Ενοχή για την απάτη …Λαγκάρντ

Ενοχή για την απάτη …Λαγκάρντ

Ενοχή για όλους τους κατηγορουμένους πρότεινε η εισαγγελέας
Την Τετάρτη 17 Ιουνίου αναμένεται να εκδοθεί η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Καλαμάτας, αφού για τότε διακόπηκε εκ νέου η χθεσινή του συνεδρίαση, για την υπόθεση επιχειρηματία ο οποίος είχε δραστηριότητες σε χώρες της Αφρικής, έπρεπε να πληρωθεί για έργο που είχε εκτελέσει με 83 εκατ. δολάρια, αλλά αυτό δεν ήταν δυνατόν εξαιτίας προβλημάτων με τις τράπεζες, που του είχαν μπλοκάρει τους λογαριασμούς και για να καταφέρει να τους ξεμπλέξει, δε δίσταζε να δανείζεται δεκάδες χιλιάδες ευρώ από άτομα που εξαπατούσε σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, αλλά και του εξωτερικού.
Τα όσα ακούστηκαν χθες στην αίθουσα του Τριμελούς Εφετείου ξεπερνούν ακόμη και τα πιο ευφάνταστα σενάρια επιστημονικής φαντασίας, ενώ η υπόθεση συνδέθηκε, έστω και προσωρινά, μετά την κατάθεση μάρτυρα, με τη δολοφονία του δικηγόρου Σπ. Ιωάννου στην Κυπαρισσία. Ο μάρτυρας υποστήριξε πως ο φόνος έγινε για χάρη του συγκεκριμένου επιχειρηματία.
Μαζί του στο εδώλιο ήταν η επί πολλά χρόνια σύντροφος του ηλικιωμένου επιχειρηματία και ένας ακόμη άντρας, συνταξιούχος, ανώτερος υπάλληλος αεροπορικής εταιρείας, ενώ την ενοχή των τριών πρότεινε η εισαγγελέας της Έδρας.

Μαρτυρίες
Η δίκη συνεχίστηκε με την κατάθεση μάρτυρα από την Τριφυλία, κουμπάρου του πρώτου μάρτυρα, ιδιοκτήτη συνεργείου αυτοκινήτων. Όπως είπε, ο κουμπάρος του τον πληροφόρησε για τα πολλά χρήματα του επιχειρηματία. Ο κουμπάρος του, συνέχισε, τον πληροφόρησε για τον κατηγορούμενο, πως θα έκανε επενδύσεις στην Ελλάδα, αλλά θα έπρεπε πρώτα να ξεμπερδέψει με τους λογαριασμούς του, προκειμένου να τις ξεκινήσει και θα έπρεπε να δοθούν προς τούτο κάποια χρήματα. Όπως είπε χαρακτηριστικά, αν έβαζε 1.000 ευρώ, θα έπαιρνε 100.000 σε κέρδος.
Επίσης, είπε πως ο επιχειρηματίας θα ξεκινούσε τουριστικές επενδύσεις στην περιοχή, θα γίνονταν οι προμήθειες του εξοπλισμού από τον κουμπάρο του και θα είχε και ποσοστό συμμετοχής στην επιχείρηση.
«Πείστηκα πως ήταν αλήθεια. Ο κατηγορούμενος ήταν πάντα πολύ πειστικός», είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε πως ο δεύτερος άνδρας κατηγορούμενος τον χαρακτήριζε ως σπουδαίο.
Πρόσθεσε δε ότι του ζητήθηκε να δώσει χρήματα, προκειμένου να αγοραστούν ειδικά κιβώτια από την Κύπρο και να τοποθετηθεί εκεί το μαύρο χρήμα (χαρτονομίσματα βαμμένα με μαύρο χρώμα, που θα αποχρωματίζονταν με την προμήθεια ειδικού φαρμάκου από την Ελβετία), ενώ του παρουσίασε και χαρτί με τη φωτογραφία της Κριστίν Λαγκάρντ και σφραγίδα του ΔΝΤ.
Όπως εξήγησε, κατέθετε ο ίδιος χρήματα σε τραπεζικό λογαριασμό, χωρίς να γνωρίζει το δικαιούχο του, ενώ χρήματα διακινούνταν και μέσω εταιρείας μεταφοράς χρημάτων, καθώς και ότι η κατηγορούμενη είχε υπογράψει ως εγγυήτρια τρεις συναλλαγματικές, ότι θα παραλάβει τα χρήματα. «Άκουσα πολλές δικαιολογίες. Κάποια στιγμή τελείωσαν. Ο κατηγορούμενος λέει ότι έχει χρήματα και θα μας τα δώσει για να αποσύρουμε τη μήνυση», είπε και σε άλλο σημείο ανέφερε πως «μαζεύαμε χρήματα και δίναμε, πιστεύοντας ότι θα τελειώσει. Μέσα από τη φυλακή μάς κατηγορούσε ως τοκογλύφους, αλλά μας απάλλαξε δικαστήριο στην Κυπαρισσία, ενώ κάθε φορά μάς έλεγε ότι τα χρήματά μας είναι εξασφαλισμένα. Σε όλη την Ελλάδα, στις Σέρρες, την Κρήτη, τη Λάρισα, παντού είχε απλώσει τα δίχτυα του».
Είπε ακόμη πως δέχθηκε τηλεφώνημα από την κατηγορούμενη, προκειμένου να τον διαβεβαιώσει για την ασφάλεια των χρημάτων του, ισχυρισμό που επιχείρησε να αντικρούσει με ερώτησή της η κατηγορούμενη. Πρόσθεσε πως του ζήτησαν και άλλα χρήματα, αλλά δεν έδωσε. Παρά ταύτα, πήρε στα χέρια του τις συναλλαγματικές, συνολικού ύψους 4.500 ευρώ, που έδωσε σε εμπόρους με τους οποίους είχε συναλλαγές.
Ακολούθως κατέθεσε μια γυναίκα, στην οποία σύστησε τον κατηγορούμενο ένας συνεργάτης της από το 1982. Είπε πως είχε επιχείρηση που τύπωνε χαρτί και ο συνεργάτης της την πληροφόρησε για τη δυσχέρεια του κατηγορούμενου να εισπράξει τα χρήματα, ενώ, προκειμένου να του δανείσει 10 εκατ. δραχμές, έβαλε προσημείωση στο σπίτι του γιου της. Έδωσε τα χρήματα επειδή ο συνεργάτης της την έπεισε πως με την επιστροφή του ο κατηγορούμενος θα συνεργαζόταν με αυτόν στην επέκταση ενός εργοστασίου αλατιού και θα έκαναν επιχείρηση στη Νέα Σάντα, όπου θα εργαζόταν κι ο γιος της. Ο κατηγορούμενος της έλεγε πως σε 15 ημέρες θα έπαιρνε τα χρήματά της. Ανάμεσα σε άλλα, είπε ότι τον πήγε στο αεροδρόμιο, προκειμένου να πετάξει για Μάλαγα, ενώ ξεκίνησε να συντάσσει μόνη της τη μήνυση, επειδή δεν είχε χρήματα, έπειτα από τη συμβουλή γνωστού δημοσιογράφου της τηλεόρασης. Η μάρτυρας είναι η μοναδική που, όπως είπε, κατάφερε να δικάσει τον κατηγορούμενο, αλλά παρά την καταδικαστική απόφαση σε βάρος του, το σπίτι δεν έχει αποδεσμευτεί ακόμη.
Μια άλλη μάρτυρας είπε πως το παιδί της πήγαινε στο νηπιαγωγείο με το παιδί της κατηγορούμενης. Μετά το θάνατο του άντρα της, αυτή είχε συστήσει τον ηλικιωμένο ως επιχειρηματία στην Αφρική και πως θα εργαζόταν η ίδια, η κόρη της και το παιδί της κατηγορούμενης σε μονάδα αφαλάτωσης, που θα κατασκευαζόταν στο Λαύριο. Ανέφερε πως έβαλε προσημείωση τρεις κατοικίες, μεταξύ των οποίων και το σπίτι της, προκειμένου να εξυπηρετήσει τη φίλη της. Ωστόσο, η τελευταία προσημείωση δεν πληρώθηκε (είναι και η μοναδική που υπάρχει στο κατηγορητήριο), βγήκε το σπίτι στον πλειστηριασμό και αυτή έτρεχε να συγκεντρώσει χρήματα για να τον αποφύγει. «Μέχρι και από τη δούλα πήρα 6.500 ευρώ», είπε χαρακτηριστικά, σοκάροντας στην αρχή την Έδρα, για να διευκρινίσει στη συνέχεια πως εννοούσε το υπηρετικό της προσωπικό.
Ανέφερε, επίσης, ότι πήγε με την κατηγορούμενη και ένα δικηγόρο στην τράπεζα και πως είδε από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου της το δικηγόρο να δίνει χρήματα στην κατηγορούμενη.
Πρόσθεσε ότι, εκτός από τις προσημειώσεις, έδωσε χρήματα και από την πιστωτική της κάρτα για να πάει το ζεύγος στην Αφρική, ώστε να διεκπεραιώσει ο κατηγορούμενος τα προβλήματα που είχε, ενώ η εξόφληση θα γινόταν από τα μαύρα χρήματα. Χαρακτήρισε δε ως θύμα τον τρίτο κατηγορούμενο.
Τέλος, σημείωσε ότι το σπίτι της κατηγορούμενης είχε προσημειωθεί «εικονικά» από το 1995.
Θύμα δήλωσε και Έλληνας ομογενής, ιδιοκτήτης εστιατορίου στη Στοκχόλμη. Για τον επιχειρηματία τού μίλησε άτομο που είχε γνωρίσει στην Ελλάδα και τον παρουσίασε ως άτομο με δουλειές στην Αφρική και τον Καναδά, ζητώντας του αν μπορεί να στείλει χρήματα για να βγάλει τα χρήματα από την τράπεζα, όπου είχαν μπλοκαριστεί και να πληρώσουν φόρους.
Μεταξύ άλλων, είπε πως έχει αποδείξεις για τη χρηματοδότηση με 71.000 ευρώ και πως δεν υπάρχουν αποδείξεις για άλλα 60.000 ευρώ, καθώς και ότι ο κατηγορούμενος εξαπάτησε και κάποιους Άγγλους, καθώς διέμενε στο Λονδίνο την περίοδο 2001-2002.
Μετακινήθηκε από τη Στοκχόλμη στο Λονδίνο, τον φιλοξένησε, όπως είπε, ο κατηγορούμενος σπίτι του, στο οποίο κοιμόταν μία άλλη γυναίκα, η οποία επίσης έχασε το σπίτι της. Πρόσθεσε πως άκουσε για την κατηγορούμενη από την άλλη γυναίκα και έμαθε ότι είναι το έτερο ήμισυ του κατηγορουμένου.
Όπως εξήγησε στη συνέχεια, «όλα ήταν βασισμένα στην ψυχολογία. Σε έβαζαν στο λούκι και μετά αναρωτιόσουν τι κάνεις».
Μίλησε για τα επενδυτικά σχέδια του κατηγορουμένου, καθώς και για το ότι έπειτα από 2-3 μήνες στην Αγγλία, ο κατηγορούμενος είπε πως θα πρέπει να μεταβούν στη Μάλαγα, όπου διατηρούσε λογαριασμό σε εκεί τράπεζα.
Παρέλαβε με το αυτοκίνητό του τον άνθρωπο που του γνώρισε τον κατηγορούμενο, τον κατηγορούμενο και μια γυναίκα, που είχε σχέση με έναν Άγγλο και πήγαν στη Μάλαγα. Έμειναν εκεί ένα μήνα, με τον κατηγορούμενο να φεύγει το πρωί και να γυρίζει το βράδυ, ισχυριζόμενος ότι δεν κατάφερε να κάνει κάτι με την τράπεζα και ζητούσε να του δίνονται χρήματα. Η παραμονή στη Μάλαγα κόστισε στον ομογενή περισσότερο από 20.000 ευρώ. Η ίδια παρέα μετακινήθηκε και στη Μαδρίτη, χωρίς να υπάρξει και πάλι αποτέλεσμα. Πρόσθεσε, όμως, πως μια ημέρα ο κατηγορούμενος εμφανίστηκε με μια μαύρη λιμουζίνα και έναν έγχρωμο, ο οποίος ήταν, όπως τους είπε, γιος υπουργού στη Νιγηρία, που θα έλυνε το πρόβλημα. Στη λιμουζίνα επιβιβάστηκε η γυναίκα και οι υπόλοιποι με εξαίρεση τον ομογενή. Όπως του είπε αυτή με την επιστροφή της, πήγαν σε ένα γραφείο, όπου ένας άλλος μαύρος έδειξε ένα μπαούλο γεμάτο χρήματα. Η γυναίκα έτρεξε να πάρει όσα περισσότερα μπορούσε, αλλά την παρεμπόδισε ο μαύρος, ο οποίος της έδωσε ένα χαρτονόμισμα των 100 δολαρίων. Αυτή επέστρεψε ενθουσιασμένη στο ξενοδοχείο, πως υπάρχουν τα χρήματα.
Πέρασαν δυο ημέρες χωρίς αποτέλεσμα, όταν ο ομογενής πήρε τη γυναίκα, η οποία θυμόταν καλά τη διαδρομή, και επιχείρησαν να επισκεφθούν και εκείνοι το γραφείο όπου της είχαν δείξει τα χρήματα. «Δεν υπήρχε τίποτε, όλα είχαν αλλάξει σε αυτό το διάστημα, ούτε γραφείο υπήρχε ούτε τίποτε. Τα έκαναν όλα για να εξαπατήσουν τον κόσμο», είπε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι ακόμη κι ο ίδιος έκανε προσημείωση σε σπίτι του στη Βούλα, αντί 71.000 ευρώ, το οποίο και τελικά έχασε, καθώς δεν πληρώθηκε στον ορισμένο χρόνο.
Ωστόσο, ο μάρτυρας έκανε μια αναφορά που σόκαρε, καθώς είπε ότι στα θύματα του κατηγορούμενου είναι και δύο Αλβανοί, ο ένας εκ των οποίων έφτασε στο σημείο να τελέσει έγκλημα για χάρη του ηλικιωμένου κατηγορουμένου, σκοτώνοντας ένα δικηγόρο.
Παρεμβαίνοντας ο συνήγορος πολιτικής αγωγής έκανε λόγο για τη δολοφονία του Σπ. Ιωάννου στην Κυπαρισσία.
Ακολούθησε άλλος μάρτυρας από την περιοχή της Τριφυλίας. Κι αυτός είπε τα ίδια με τους υπόλοιπους μάρτυρες. Τον προσέγγισε ο ξυλουργός, του γνωστοποίησε την κατάσταση και του είπε να δώσει 5.000 ευρώ, ενώ εμφανίστηκε στο ξυλουργείο ο κατηγορούμενος μαζί με τον άλλο συγκατηγορούμενό του, λέγοντας πως θέλει να κάνει επιχειρήσεις. Είπε πως μετέβη και στο σπίτι της κατηγορούμενης στην Αθήνα, όπου γίνονταν οι συναλλαγές. Εκεί, του παρουσιάστηκε μια βαλίτσα με τα μαύρα χρήματα, που θα καθάριζαν με το ειδικό φάρμακο και πρόσθεσε ότι καθάρισαν 100 δολάρια. Πήγαν και στο Σύνταγμα, όπου ο κατηγορούμενος ζήτησε ξανά χρήματα, προκειμένου να τα δώσει σε ένα μαύρο για να φέρει τα «καθαρά» χρήματα, αλλά ο μαύρος εξαφανίστηκε.
Σε επόμενο ταξίδι του στην Αθήνα, μαζί με ένα από τα θύματα προκειμένου να παραλάβουν τα χρήματα που είχαν δώσει, δέχθηκαν τηλεφώνημα από τον ηλικιωμένο κατηγορούμενο, καθώς βρίσκονταν στα διόδια του Ισθμού, πως συνελήφθη ο μεταφορέας των χρημάτων.
«Ντρέπομαι την οικογένειά μου, δεν έχω να ταΐσω γάλα το εγγόνι μου», επισήμανε και πρόσθεσε πως και οι τρεις κατηγορούμενοι είναι συμμέτοχοι σε ό,τι έγινε. Πρόσθεσε δε πως «είχαν πειθώ και έπειθαν. Όταν κατάλαβα τι είχε γίνει, ήταν αργά, καθώς είχα δώσει τα χρήματα. Με είχαν καταστρέψει. Έκλεισα το μαγαζί μου, τα έκλεισα όλα. Πούλησα και μέρος από την πατρική μου περιουσία», τόνισε και ανέφερε πως είχε διαθέσει συνολικά περί τα 170.000 ευρώ.
Τελευταίο κατέθεσε ένα ακόμη από τα θύματα, που συνεργαζόταν με τον ξυλουργό, ο οποίος είχε συνεργείο που έβαφε κατοικίες. Κι αυτός ανέφερε πως μετά από πολλά, διέθεσε συνολικά ποσό που ξεπερνούσε τα 25.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να αφήσει απλήρωτο το συνεργείο, να αφήσει το παιδί του χωρίς γάλα και να τσακώνεται με τη γυναίκα του.
Πρόσθεσε, δε, κι αυτός ότι ήταν και οι τρεις κατηγορούμενοι συνεργάτες και πως για δύο χρόνια του έλεγαν ότι από εβδομάδα σε εβδομάδα έρχονται τα χρήματα.
Απαντώντας σε ερώτηση της προέδρου του Τριμελούς Εφετείου, Μαρίας Κουτέρη, σχετικά με τη δολοφονία του δικηγόρου, είπε πως «ο Ορέστης έκανε μόνος του επαφές με τον κατηγορούμενο».
Ακολούθησε η κατάθεση μαρτύρων υπεράσπισης για την κατηγορούμενη, οι οποίοι αναφέρθηκαν στη ζωή της και το ποιόν της, αποκλείοντας κάθε ανάμειξή της με την υπόθεση, υποστηρίζοντας ότι έχει παραπλανηθεί επίσης.

Απολογίες
Στην απολογία του, ο ηλικιωμένος κατηγορούμενος αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες που του αποδίδονται, ενώ δεν αναγνώρισε και το σύνολο των χρημάτων που χρωστά σε όλους (ανέρχεται σε 4-5 εκατ. ευρώ). Υποστήριξε ότι ειπώθηκαν πολλά ψέματα και χαρακτήρισε το κατηγορητήριο κατασκευασμένο, εμπαθές και πολύ ψευδές.
Αναφέρθηκε στο έργο που εκτέλεσε στην Αφρική και αφορούσε στην τοποθέτηση δικτύου οπτικών ινών, το οποίο ανέλαβε ως υπεργολάβος άλλης εταιρείας και ισχυρίστηκε πως τα χρήματα παρακρατούνταν από την Τράπεζα, επειδή του έκαναν ασφαλιστικά μέτρα … περιβαλλοντικές οργανώσεις για ζημιές που προκάλεσε στο περιβάλλον κατά την εκτέλεση. Είπε πως οι αξιωματούχοι σε Νιγηρία και Γκάνα ζητούσαν υπέρογκα ποσά για μίζες και λαδώματα και πρόσθεσε πως ανακάλυψε ότι τα χαρτιά με τα οποία ζητούσε να γίνει η πληρωμή του έργου, ήταν πλαστά. Ξεκίνησε, συνέχισε, αγώνας δικαστικός έως το 2005 που τον εξάντλησε, αν και πίστευε πως θα μπορούσε να εισπράξει. Όμως, έγιναν αλλαγές στην ηγεσία της χώρας, είχε φουντώσει και η τρομοκρατία με την Αλ Κάιντα, με αποτέλεσμα να αλλάξει η διεθνής νομοθεσία των τραπεζών, που ζητούσαν επιπρόσθετα δικαιολογητικά.
Χαρακτήρισε ως ψέματα την κατάθεση της γυναίκας με τις τρεις προσημειώσεις ακινήτων της, λέγοντας πως δε γνωρίζει κάτι, απάντηση που ενόχλησε τη μάρτυρα, η οποία αντέδρασε.
Ανάμεσα σε άλλα, είπε πως το έγγραφο από τη Λαγκάρντ με τα διακριτικά του ΔΝΤ έφτασε στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο, καθώς το ΔΝΤ διεκδικούσε ποσοστό και πρόσθεσε πως του πρότειναν πώς να στείλουν τα χρήματα, αλλά απάντησε ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί τόσα χρήματα σε μετρητά.
Ανέφερε πως πήγε με τον τρίτο κατηγορούμενο στην Αφρική για να διαπιστώσει πως υπάρχουν τα χρήματα.
Η κατηγορούμενη αναφέρθηκε στην οικογενειακή της ζωή. Είπε πως εργάστηκε από το 1981 έως το 1989 στην εταιρεία του πρώην συντρόφου της, πως αποχώρησε το 1989 με το διαζύγιό της για να μπορεί να εισπράττει περισσότερα χρήματα, πρόσθεσε πως απασχολήθηκε σε ασφαλιστική εταιρεία έως το 2005, ενώ από το 1994, οπότε συναντήθηκε τυχαία με τον κατηγορούμενο, σύναψαν ερωτική σχέση, που διήρκεσε έως το 2008. Το 1995 ο κατηγορούμενος την έπεισε να προσημειώσει το πατρικό της σπίτι για 5 εκατ. δρχ., με την προσημείωση να ανέρχεται σε 50 εκατ. δρχ., πως φρόντιζε τη μητέρα και την κόρη της και πως το ’95 πήγε μαζί του στις ΗΠΑ για την είσπραξη των χρημάτων και εκείνη για αναψυχή. Ο κατηγορούμενος παρέμεινε στο σπίτι του γιου του στις ΗΠΑ έως το ’97, οπότε και επέστρεψε στο πατρικό του σπίτι, ενώ το 2003 πέθανε ο πατέρας της. Το 2004 εγκαταστάθηκε στο σπίτι της και ζούσαν, όπως είπε, λιτό βίο. Σημείωσε πως στο σπίτι της δεν μπήκε ούτε ευρώ από τις όποιες συναλλαγές του κατηγορουμένου, και αναφέρθηκε αναλυτικά στα όσα της καταμαρτύρησαν οι μάρτυρες κατηγορίας, με αποτέλεσμα να έρθει σε σφοδρή αντιπαράθεση με τη γυναίκα που έκανε τις τρεις προσημειώσεις, η οποία έφτασε στο σημείο να τη φτύσει για τα ψέματα που είπε. Υποστήριξε, ανάμεσα σε άλλα, πως μέρος των προσημειώσεων δόθηκε στον κατηγορούμενο και τα υπόλοιπα ήταν για να εξυπηρετήσουν «ανοίγματα» της μάρτυρος.
Πρόσθεσε πως από το Δεκέμβριο του 2006 έως τον Αύγουστο του 2007 δεχόταν καταθέσεις σε τραπεζικό της λογαριασμό, προκειμένου να διευκολύνει τις συναλλαγές των άλλων με τον κατηγορούμενο, ενώ τα χρήματα που έμπαιναν, τα εισέπραττε και τα κατέθετε σε εταιρεία μεταφοράς χρημάτων στα ονόματα αλλοδαπών από την Αφρική.
Τελευταίος απολογήθηκε ο δεύτερος άντρας κατηγορούμενος, υψηλόβαθμος μέχρι πρότινος υπάλληλος αεροπορικής εταιρείας, ο οποίος ανέφερε πως έχει δώσει στον πρώτο χρήματα και πως αυτός του έδωσε δύο επιταγές συνολικά 70.000 δολαρίων, που δεν μπόρεσε να εισπράξει, καθώς ο λογαριασμός ήταν κλειστός. Πρόσθεσε πως το 2006 πήγε μαζί του στην Γκάνα για να διαπιστώσει αν υπάρχουν τα χρήματα, καθώς και το ότι από το 2006-2008 έδωσε μέσω της εταιρείας μεταφοράς χρημάτων ποσό 130.000 ευρώ δικά του και τρίτων.
Σημείωσε πως όλοι πείστηκαν από την εμφάνιση επιταγής κάποια στιγμή από τον κατηγορούμενο και άρχισαν να του δίνουν χρήματα, ενώ εξέφρασε και την έκπληξή του που, αντί να είναι κατήγορος, είναι κατηγορούμενος. 

Του Χάρη Χαραλαμπόπουλου