε ότι είχε συχνή επικοινωνία με τον τελευταίο.
Στο Πενταμελές Εφετείο «ξαναζωντάνεψε» το περιστατικό, με τις καταθέσεις των μαρτύρων και ο κατηγορούμενος δήλωσε πως δεν είχε πιο ενεργό ρόλο, καθώς αν ανέβαζε αδρεναλίνη, θα λιποθυμούσε, αφού είναι επιληπτικός. Δούλευε ωστόσο στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος, ως υπάλληλος σε γραφείο, όπως ισχυρίστηκε και πρόσθεσε πως ήταν το πρώτο του αδίκημα και για το λόγο αυτό φοβόταν και δεν μπορούσε να το πει από την πρώτη στιγμή. «Ό,τι είπα πρωτόδικα, ήταν ψέματα. Ήταν βλακεία μου», είπε χαρακτηριστικά, ενώ δε δίστασε να κατονομάσει ως αυτούς που μπήκαν στην τράπεζα τον Μαυρίκη, τον αθωωθέντα πρώην συγκατηγορούμενό του και ένα άτομο ακόμη, το οποίο, όπως είπε, δε γνώριζε.
Οι ισχυρισμοί του, όμως, δεν έπεισαν το Δικαστήριο, που τον καταδίκασε εκ νέου σε 12 χρόνια και 10 μήνες κάθειρξης, καθώς και σε χρηματική ποινή 1.200 ευρώ, μειωμένη κατά δύο σχεδόν χρόνια από την αρχική του ποινή.
Του Χάρη Χαραλαμπόπουλου