Να σπάσουν τα ισόβια που τους είχαν επιβληθεί πρωτόδικα κατάφεραν χθες οι δύο νεαροί τσιγγάνοι, 25 και 23 ετών, για το θάνατο μιας 78χρονης στη Μεσσήνη, η οποία υπέκυψε στα τραύματά της, όταν της άρπαξαν την τσάντα και την πέταξαν από τα σκαλιά του σπιτιού της.
Χθες το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Καλαμάτας τούς αναγνώρισε το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας και μείωσε την ποινή τους σε κάθειρξη 14 ετών έκαστος. Μάλιστα, στον 23χρονο τσιγγάνο αναγνώρισε και το ελαφρυντικό της μεταμέλειας, καθώς αυτή τη φορά ομολόγησε την πράξη του και εμφανίστηκε μετανιωμένος, ενώ στο πρώτο δικαστήριο μόνο ο 25χρονος είχε πει την αλήθεια.
Από το τηλέφωνο
Η Αστυνομία ειδοποιήθηκε στις 4 Μαρτίου του 2013 από κατοίκους που βρήκαν σε δρόμο της Μεσσήνης μια ηλικιωμένη γυναίκα πεσμένη ανάμεσα στο πεζοδρόμιο και τα αυτοκίνητα να καλεί σε βοήθεια. Μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο, η άτυχη γυναίκα είπε στον αστυνομικό πως την ώρα που είχε ανέβει τα σκαλιά και πήγαινε να ξεκλειδώσει την πόρτα της, δύο νεαροί τής τράβηξαν την τσάντα και έπεσε. Ο αστυνομικός σημείωσε πως τα πρώτα στοιχεία που είχαν έδειχναν πως πρόκειται για τσιγγάνους. Μάλιστα, κάμερα καταστήματος σε απόσταση 200 μέτρων από το σημείο είχε καταγράψει δύο άτομα να φεύγουν τρέχοντας.
Στην τσάντα η 78χρονη είχε το κινητό της και έπειτα από άρση τηλεφωνικού απορρήτου, αποδείχτηκε ότι 1,5 ώρα μετά το περιστατικό ενεργοποιήθηκε τηλεφωνικός αριθμός στο όνομα του αδελφού του 25χρονου.
Στην Αστυνομία έγινε και τηλεφωνική καταγγελία πως οι δύο συγκεκριμένοι τσιγγάνοι ήταν οι δράστες της ληστείας της ηλικιωμένης. Αρχικά οι αστυνομικοί συνέλαβαν τον 25χρονο, ο οποίος παραδέχθηκε ότι ήταν μαζί, αλλά ότι ο 23χρονος άρπαξε την τσάντα.
Υπέκυψε
Ο γιος της 78χρονης περιέγραψε τη μητέρα του ως έναν υγιή άνθρωπο χωρίς προβλήματα υγείας. Όταν τον ειδοποίησαν, είπε πως αντίκρισε στο δρόμο ένα φρικτό θέαμα, καθώς από την πτώση είχε σπάσει τη λεκάνη, τα πλευρά, τα οποία είχαν τρυπήσει τον πνεύμονα, και είχε χτυπήσει στο κεφάλι.
Του είπε ότι ήταν «δύο τσιγγανάκια» και πως θα τα αναγνώριζε αν τα έβλεπε. Μετά το πέσιμο είχε μείνει λιπόθυμη στο δρόμο και την αντιλήφθηκε γειτόνισσα που άκουσε τις προσπάθειές της να ζητήσει βοήθεια, όταν συνήλθε.
Ο γιος της κατέθεσε ότι δύο ημέρες μετά το συμβάν η κατάστασή της επιδεινώθηκε. Διακομίσθηκε σε εντατική μονάδα στο Σωτηρία, αλλά 2,5 μήνες, έπειτα από μεγάλη ταλαιπωρία, κατέληξε από τα τραύματά της.
Κατά τις απολογίες τους, ο 25χρονος είπε ότι εκείνο το απόγευμα είχε πάει βόλτα στην πλατεία και συνάντησε τον 23χρονο. Πήραν καφέδες και έκαναν βόλτες μιλώντας. Ο 23χρονος του είπε ότι έχει προβλήματα με τον πατέρα του και δεν του δίνει λεφτά. Την ώρα, όμως, που έφευγαν είδαν τη γυναίκα που ερχόταν. Τότε, κατέθεσε πως ο φίλος του κάτι έπαθε και του είπε να πάνε να της πάρουν την τσάντα. Πριν προλάβει όμως να αντιδράσει, ο 23χρονος άρχισε να τρέχει προς την 78χρονη. Στη συνέχεια, είπε ότι έψαξαν την τσάντα της γυναίκας, βρήκαν το κινητό και ζήτησε από τον 23χρονο να το πάρει αυτός, όπως και έγινε.
Ζήτησε και πάλι συγγνώμη, όπως είχε κάνει και πρωτόδικα.
Αυτή τη φορά ο 23χρονος, σε αντίθεση με τη αρνητική στάση που είχε κρατήσει στο πρώτο δικαστήριο, ομολόγησε την πράξη του και παραδέχθηκε πως όσα λέει ο συγκατηγορούμενός του είναι αλήθεια. Είπε πως έχει μετανιώσει πικρά και πως όταν έμαθε ότι η γυναίκα πέθανε, ήθελε να πάει στην Αστυνομία να τα πει όλα, αλλά φοβήθηκε.
«Κάθε βράδυ κάθομαι στη φυλακή και αναρωτιέμαι τι έκανα. Αν με σκοτώσουν οι δικοί της άνθρωποι, θα έχουν δίκιο», είπε στο δικαστήριο και έδειξε ένα σημάδι στο χέρι, το οποίο απέκτησε όταν τραβούσε την τσάντα της άτυχης γυναίκας, λέγοντας ότι έμεινε για να του θυμίζει σε όλη του τη ζωή τι έκανε.
Της Βίκυς Βετουλάκη