Ένας ενδιαφέρον διάλογος υπήρξε στην προχθεσινή συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου Καλαμάτας, μεταξύ της αντιπροέδρου του Σώματος Μαρίας Βεργινάδη και του προέδρου της «Φάρις» Θανάση Ηλιόπουλου.
Παίρνοντας πρώτη το λόγο η δημοτική σύμβουλος και σαν επακόλουθο των όσων μαξιμαλιστικών απόψεων για διεκδικήσεις ακούστηκαν στην αίθουσα είπε: «Η κριτική για να μπορεί να σταθεί, πρέπει να έχει και μια λογική. Εξάλλου, δεν μπορούμε να συγκρίνουμε τη σημερινή κυβέρνηση, με το ζόφο των προηγούμενων 40 χρόνων», αναφέροντας και μια σειρά από σκάνδαλα που απασχόλησαν την πολιτική ζωή του τόπου τις τελευταίες δεκαετίες.
Παίρνοντας την πάσα, ο δημοτικός σύμβουλος με μια δόση οίησης στην έκφρασή του ανταπάντησε: «Η καλή συνάδελφος προσπαθεί να αγιοποιήσει την Αριστερά. Ξεχνάει, όμως, τις προεκλογικές και μετεκλογικές υποσχέσεις του κόμματός της. Ξεχνάει το τρίτο μνημόνιο και πολλά άλλα. Η Αριστερά δεν είναι αγία…».
Παρεμβαίνοντας στον ενδιαφέροντα διάλογο, απευθύνομαι μόνο στη Μαρία Βεργινάδη, αν θέλετε και για ιδεολογικούς λόγους.
Το άλλοθι κάθε κυβέρνησης είναι η προηγούμενή της, οι προκάτοχές της γενικότερα. Ελάχιστες φορές υπήρξε εναλλαγή στην εξουσία δίχως ν’ ακούσουμε τους νεοορκιζόμενους να ψέλνουν το τροπάριο περί «καμένης γης». Ένα κλισέ τόσο καμένο από τη χρήση, ώστε να μη γίνεται πιστευτό ακόμα κι όταν αληθεύει απολύτως.
Και η μαύρη αλήθεια είναι ότι δεν φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, χρεοκοπημένοι και επιτηρούμενοι, εξαρτημένοι από τις ορέξεις των δανειστών, επειδή όλα δούλευαν ρολόι τα περασμένα χρόνια, επειδή υπήρχε αξιοκρατία, επειδή οι τράπεζες έδιναν δάνεια (σε άτομα, κόμματα ή μέσα) απαιτώντας υλικές εγγυήσεις και όχι «αέρα», επειδή η «διαπλοκή» δεν υπήρχε, επειδή η Παιδεία και η Υγεία έσφυζαν από ζωή, κ.ο.κ. δεν μπορεί να ισχύει. Τέτοια κρίση θα ’χει και τους γεννήτορές της. Όπως έχει και τους ωφελημένους της.
Όσο καμένη γη κι αν παραδίδουν όμως οι εκάστοτε απερχόμενοι στους διαδόχους τους, το άλλοθι αυτό έχει ημερομηνία λήξεως. Κάποια στιγμή μπαγιατεύει. Το αυτοαπαλλακτικό «οι πρώην έκαναν τα ίδια και χειρότερα» (στη φορολογία, στoυς ψεκασμούς με χημικά, στον κομματισμό, στον νεποτισμό…) παύει να ηχεί πειστικό. Χειρότερα, ηχεί παρελκυστικό, σαν σκέτη πρόφαση. Κι αυτό επειδή σου ανατέθηκε να κυβερνήσεις, όχι να συνεχίσεις να αντιπολιτεύεσαι την προηγούμενη κυβέρνηση. Ή μάλλον, σου ανατέθηκε να την αντιπολιτευτείς με τα έργα σου, με την καθημερινή σου στάση και πράξη. Όχι με την ξεθυμασμένη πια ρητορική σου.
Προδίδει, λοιπόν, πολιτική αμηχανία η κατάχρηση του ακυρωμένου άλλοθι. Αποκαλύπτει ατολμία, ανοργανωσιά, αδυναμία να αναμετρηθείς με τα προβλήματα, για την αντιμετώπιση των οποίων σε εξουσιοδότησαν οι πολίτες με την ψήφο τους. Και σου έδωσαν την εντολή αυτή και το συναφές δικαίωμα όχι τόσο επειδή δελεάστηκαν από τις υποσχέσεις σου όσο επειδή, απαυδισμένοι, αποφάσισαν να τιμωρήσουν τους προηγούμενους εκλεκτούς τους. Που τους δοκίμασαν και τους ξαναδοκίμασαν μα προκοπή δεν είδαν.
Το πράγμα, όμως, ισχύει και αντιστρόφως: Το άλλοθι κάθε αντιπολίτευσης, ιδίως της μείζονος, είναι η κυβέρνηση. Το άλλοθι του μηδενιστικού αρνητισμού της, του λαϊκισμού της, της αποστροφής προς την ευθύνη. Βαριά ενοχλημένοι όσοι βρίσκονται εκτός εξουσίας, περνούν γρήγορα το ανάθεμα του λαού, και, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, αρχίζουν πάλι να τον κολακεύουν. Και υιοθετούν ασμένως ό,τι δριμύτατα κατήγγελλαν όταν κυβερνούσαν, τον συντεχνιασμό λ.χ. και τον κομματισμένο συνδικαλισμό. Ένα μόνο σημαίνει αυτό: πως, αν κι όταν ξανάρθουν, πάλι οι ίδιοι θα είναι, εκ προοιμίου φθαρμένοι. Η αυτοκριτική τους άλλωστε εξαντλείται στο γενναίο «ε, τι τα θες, κάναμε και κάποια λάθη».
Του Αντώνη Πετρόγιαννη