Συνεχίζονται οι καταθέσεις μαρτύρων για τη δολοφονία της 89χρονης στο Μοναστήρι

Συνεχίζονται οι καταθέσεις μαρτύρων για τη δολοφονία της 89χρονης στο Μοναστήρι

Διεκόπή για τις 5 Νοεμβρίου η Δίκη του 32χρονου Αλβανού

Με τις καταθέσεις μαρτύρων συνεχίσθηκε χθες στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καλαμάτας η δίκη ενός 32χρονου Αλβανού που κατηγορείται ως ο τρίτος δράστης της δολοφονίας 89χρονης στο χωριό Μοναστήρι Αετού το Φεβρουάριο του 2008.
Για τη ληστεία της υπερήλικης και την άγρια δολοφονία της έχει δικασθεί ερήμην ένας ανήλικος σε 28 χρόνια κάθειρξης, ενώ ένας 25χρονος Αλβανός πέρυσι αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών.
Ο 32χρονος, που δικάζεται τώρα, συνελήφθη την άνοιξη με ένταλμα που είχε εκδοθεί σε βάρος του και έκτοτε κρατείται, ενώ επίσης αρνείται τις κατηγορίες.
Και οι τρεις Αλβανοί που έχουν κατηγορηθεί ως δράστες διέμεναν εκείνη την περίοδο στο Κοπανάκι και αμέσως μετά την αποκάλυψη του εγκλήματος εγκατέλειψαν την περιοχή.
Χθες κατέθεσαν ο αστυνομικός από το Κοπανάκι που βρήκε το άψυχο σώμα της 89χρονης, ο πατέρας του κατηγορουμένου και ιδιοκτήτης καφενείου από το Κοπανάκι.
Η δίκη διεκόπη για να συνεχισθεί στις 5 Νοεμβρίου, ενώ χθες υπήρξαν και στιγμές έντασης μεταξύ συγγενών της 89χρονης και του συνηγόρου υπεράσπισης του κατηγορουμένου, Αντώνη Κατσά.

Είχε φύγει
Τη νύχτα στις 27 προς 28 Φεβρουαρίου 2008 τρεις δράστες μπήκαν στο διώροφο σπίτι που διέμενε η άτυχη 89χρονη, σπάζοντας παράθυρο στον πρώτο όροφο. Μπήκαν στην κρεβατοκάμαρά της, την ακινητοποίησαν και άρχισαν να τη χτυπούν για να τους πει πού έχει τα χρήματα. Τη χτύπησαν με βιαιότητα και σκληρότητα στο πρόσωπο, το θώρακα και τα πλευρά και την έδεσαν χειροπόδαρα με ύφασμα και μια δαντέλα.
Στη συνέχεια την πέταξαν στο πάτωμα και για να μη γίνουν αντιληπτές οι φωνές της από γείτονες, της έφραξαν το στόμα με ύφασμα, της το έκλεισαν με ένα κασκόλ και έριξαν πάνω της ρούχα, κουβέρτες και σεντόνια, με αποτέλεσμα η άτυχη γυναίκα ύστερα από λίγη ώρα να πεθάνει.
Αστυνομικός του Τμήματος Κοπανακίου ανέφερε ότι ειδοποιήθηκε από το γιο της και πηγαίνοντας στο σπίτι της 89χρονης, είδε την πόρτα διαλυμένη, ενώ το σπίτι μέσα ήταν άνω-κάτω.
Ανακάλυψε την άτυχη γυναίκα, όταν η πόρτα του υπνοδωματίου της δεν άνοιγε, κάτω από πολλά ρούχα και κουβέρτες. Ήταν χτυπημένη και είχε αίματα. Φορούσε πιτζάμες, ήταν δεμένη χειροπόδαρα με δαντέλες και φιμωμένη με πανιά και κασκόλ. Μάλιστα, βρήκε κομμένα τα καλώδια του τηλεφώνου στο σαλόνι και το υπνοδωμάτιο, ενώ τα φώτα και η τηλεόραση ήταν ανοικτά.
Ο αστυνομικός κατέθεσε ότι εκείνες τις ημέρες έγιναν πολλές προσαγωγές υπόπτων, ανάμεσά τους και ο 32χρονος κατηγορούμενος και ο πατέρας του, αλλά δεν προέκυψαν στοιχεία και αφέθηκαν ελεύθεροι. Μάλιστα, πάνω του είχαν βρεθεί 3.000 ευρώ, ποσό το οποίο είχε ισχυρισθεί ότι είχε λάβει από τον εργοδότη του.
Τις επόμενες ημέρες, όμως, που αναζήτησαν εκ νέου τον 32χρονο έμαθαν ότι είχε φύγει από το Κοπανάκι και οι συγγενείς του είπαν ότι έφυγε ξαφνικά και δεν απαντά στο κινητό του.
Ο αστυνομικός είπε ακόμα ότι έπειτα από άρση τηλεφωνικού απορρήτου διαπιστώθηκε ότι οι τρεις συγκεκριμένοι Αλβανοί βρίσκονταν στην Αθήνα, επικοινωνούσαν μεταξύ τους, αλλά λίγες ημέρες μετά τα κινητά όλων απενεργοποιήθηκαν χωρίς να εκπέμψουν ποτέ.

Καταθέσεις
Ο πατέρας του κατηγορουμένου κατέθεσε πως ήρθε στην Ελλάδα το 1993 και ο γιος του το 1997, σε ηλικία 9 ετών. Τελείωσε το σχολείο και μετά δούλευε, ενώ βοηθούσε και τον ίδιο.
Είπε πως γνώριζε την 89χρονη, αλλά ούτε αυτός ούτε ο γιος της είχαν μπει στο σπίτι της, ενώ ισχυρίσθηκε πως το βράδυ που έγινε η δολοφονία ο γιος του ήταν στο σπίτι τους. Ανέφερε, επίσης, ότι το επόμενο βράδυ πήγε στο στάβλο που διατηρούσε. Εκεί τα αγριογούρουνα που είχε είχαν σκοτώσει 20 αρνιά και τσακώθηκε άσχημα με το γιο του, γιατί είχε καθυστερήσει να πάει. Μάλιστα, υποστήριξε πως τον χτύπησε στο πρόσωπο, κάνοντάς του σημάδι. Ύστερα από αυτό το περιστατικό είπε ότι ο γιος του μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε από το Κοπανάκι, ενώ από τότε δεν τον ξαναείδε ούτε μίλησαν. Παραδέχθηκε, επίσης, ότι εκείνη την περίοδο ο γιος του είχε πρόβλημα με την άδεια διαμονής, ενώ επειδή μετά τη δολοφονία η περιοχή γέμισε αστυνομικούς, όλοι οι αλλοδαποί που ήταν παράνομοι έφυγαν.
Δήλωσε πεπεισμένος ότι ο γιος του δεν έχει καμία σχέση με τη δολοφονία και αρνήθηκε πως σε συμπληρωματική του κατάθεση στην Αστυνομία είχε πει ότι έφυγε από την περιοχή γιατί κάτι είχε κάνει.
Δέχθηκε απανωτές ερωτήσεις από την Έδρα και τους δικηγόρους, ενώ ο εισαγγελέας τού επισήμανε ότι κάποια γεγονότα τα παρουσιάζει πολύ μπερδεμένα όλα αυτά τα χρόνια.
Η χθεσινή ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε με την κατάθεση ιδιοκτήτη καφενείου, ο οποίος υποστήριξε ότι ο κατηγορούμενος πήγαινε κάθε ημέρα στο μαγαζί του, ενώ έπαιζαν και μαζί ποδόσφαιρο σε ομάδα της περιοχής.
Όπως παρατήρησε, δεν είχε δώσει ποτέ αφορμή, εκείνη την περίοδο έψαχνε να πάει σε άλλη περιοχή για δουλειά, ενώ του είχε πει ότι είχε προβλήματα με τον πατέρα του. Ωστόσο, δεν μπόρεσε να θυμηθεί με ακρίβεια πότε ήταν η τελευταία φορά που τον είδε στο χωριό, πότε έφυγε και ποια μέρα τον είχε ρωτήσει για τα δρομολόγια του ΚΤΕΛ.

της Βίκυς Βετουλάκη