Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου…


Κάποια στιγμή, στους πρώτους μήνες της μνημονιακής περιόδου, ο λαός ξανάγινε της μόδας. Ο λαός ως φορέας κάποιων αδικαίωτων ονείρων, o πάντα προδομένος και εξαπατημένος «γίγαντας».
Ο λαός, λοιπόν, ξανάγινε το θέμα στην Ελλάδα της χρεοκοπίας. Για κάποιους, ήταν απλώς η υπενθύμιση ότι η πολιτική δεν τέλειωσε, ότι οι κοινωνικές διαμάχες δεν πέθαναν και ότι η δύναμη των πολλών φτιάχνει τελικά την Ιστορία.
Συνέβη, όμως, κάτι και στράβωσε η υπόθεση. Ο λαός της κρίσης δεν ταυτίστηκε τελικά με τους ρόλους που του αναθέσανε διανοούμενοι, ακτιβιστές και καλλιτέχνες.
Έκανε διάφορα, θύμωσε, άλλαξε μια και δυο κομματικές προτιμήσεις, βγήκε στους δρόμους και ύστερα ξανακλείστηκε σπίτι. Διεκδίκησε λιγότερο πόνο ή και μια σταθεροποίηση των απωλειών του. Αλλά δεν μας έκανε τη χάρη να φανερωθεί εκδικητής και τροπαιοφόρος, ούτε έδειξε να θέλει ν’ αλλάξει το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα.
Ο λαός ξεδίπλωσε παράπονα, φόβους και μίση. Η κρίση, όμως, τον έκανε πολύ δύσπιστο στα «όνειρα». Είδαμε έτσι την επικράτεια ενός κόσμου διαιρεμένου σε περισσότερα πάθη και συμφέροντα απ’ όσο πριν από πέντε και δέκα χρόνια. Ο λαός δεν έγινε το ένα Μεγάλο Πράγμα, η σφιχτή γροθιά απέναντι στους εχθρούς του.
Διότι, από μια άποψη, αυτός ο συγκεκριμένος λαός είχε πίσω του δεκαετίες κοινωνικής ειρήνης και σχετικής ευημερίας. Δεν θέλησε έτσι να ξαναγίνει διαμελισμένο σώμα σε έναν επινοημένο εμφύλιο, ούτε να ξεθάψει λάβαρα. Η μίμηση του πολέμου, η ρητορική της μάχης, οι μεγάλες κουβέντες, ναι. Όχι όμως το πέρασμα στην πράξη, ούτε η αποδοχή της ρήξης με τον σύγχρονο κόσμο.
Και τώρα; Ο λαός συνηθίζει να απογοητεύει τους ριζοσπάστες γιατί είναι πολύ φιλήσυχος για τα ανατρεπτικά όνειρα. Την ίδια στιγμή, η ψευδοαποθέωση της αδούλωτης ελληνικής ψυχής για κάποια χρόνια γέννησε αντιδράσεις σ’ όσους ασφυκτιούν με τις σαθρές πλευρές της εθνικής ιδεολογίας.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι έτσι το εκκρεμές ανάμεσα σε μυθοποιήσεις και κατεδαφίσεις του λαού. Το πέρασμα από την αγανάκτηση εναντίον των ελίτ σε μια άσφαιρη δυσαρέσκεια που ψάχνει απλώς να ξεσπάσει. Μοιάζουν με φαντάσματα που όποτε επιστρέφουν στη σκηνή, η σκέψη μας γίνεται πιο φτωχή και η τέχνη μας μάσκα ενός φανατισμού.
Τα φαντάσματα, φυσικά, δεν θα φύγουν ποτέ απ’ τη σκηνή της Ιστορίας. Δεν υπάρχει, όμως, κανένας λόγος να συνεχίσουμε είτε κολακεύοντας είτε βρίζοντας τον λαό σαν πιστοί μιας θρησκείας που έχασε τη λάμψη της.
Οι πιστοί και οι αποστάτες μιας θρησκείας αναπαράγουν έναν ζήλο που βγάζει λάθος απαντήσεις σε πραγματικά ερωτήματα. Και μάλλον ο λαός είναι αίνιγμα και ερώτηση. Όχι απάντηση.
Α.Π.