Επιμελήτρια Ανηλίκων: «Πίσω από κάθε σοβαρή υπόθεση παραβατικότητας υπάρχει μια οικογένεια σε κρίση»

Επιμελήτρια Ανηλίκων: «Πίσω από κάθε σοβαρή υπόθεση παραβατικότητας υπάρχει μια οικογένεια σε κρίση»

«Το πρόβλημα με τις κλοπές των ανηλίκων είναι ότι αρχίζουμε να ασχολούμαστε μαζί τους μετά την κλοπή, δηλ. από το τέλος». Με αυτή την επισήμανση ξεκίνησε την κουβέντα μας η επιμελήτρια ανηλίκων Αγγελική Ρουμελιώτου – Πούπουζα, με αφορμή περιστατικά κλοπών από ανηλίκους που καταγράφηκαν το τελευταίο χρονικό διάστημα, αλλά και των αποκαλυπτικών στοιχείων της Αστυνομίας για τη Μεσσηνία, που δημοσιεύουμε σήμερα.
 
Κραυγή αυτοθυματοποίησης
Όπως και η ίδια επισήμανε από την αρχή, το πρόβλημα είναι ότι αρχίζουμε να ασχολούμαστε με τους ανήλικους μετά την κλοπή.
«Η ζημιά όμως έχει ήδη γίνει και έχει εσωτερικευθεί από το παιδί,  οπότε απαιτείται περισσότερο χρονοβόρα διαδικασία για να αντιστρέψουμε τη ροή -αν μπορέσουμε να την αντιστρέψουμε-,   και να δημιουργήσουμε μια κανονικότητα. 
Ωστόσο, αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι η παραβατικότητα ή η προ-παραβατικότητα, είναι έκφανση μιας γενικότερης πολυπροβληματικής κατάστασης και ενίοτε ένα σύμπτωμα ή μια ασυνείδητη κραυγή αυτοθυματοποίησης του παιδιού. Το παιδί δηλαδή αναλαμβάνει να βγάλει προς τα έξω όσα συμβαίνουν πίσω από τα κλειστά παράθυρα του στενού του περιβάλλοντος.
Σε αρκετές από αυτές τις περιπτώσεις, όταν παρεμβαίνουν –όσο ακόμη προλαβαίνουν- οι υπηρεσίες, και δημιουργείται μια πλαισίωση του παιδιού, με συνεδρίες, με συμβουλευτική οικογένειας, με συνεργασία σχολείου, με εξασφάλιση προγραμμάτων κοινωνικοποίησης, με νέα «σημαντικά» πρόσωπα που εισέρχονται στη ζωή του ως πρότυπα ταύτισης,  τότε δημιουργείται ένα ελπιδοφόρο μέλλον. Αυτό διαπιστώθηκε και από την υπηρεσία μας,  καθώς είδαμε ότι από τους δεκάδες ανηλίκους που εισήχθησαν στις υπηρεσίες του δικαστηρίου, είτε σε επίπεδο αντιμετώπισης, είτε σε επίπεδο πρόληψης, είχαμε ελάχιστες υποτροπές μετά την δημιουργική παρέμβαση υπηρεσιών  και τη συνεργασία του σχολείου.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι όταν τα παιδιά και η οικογένεια, κατ΄ επέκταση, πλαισιωθούν εγκαίρως, σπάνια εμπλέκονται εκ νέου» πρόσθεσε.
 
Οικογένεια σε κρίση
Ποιος είναι όμως ο ρόλος της οικογένειας σε αυτό το «σύμπτωμα» του ανήλικου; Η κα Ρουμελιώτου επισήμανε ότι μια σοβαρή διαπίστωσή, στην Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων, είναι ότι, πίσω από κάθε σοβαρή υπόθεση υπάρχει και μια οικογένεια σε κρίση και συνέχισε:
«Η κρίση αυτή μπορεί να έχει πολλές εκφάνσεις, η συχνότερη είναι το διαταραγμένο κλίμα ενδοοικογενειακής επικοινωνίας και η γονική σύγκρουση. Αυτό αποτελεί από μόνο του ένα τεράστιο ζήτημα,  αφού το παιδί, μη έχοντας στέρεο έδαφος για να καλύψει τις αναπτυξιακές του ανάγκες, οδηγείται είτε σε στρέβλωση του αξιακού του κώδικα, είτε σε προτυποποίηση εξωτερικών ακατάλληλων προσώπων (γιατί αυτά είναι διαθέσιμα), είτε και σε ακραίες συμπεριφορές για να πετύχει την ενδοψυχική του αποφόρτιση. Αν οι γονείς αντιληφθούν εγκαίρως τον κίνδυνο, τότε μπορούν να κάνουν επανορθωτικές κινήσεις. Αν, όμως, έχουν παρασυρθεί στη δίνη μιας συγκρουσιακής καθημερινότητας και δεν μπορούν να την υπερβούν, για να δουν τι συμβαίνει στο παιδί, τότε η πρόγνωση είναι αρκετά αρνητική.
Επίσης, ένα άλλο κεφάλαιο που μας απασχολεί στην παραβατικότητα των ανηλίκων είναι ο αξιακός κώδικας της οικογένειας. Το μοτίβο δηλαδή που σκιαγραφεί τους άγραφους κανόνες συμπεριφορών, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Αν το παιδί μεγαλώνει σ’ ένα παραβατικό πλαίσιο, έστω και άτυπο, τότε θα το εσωτερικεύσει ως «φυσιολογικό»  και θα κληθεί να το επαναλάβει σε κάθε μορφή συλλογικότητας, όπως το σχολείο, η γειτονιά κλπ. Αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό με τα παιδιά που είναι θύματα ή παρατηρητές σκηνών βίας στην οικογένεια, τα οποία επαναλαμβάνουν αυτή τη βία  στους συμμαθητές τους, στις οικογένειες που δημιουργούν τα ίδια, στους ηλικιωμένους γονείς τους.
Άρα, λοιπόν, η παρέμβαση των υπηρεσιών πρέπει να είναι έγκαιρη και να απευθύνεται κυρίως στοχευμένα σε περιβάλλοντα υψηλού κινδύνου. Να προλαβαίνουμε δηλαδή.
Το πώς θα γίνει αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα που απαιτεί ως ομοτράπεζους όλους τους κοινωνικούς φορείς, τους δήμους, τα σχολεία, τις υπηρεσίες κοκ. Ο καθένας έχει ένα ρόλο σε όλο αυτό.
Από τους δήμους, για παράδειγμα, περιμένουμε κάποια στιγμή να δημιουργήσουν τις Oμάδες Προστασίας Ανηλίκων όπως προβλέπονται από τον Νόμο 3961/2011 Ωστόσο, ελάχιστοι τις έθεσαν σε εφαρμογή. Όπως και τα συμβούλια πρόληψης παραβατικότητας (Νόμος 3463/2006), επίσης στο μεγαλύτερο ποσοστό τους δεν λειτούργησαν εν τοις πράγμασι.
Αν μπορούσαμε όμως να μετρήσουμε το ποιοτικό όφελος πρόληψης, και εν τέλει την εξοικονόμηση πόρων, ποσοτικών και ποιοτικών, με την έγκαιρη παρέμβαση, τότε όλοι οι δήμοι θα είχαν δημιουργήσει τα προαναφερόμενα συμβούλια και θα τα υποστήριζαν με κάθε τρόπο στη λειτουργία τους. Σημειωτέον δε,  ότι η λειτουργία αυτών των συμβουλίων δεν προκαλεί δαπάνη αφού βασίζεται σε άμισθες συμμετοχές επαγγελματιών που επιθυμούν να δηλώσουν παρόντες.
Οι τοπικές αυτοδιοικήσεις βέβαια θα πρέπει να ενισχύσουν κάποια στιγμή και τις κοινωνικές υπηρεσίες τους. Εδώ και δύο δεκαετίες μιλάμε για την σημαντικότητα των επιτόπιων παρεμβάσεων, της ανάπτυξης προγραμμάτων πρόληψης, της συμβουλευτικής, της κοινοτικής ανάπτυξης σε ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες. Εντούτοις, υπάρχουν δήμοι που δεν απασχολούν  καν κοινωνικούς λειτουργούς ή έχουν ένα-δύο με σύμβαση για άλλα καθήκοντα, όπως το «Βοήθεια στο σπίτι» και περιμένουν από αυτόν ή από αυτούς  να εκτελέσουν και όλο το πρόγραμμα κοινωνικών ερευνών, πρόληψης και παρέμβασης. Υπάρχουν δήμοι που βρίσκονται στα όρια της κοινωνικής αποδιοργάνωσης, της απαξίωσής τους λόγω των σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων και εν τέλει της εγκατάλειψής τους από τους νέους και όμως δεν έχουν καταστρώσει ολοκληρωμένο σχέδιο κοινωνικής πολιτικής με άξονα την τοπική και κοινοτική ανάπτυξη. 
Άρα λοιπόν,  χρειαζόμαστε οργανωμένες κοινωνικές υπηρεσίες που θα λειτουργούν με σχεδιασμό, προγραμματισμό, αξιολόγηση, εποπτεία και κυρίως με εφαρμογή σύγχρονων μεθόδων και εποπτικών εργαλείων».
 
«Μην κάνετε ότι δε βλέπετε»
Ένα από τα βασικά προβλήματα είναι η υποστελέχωση των κοινωνικών δομών, οι οποίες δυστυχώς τρέχουν να προλάβουν με ελάχιστο έως καθόλου προσωπικό.
«Πρέπει να φτιάξουμε μια κοινή γλώσσα παρέμβασης, πρέπει να συνεργαζόμαστε, να μάθουμε να δηλώνουμε παρόντες, να ζητάμε εργαλεία και επιμόρφωση, να τολμάμε εν τέλει. Βέβαια, χρειαζόμαστε στελέχη για να το κάνουμε αυτό. Και με τον αποδεκατισμό των υπηρεσιών, λόγω μαζικών αποχωρήσεων με τις συνταξιοδοτήσεις, δημιουργήθηκαν τεράστια κενά που δεν καλύφθηκαν ποτέ. Οι εναπομείναντες υπάλληλοι πλησιάζουν διαρκώς το burn out  αφού καλούνται να δουλέψουν με πολλαπλάσια (μη διαχειρίσιμα αριθμητικά) περιστατικά χωρίς να έχουν κανένα σχεδόν κίνητρο επιμόρφωσης, εξέλιξης αλλά και καμιά ανατροφοδότηση και εποπτεία, εργαλεία που είναι απαραίτητα», σημείωσε η κα Ρουμελιώτου.
Σε ό,τι αφορά για το πώς αντιμετωπίζει η κοινωνία και ο «διπλανός» την παραβατικότητα των ανηλίκων, η Επιμελήτρια Ανηλίκων παρατήρησε:
«Υπάρχει η τάση να μην κατονομάζονται  παραβατικότητες ανηλίκων. Βλέπουμε να εξελίσσονται συμβάντα και προτιμούμε «να κάνουμε ότι δεν βλέπουμε», να μην μιλήσουμε, είτε λόγω φόβου «μην μπερδευτώ» είτε γιατί νομίζουμε ότι με τη σιωπή μας προστατεύουμε καλύτερα το παιδί από ένα στιγματισμό. Το μόνο βέβαια που κάνουμε είναι να το αφήνουμε να εξελίσσεται και με μαθηματική ακρίβεια να το βρίσκουμε παρακάτω σε πολύ πιο οργανωμένες καταστάσεις παραβατικότητας. Ενδεχομένως δε, να έχει παρασύρει και άλλα παιδιά στις ίδιες καταστάσεις. Άρα είναι ανάγκη να μιλάμε με τα σχολεία, με τις αρχές, με τους φορείς ακόμη και με το περιβάλλον του παιδιού που διαπιστώνουν κάτι ύποπτο ώστε να παρεμβαίνουμε εγκαίρως. Τα παιδιά δε στιγματίζονται από τις υπηρεσίες, στιγματίζονται όταν τα αφήνουμε απροστάτευτα».
Τι προτείνει η κα Ρουμέλιώτου, ώστε να μπορέσουν να γίνουν βήματα προόδου, στο κοινωνικό φαινόμενο που λέγεται παραβατικότητα ανηλίκων;
«Να καθήσουμε  στο ίδιο τραπέζι υπηρεσίες, σχολεία, ειδικοί και επιτελικά στελέχη κοινωνικής πολιτικής και να ακούσουμε ο ένας τον άλλον, να φτιάξουμε πλάνο με τα νέα δεδομένα όπως διαμορφώθηκαν την τελευταία δεκαετία, να εκσυγχρονίσουμε την οπτική μας και τα «εργαλεία» μας πάνω στις σύγχρονες μορφές παραβατικότητας, να κάνουμε κοινωνικό σχεδιασμό, να αναζητήσουμε δεξαμενές νέων συνεργατών είτε είναι επαγγελματίες, είτε εθελοντές, είτε άμισθοι θεσμικοί συνεργάτες, είτε φοιτητές που χρειάζονται εμπειρία. Να ξεφύγουμε από την οπτική της αποσπασματικής παρέμβασης και στήριξης και να αποκτήσουμε τη μορφή ενός σύγχρονου επιστημονικού οργάνου κοινωνικής παρέμβασης που ενδυναμώνει τους ανθρώπους με σεβασμό στην αυταξία τους και την αξιοπρέπεια τους», κατέληξε.
 
Της Βίκυς Βετουλάκη