Ο “Έλληνας γιατρός είναι η ιστορία ενός άντρα που γεννήθηκε το 1874 και πέθανε το 1941 και η ιστορία της Ελλάδας την περίοδο αυτή μέσα από τη ματιά του. Είναι επίσης η ιστορία μιας δικής μου νοσταλγίας: για μια ξεχασμένη γενιά Ελλήνων, μια χαμένη σειρά αξιών, μια παραγνωρισμένη επιδίωξη ιδανικών.
Και για έναν τρόπο γραφής ευθύγραμμο, γρήγορο. Μια αφήγηση. Έτσι όπως γράφονταν παλιά τα μυθιστορήματα με τα οποία μεγάλωσα. Ο ήρωας είναι ένας άντρας που με την αξία και φιλοδοξία του ανέρχεται στην κορυφή του ολοκαίνουργιου αθηναϊκού αστικού ιστού αλλά δεν παύει να παλεύει, πότε νικητής και πότε ηττημένος, με τη συνείδησή του.
Η πορεία του βίου του διασταυρώνεται με τη ζωή διάσημων (όπως ο βασιλιάς Κωνσταντίνος κι ο Βενιζέλος, ο βασιλιάς Αλέξανδρος κι η Ασπασία Μάνου, η Δέλτα, ο Σαραντάρης, ο Παλαμάς), λιγότερο διάσημων (όπως ο Εϊσα Τζένιγκς, ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, η Αννα Μελά-Παπαδοπούλου) και άσημων.
Στο τέλος θα αναμετρηθεί με την πανάρχαια αγωνία τού τι αξίζει ν’ αφήνουν οι άνθρωποι πίσω τους, κι αυτό είναι ίσως και το ερώτημα, από την ανάποδη, που υφαίνεται με την ιστορία μου: Τι αξίζει να κρατάμε στη μνήμη μας απ’ όλα όσα ονομάζουμε «Ιστορία»; Οι απαντήσεις είναι φυσικά τόσο διαφορετικές όσο κι εκείνοι που αναρωτιούνται.
Πρόσφατα η συγγραφέας του βιβλίου έδωσε μια συνέντευξη στη Βένα Γεωργακοπούλου και στην “Εφημερίδα των Συντακτών”, την οποία και αναδημοσιεύουμε:
“Η Καρολίνα Μέρμηγκα μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου δεν μιλούσαν παρά ελάχιστα για τον παππού της. Μόνο τα βασικά, τις πιο εντυπωσιακές ιστορίες από τη ζωή του. Ο γιατρός Κωνσταντίνος Μέρμηγκας (1874-1941) είχε, βέβαια, πεθάνει δεκαέξι ολόκληρα χρόνια πριν γεννηθεί αυτή. Ήταν όμως μια ισχυρή προσωπικότητα με πλούσιο σε εμπειρίες και αναγνώριση βίο, κουράριζε βασιλιάδες και είχε μεταφράσει τον «Φάουστ»!
Υπήρχε, όμως, κι «ένα τζιζ στην ιστορία του», όπως λέει η Καρολίνα Μέρμηγκα. Για ένα φεγγάρι (11 Μαΐου-1 Αυγούστου του 1941) υπήρξε δήμαρχος Αθήνας. Επί γερμανικής κατοχής.
Κι αν δεν είχατε ξανακούσει το όνομά του, δεν πειράζει, ακόμα και η εγγονή του που τον έκλεισε στις σελίδες του απολαυστικού, αλλά και απαιτητικού μυθιστορήματος «Ο Ελληνας γιατρός» (εκδόσεις Μελάνι) ομολογεί ότι αναγκάστηκε να διαβάσει πολλή Ιστορία. Άξιζε τον κόπο. Η γνωστή συγγραφέας και μεταφράστρια κέρδισε ένα λογοτεχνικό και προσωπικό στοίχημα.
• Ορίζετε το βιβλίο ως μυθιστόρημα. Ο «Ελληνας γιατρός» δεν είναι δηλαδή ακριβώς ο παππούς σας;
Είναι μια σύνθεση που βασίζεται στη ζωή ενός πραγματικού προσώπου. Ήθελα, όμως, κάπως να προστατεύσω τον παππού μου. Γι’ αυτό, αν και χρησιμοποίησα σαν καμβά τον χαρακτήρα και τη διαδρομή του, του… άλλαξα τα φώτα. Αυθαιρέτησα, πρόσθεσα στοιχεία, ακόμα και ερωτικές ιστορίες. Δεν θέλω να θεωρηθεί ότι το βιβλίο αυτό είναι η ιστορία του, γιατί απλούστατα δεν είναι.
• Πώς γεννήθηκε μέσα σας η ιδέα;
Ήθελα να γράψω κάτι για το παρελθόν. Η σημερινή κατάσταση με έχει πάρα πολύ φρικάρει. Είδα, λοιπόν, το παρελθόν σαν καταφυγή. Επίσης, τα τελευταία χρόνια έχω αρχίσει να μελετώ Νεότερη Ιστορία, αυτήν που ποτέ δεν διδαχτήκαμε κανονικά στο σχολείο. Είδα ότι έχει τόσο πολύ υλικό για μυθιστόρημα που μπορείς να γράφεις τρεις ζωές.
Απορώ πραγματικά που δεν έχουμε στην Ελλάδα ιστορικό μυθιστόρημα κάποιου επιπέδου, μια Χίλαρι Μαντέλ, ας πούμε, και μη με παρεξηγήσετε. Γιατί έχουμε κόμπλεξ, οποιοσδήποτε καταπιαστεί με την Ιστορία είναι σαν να μπαίνει σε ναρκοπέδιο, κι είναι κρίμα.
• Θα μας πείτε με λίγες κουβέντες την ιστορία του παππού σας;
Ξεκίνησε από τη Μάνη, το χωριό Κάμπος, μεταξύ Καλαμάτας και Καρδαμύλης. Οι γονείς του πρέπει να ήταν μισοεύποροι, αφού μπόρεσαν να τον σπουδάσουν Ιατρική στην Αθήνα. Μπαίνανε τότε σε ηλικία 16 χρόνων. Μετά, κέρδισε μια κρατική υποτροφία και σπούδασε Στρατιωτική Ιατρική στη Γερμανία, εξ ου και η αγάπη του γι’ αυτή τη χώρα, που τελικά του δημιούργησε και θέμα.
Όταν γύρισε στην Ελλάδα πέρασε από επαρχία (Λάρισα κ.α.) και κατέληξε στην Αθήνα, όπου παντρεύτηκε μια πλούσια νύφη με προίκα (η προσωπική του ζωή θα ’λεγα ότι είναι διασκεδαστική), έκανε παιδιά, τον πατέρα μου και μια θεία μου, έχουν πεθάνει πια και οι δύο. Σιγά σιγά μπήκε στην πολιτική.
Στην αρχή πολιτεύθηκε με τον Βενιζέλο, γιατί ήταν η ελπίδα, μετά ήρθε η απογοήτευση. Τότε ανέλαβε να κουράρει τον Κωνσταντίνο τον Α΄ και στη συνέχεια τον Αλέξανδρο. Την περίφημη ιστορία με το δάγκωμα της μαϊμούς την έζησε από κοντά, υπάρχουν και φωτογραφίες.
• Ποιο στοιχείο του παππού σας θεωρείτε ότι είναι ίδιον της εποχής του;
Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν ότι υπήρξε τότε μια γενιά που ξεκίνησε, όπως αυτός, από την επαρχία, χωρίς οικογενειακά εφόδια, χωρίς τίποτα. Κι όμως, πήγαν στο εξωτερικό και διέπρεψαν, ως γιατροί, γλύπτες και ζωγράφοι.
Ήταν μια γενιά που έκανε κάτι διασκελισμούς που εμείς ούτε τους διανοούμαστε. Επίσης, κάτι που πολύ με συγκινεί είναι ότι αν και δεν σταμάτησε ποτέ να είναι ένας διάσημος χειρουργός, παράλληλα έγραφε, ενώ είναι ο πρώτος που μετέφρασε στα ελληνικά ολόκληρο τον Φάουστ, με ομοιοκαταληξία. Είχε μια ολόκληρη βιβλιοθήκη μόνο με Γκέτε – κανονική εμμονή μαζί του. Προσωπικά, δεν μου λέει τίποτα ο Φάουστ, αλλά αντιλαμβάνομαι ότι τότε ήταν η Βίβλος.
• Και η συνεργασία του με τους Γερμανούς;
Αποφάσισε να γίνει δήμαρχος Αθήνας για να βοηθήσει. Έμεινε τρεις μήνες, μέχρι που του ζήτησαν μια λίστα με ομήρους. Έγραψε το όνομά του δέκα φορές και παραιτήθηκε.
Πέθανε με αστείο θα ’λεγα τρόπο, τον ίδιο περίπου με τον βασιλιά Αλέξανδρο. Χτύπησε μπαίνοντας στο τραμ, έπαθε μόλυνση και μετά σηψαιμία γιατί αρνήθηκε να πάρει σουλφοναμίδες. Τις φοβόταν, ήταν ακόμα κάτι καινούργιο. Ήταν και πείσμων ως Μανιάτης.
• Το μυθιστόρημα κάθε άλλο παρά παραμελεί τα ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα. Συναντάμε τον Βενιζέλο, τους βασιλιάδες, πηγαίνουμε στη Σμύρνη.
Κάθε τόσο σκάλωνα σε γεγονότα (π.χ. τη Μικρασιατική Καταστροφή, γιατί είχε πάει και στη Σμύρνη) ή πρόσωπα (π.χ. την Πηνελόπη Δέλτα ή την Άννα Μελά-Παπαδοπούλου, που έμεινε γνωστή ως Μάνα του Στρατιώτου) και μου ήταν αδύνατον να μη γράψω γι’ αυτά.
Ξεκίνησα να τιμήσω έναν άνθρωπο και δεν χόρταινα να τιμώ κι άλλους πολλούς. Όποιος διαβάσει το βιβλίο θα το καταλάβει αμέσως – είναι σαν να σταματάω και να παίρνω μια ανάσα. Το γέμισα και με υποσημειώσεις, ίσως είναι λίγο υπερβολικό. Γενικά, θα ’λεγα, ότι είναι ένα βιβλίο αργής ανάγνωσης, δεν μπορεί να διαβαστεί στα πεταχτά -είναι το κακό του και το καλό του. Και είναι και λίγο μεγάλο, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά, παρ’ όλο που μου αρέσει η μικρή φόρμα.
• Νιώθατε όσο προχωρούσατε ότι ίσως κάτι θα διδαχθεί ο αναγνώστης;
Ούτε θέλω ούτε είμαι σε θέση να διδάξω. Όταν σε απορροφά ένα μυθιστορηματικό υλικό δεν μπαίνει τέτοιο θέμα, το αντίθετο. Το μόνο που θα ’λεγα είναι ότι άρχισαν να με ενδιαφέρουν τα ελάχιστα κοινά σημεία με τη σημερινή Ελλάδα.
Η πάστα των ανθρώπων μοιάζει να ήταν πιο ανθεκτική τότε. Παραδείγματος χάρη, δεν δίνω στην Εκτέλεση των Έξι τόση έμφαση επειδή τους συμπαθώ, αλλά επειδή, αν και ιστορικά αθώοι, έμειναν και εκτελέστηκαν, ενώ θα μπορούσαν πολύ άνετα να φύγουν.
Της Καρολίνας Μέρμηγκα