Θύμησες από «Τα χρόνια εκείνα, τα παλιά» με το Σπύρο Σαμοΐλη

Θύμησες από «Τα χρόνια εκείνα, τα παλιά» με το Σπύρο Σαμοΐλη

Θύμησες αλλοτινών εποχών, από «Τα χρόνια εκείνα, τα παλιά» (της ελιάς, του αμπελιού και του λιναριού τα βάσανα), «ξύπνησαν» το βράδυ της Κυριακής 18 Δεκεμβρίου στην εξαιρετική εκδήλωση που διοργάνωσε ο Μορφωτικός Εκπολιτιστικός Σύλλογος Κυπαρισσίας (Μ.Ε.Σ.Κ.) για την παρουσίαση του νέου, ομότιτλου, μουσικού έργου του συνθέτη Σπύρου Σαμοΐλη, ενώ αντίστοιχη παρουσίαση είχε γίνει και στους Γαργαλιάνους από τον εκεί Πολιτιστικό Σύλλογο!
Στην κατάμεστη αίθουσα της Βιβλιοθήκης του Γυμνασίου Κυπαρισσίας τραγούδησαν και ύμνησαν τον άνθρωπο. Το έργο, όπως και το προηγούμενο που έχει γράψει ο συνθέτης, είναι το «ΑΛΥΚΑΡΑΙΩΝ ΤΡΟΠΑΙΟ», ένα μακρύ τραγούδι – αφιέρωμα στους ανθρώπους της αγροτιάς, στους μόχθους και τα βάσανά τους, για να ’χουν της χρονιάς τη σοδειά, το λάδι, το κρασί, το στάρι, το λινάρι… για να θρέψουν και να σπουδάσουν τα παιδιά τους.
Ο Σπύρος Σαμοΐλης είναι ένας από τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες, του οποίου η φήμη έχει ξεπεράσει τα όρια της Ελλάδας. Εμπνέεται από τους αγώνες και τις αγωνίες των απλών ανθρώπων της υπαίθρου και της βιοπάλης. Μέσα απ’ όλες τις καθημερινές δουλειές της φτωχολογιάς, ο συνθέτης, που έγραψε και τα λόγια του έργου, παρουσιάζει τις πίκρες και τα βάσανα, τις χαρές και τις λύπες, τους έρωτες και τις αγάπες!
«Του λιναριού τα βάσανα και του Χριστού τα πάθη – τ’ αφτί που θέλει μάθηση, ν’ αφουγκραστεί… να μάθει… Του αμπελιού το παίδεμα, θα σας εξιστορήσω – για της ελιάς το μάζεμα, σελίδες θα γεμίσω… Βάσανο ήταν η ζωή… ζωή γιομάτη πίκρες… Μα… είχε και καλές στιγμές, χαρές, μαζί και λύπες. Και ’γώ, γι’ αυτά τα βάσανα, θ’ αρχίσω – τις λύπες… τις χαρές, να τραγουδήσω…».
Καλωσορίζοντας το πολυπληθές κοινό στην εκδήλωση, η πρόεδρος του ΜΕΣΚ, Σόνια Τουρκολιά, σημείωσε: «Κυρίαρχο θέμα στην εκδήλωσή μας είναι ο ανθρώπινος μόχθος στο χέρσο χωράφι, που ο καθένας προσπαθεί να κάνει να βγάλει καρπό. Μόχθος πλεγμένος στον ιστό της καθημερινότητας που στενάζει. Η φωτιά της κούρασης είναι πάντα αναμμένη και οι άνθρωποί της καψαλισμένοι. Έχει, βλέπετε, πάρει μυρωδιά η ζωή τους. Οι καλλιεργητές μετεωρίζονται μεταξύ της προσμονής μιας καλής σοδειάς – αντάξιας του κόπου τους -, της μόνιμης ανάγκης να επιβιώσουν και του φόβου των καιρικών συνθηκών, που ριζώνει αυτοφυής μέσα τους. Γιατί ο μόχθος άλλοτε λειτουργεί ως μαμή της καλής σοδειάς και άλλοτε ως μαμή της έκτρωσης της ελπίδας, αφού τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής. Η ζωή, όμως, πάντα λειτουργεί σαν ράφτης διαπραγματεύσεων, μοιράζοντάς τους ξανά λαχτάρες και πόθους να κρέμονται στην καδένα της ψυχής τους. Όλοι μαζί, λοιπόν, στα πάθη της συγκομιδής, ηλικιωμένοι που έχασαν το χρόνο και νέοι που βλέπουν το μέλλον να δραπετεύει μέσα από τα χέρια τους. Οι άνθρωποι του μόχθου αποδεικνύουν πως η φτώχεια δε βρίσκεται στις τσέπες, αλλά στις καρδιές μας».
Στην εκδήλωση τραγούδησαν ο Κώστας Κτενάς, η Radoslava Stoykova, η Χριστίνα Σιμιόν και ο Θεοδόσης Γκουτσούλας και φυσικά ο ίδιος ο συνθέτης, ενώ αφηγητές ήταν ο Χρήστος Χήναρης και η Κατερίνα Ντρούλια!
Μιλώντας στο «Θ», ο Σπύρος Σαμοΐλης σημείωσε πως «είναι ένα καινούργιο έργο που έχω γράψει τον τελευταίο καιρό και αναφέρεται σε μια πιο παλιά εποχή, πριν από σαράντα – πενήντα χρόνια μέχρι και δύο, δυόμισι χιλιάδες χρόνια προ Χριστού, γιατί όλους αυτούς τους αιώνες, όπως ξέρουμε, η ύπαιθρος αγωνιζόταν για το καθημερινό, για το μεροδούλι που λέμε, φτώχεια, φτωχολογιά, αγωνίες, βάσανα, χαρές, λύπες, έρωτες. Όλα αυτά, που αναφέρονταν περισσότερο στο λάδι, στο κρασί και το λινάρι, που ήταν η καθημερινή φροντίδα του ανθρώπου της αγροτιάς και της υπαίθρου… το ’χα από μικρό παιδί τάμα να κάνω ένα μουσικό έργο γι’ αυτά τα βάσανα! Είναι ένα όμορφο έργο που θυμίζει στους πιο παλιούς όλα αυτά που ήταν η καθημερινή ζωή τους και, ελπίζω, στους νέους, που δυστυχώς στην Ελλάδα εγκαταλείπουμε τον πρωτογενή τομέα, που η γη είναι το Α και το Ω, και αν συνεχίσουμε την εγκατάλειψη θα μας τιμωρήσει η γη, ελπίζω λοιπόν οι νέοι να σεβαστούν όλο αυτό τον κόπο και τη φράση που έλεγαν οι παλιοί: να πεθάνω στο χωράφι, να σπουδάσω τα παιδιά μου, να ξεφύγουνε από τη φτώχεια.
Ελπίζω να σεβαστούμε αυτά και να αρχίσουμε και πάλι να αγαπάμε τη γη και όλα αυτά που μας δίνει».

Του Ηλία Γιαννόπουλου