Ιστορίες χωρίς νόημα
Η άποψη ότι το έθιμο του “σαϊτοπολέμου” κρατάει δήθεν από την Επανάσταση του 1821 και ότι με τις σαΐτες τρέψανε σε φυγή, οι επαναστατημένοι Έλληνες, το τουρκικό ιππικό, πρωτοδιατυπώθηκε το 1958 από το καλαματιανό ποιητή Κώστα Ψαλτήρα και ανήκει στα ανιστόρητα και τα περίεργα αυτού του τόπου.
Μάλιστα αυτή η άποψη, στη πορεία, «βελτιώθηκε» και από άλλους «μελετητές» του εθίμου με τη προσθήκη, ότι οι σαΐτες χρησιμοποιήθηκαν δήθεν στη «μάχη της Βέργας» ενάντια στο ιππικό του Ιμπραήμ και τέτοια αστεία πράγματα.
Γιατί πρόκειται για ανιστόρητη άποψη, που δεν θεμελιώνεται σε κανένα ιστορικό κείμενο ή άλλα στοιχεία (γραπτά ή προφορικά) και θεωρώ ότι όσοι την υποστηρίζουν μειώνουν, άθελά τους, το μεγαλείο της μάχης που δώσανε οι Μανιάτες ενάντια στον Ιμπραήμ, ταμπουρωμένοι, πίσω από μια πέτρινη, με ξερολιθιά, μάντρα με πάχος ίσα μ’ ένα ντουβάρι ογδόντα πόντους, όλο «πολεμότρουπες» και ύψος που δεν πέρναγε το μπόι ανθρώπου, φτιαγμένη πρόχειρα και βιαστικά πάνωθεν της όχθης του ξεροπόταμου «Σίβαλτο», στη Βέργα. Την «ΑΓΙΑ ΜΑΝΤΡΑ τ’ Αλμυρού», που πίσω της οχυρωμένοι οι Μανιάτες με μόνα όπλα κάμες, δρεπάνια, κουμπούρια και τις ξεθηκαρωμένες ψυχές τους, έχοντας για μπαϊράκια τα μαύρα τσεμπέρια των γυναικών τους, πισωγυρίσανε το Τούρκο, τον νικήσανε, δεν τον αφήσανε να περάσει. Ποτέ κανείς δεν έγραψε, ούτε θυμήθηκε τίποτα για «σαΐτες» σε κείνη τη μάχη.
Η αλήθεια είναι ότι τη «Λαμπρή», οι Καλαματιανοί γιορτάζανε την Ανάσταση και στη τουρκοκρατία, ρίχνοντας στρακατρούκες, πυροτεχνήματα, πυροβολισμούς και τραγούδια, καίγοντας τον «Ιούδα», όπως διηγούνται Φράγκοι περιηγητές που τύχανε να κάνουν Λαμπρή στη Καλαμάτα.
Γραπτές απόψεις
Ο Αναστ. Π. Χριστοφιλοπουλος, το 1956, στην έκδοση της Λαϊκής Βιβλιοθήκης «Μεσσηνιακά Γράμματα», γράφει: «’Ιδιαιτέραν έντύπωσιν προξενεί εις τούς ξένους περιηγητάς ο βαθύς και ειλικρινής αλλά και περίεργος πως δι’ αυτούς τρόπος, με τον οποίον οι Καλαματιανοί της Τουρκοκρατίας έξεδήλουν τό Θρησκευτικόν των συναίσθημα. Δύο εξ αυτών, ο Clark και ο Leake, συνέπεσε να εύρεθοϋν εις την πόλιν μας την ήμέραν της Λαμπρής και περιγράφουν διεξοδικώς την τελετήν της ‘Αναστάσεως. Θεωρώ περιττόν να σάς κουράσω με τας μακράς περιγραφάς των, διότι εις τα κύρια σημεία δεν παρουσιάζουν μεγάλας διαφοράς από τας σημερινάς μας συνηθείας.
«Μερικοί, λέγει ο Clark, έχουν έφοδιασθή με τρακατρούκες και πυροτεχνήματα, τα όποια ρίπτουν εις τα παράθυρα και τας Θύρας, ενώ όποιος έχει τουφέκι ή πιστόλι πυροβολεί και όποιος δεν έχει εκβάλλει οξείας κραυγάς. “Όταν πλέον έξαντληθή ή δύναμις των και κουρασθούν σι πνεύμονες των σπεύδουν να επιστρέψουν εις τας οικίας των διά τον ψητόν όβελίαν». ‘Εκείνο το οποίον Ιδιαιτέρως πρέπει να τονισθή είναι ότι ή Καλαμάτα ήτο ή μόνη πόλις της Πελοποννήσου, εις την όποίαν οι Χριστιανοί ήδύναντο αφόβως να εορτάσουν την ‘Ανάστασιν εις το ύπαιθρον, όπως και σήμερον, ενώ εις άλλας περιοχάς, φοβούμενοι τους Τούρκους, ήσαν υποχρεωμένοι να την εορτάζουν εντός της εκκλησίας…» Αναστ. Π. Χριστοφιλοπούλου ” Η Kαλαμάτα κατά την Τουρκοκρατίαν ” Μεσσηνιακά Γράμματα ” Καλαμάτα 1956 σελ. 458 ).
Τα πρώτα κείμενα στις εφημερίδες
Τα πρώτα κείμενα (ειδήσεις) εφημερίδων για σαϊτοφόρους και σαϊτοπόλεμο» της Καλαμάτας ανιχνεύονται στην τοπική εφημερίδα ΦΩΣ το 1903 και 1905 και είναι τα ακόλουθα: ΚΑΛΑΜΑΤΑ: εφημερίδα: «ΦΩΣ» 29.3.1903, αρ. φ. 267: «Ένας κίνδυνος, από τα βαρελότα. Όσω προσεγγίζουν αι άγιαι ημέραι του Πάσχα τόσω και αι διάφοραι συνοικίαι λαμβάνουν όψιν Πυριτιδοποιείων, από των οποίων θα εξαχθώσιν αναρίθμητα πολεμοφόδια των μελλόντων να απεκδυθώσιν εις σαϊτοφορικόν αγώνα. Και μέχρι μεν του σημείου τούτου η Αστυνομία μας δύναται να φανή κατά τι επιεικής χαριζομένη εις το έθιμον, αλλά μεταβιβάσθη εφέτος εξ Αθηνών και άλλη συνήθεια…είναι η χρήσις των βαρελόττων…».
*
ΚΑΛΑΜΑΤΑ: εφημερίδα: «ΦΩΣ» 21.4.1905, αρ. φ. 506. Ο ΣΑΪΤΟΠΟΛΕΜΟΣ: «Αρκετά ωραία διεξήχθη και εφέτος ο σαϊτοπόλεμος κατά την μεσημβρίαν της Κυριακής εν τη κάτω Πλατείαν. Άπειρος κόσμος αφ’ ενός είχεν καταλάβει την πλατείαν, εν άλλος ως και το ωραίον φύλλον ασφυκτικώς είχε καταλάβει τους εν τη πλατεία εξώστας. Από την 2αν μμ εγένετο η έναρξις του σαϊτοπολέμου και έληξεν την 5ην και πλέον μ. ίνα επαναληφθή την 8ην μ.. Αρκεταί σαϊται ερρίφθησαν και εφέτος αλλ’ εν συγκρίσει προς το παρελθόν έτος υστέρησαν και την επιτυχίαν και την ποιότητα. Τούτο απεδόθη εις την αχρηματίαν, εξηναγκάσθησαν οι κορυφαίοι να μην κατασκευάσωσιν εφέτος τοιαύτα. Επιτυχίαν δύναται να είπη τις ότι εσημείωσαν αι σαϊται της υπό τον Γ. Μπαξιβανάκη ομάδος. Αι οποίαι ήσαν εξόχως ωραίαι.
Ο Ιούδας
Παραλλήλως προς τον σαϊτοπόλεμον της πλατείας περιέφερον επ’ αμαξών δύο ανδρείκελα του Ιούδα άτινα μετ’ ου πολύ εγένοντο παρανάλωμα πυρός έξωθεν των ναών Αγίου Νικολάου και ταξιαρχών ( πλατεία Μαυρομιχάλη).
Την νύκτα
Περί την 8ην μ.μ. πάλιν ο σαϊτοπόλεμος επανελήφθη μετά μεγίστου φανατισμού υπό των ενοριτών των διαφόρων ναών. Το θέαμα των καιομένων σαϊτών κατά την νύκτα ήταν μεγαλοπρεπέστατον και αριστουργηματικόν»
Ο ΣΑΪΤΟΠΟΛΕΜΟΣ: ΙΣΤΟΡΗΣΗ ΟΡΕΣΤΗ ΧΡΥΣΟΣΠΑΘΗ (1938)
Ο Ορέστης Χρυσοσπάθης (1878-1938), που γεννήθηκε και έζησε στη Καλαμάτα ασκώντας το επάγγελμα του φαρμακοποιού. ασχολήθηκε με την ιστορία της Καλαμάτας και το 1938 έκδωσε το βιβλίο του «Ιστορία της Παλαιάς Καλαμάτας» στο οποίο ειδικά για το σαϊτοπόλεμο (σελ. 63-64) γράφει τα ακόλουθα:
« …Άλλη συνήθεια στη Καλαμάτα είναι ο σαϊτοπόλεμος, όστις διεξάγεται τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή και το Πάσχα εκτάκτως δε και ορισμένες εορτές.. …η προέλευσις του εθίμου αυτού του Πελοποννησιακού δεν είναι γνωστή, όταν δε ερωτήθηκαν τοιούτοι παλιοί σαϊτολόγοι απήντησαν ότι την συνήθειαν αυτήν την βρήκαν ως κληρονομίαν από τους προγενεστέρους. Η σαΐτα ως πυροτέχνημα που είναι, εισήχθη κατ’ αρχάς εξ Ιταλίας πιθανόν, μέσω Πατρών ομού με άλλα πυροτεχνήματα. Εις τας Πάτρας μάλιστα ήκμασε πολύ και εξακολουθεί όπως εις Καλαμάταν με το όνομα «χαλκούνια», διότι εκεί κατεσκεύαζον τις σαΐτες από φύλλα χαλκού και όχι χαρτονίου όπως στην Καλαμάταν. Φαίνεται λοιπόν ότι από όλα τα είδη των εισαχθέντων πυροτεχνημάτων εξ Ευρώπης αυτό εθεωρήθη ως μάλλον αρμόζον για πολεμικούς ανθρώπους όπως είναι οι Πελοποννήσιοι οι οποίοι και το καθιέρωσαν ως συνήθειαν τη οποίαν ούτε και τα καταδιωκτικά αποσπάσματα δεν κατόρθωσαν να καταργήσουν, ούτε και ο ονομαστός διώκτης Μπαϊρακτάρης με τους ευσταλείς και αυστηρούς ευζώνους του.
Οι σαΐτες κατασκευάζονται με ειδική πυρίτιδα την οποία παράγει το χωρίον Δημητσάνα της Αρκαδίας. Την σαΐτα την διακρίνουν εις διάφορα μεγέθη αναλόγως, το δε μεγαλύτερον μέγεθος αυτής συνήθως επροορίζετο δια τους αρχηγούς των σαϊτομάδων. Η Καλαμάτα εφημίζετο δια τις ωραίες σαΐτες της τις οποίες θαύμασε και ο Βασιλεύς Γεώργιος όταν επεσκέφθη τας Καλάμας φιλοξενηθείς εις την οικίαν Μαρκοπούλου παρά την Φραγκόλιμνην κατά το έτος 1887. Εκ των παλαιών αρχηγών γνωστοί ήσαν οι σαϊτολόγοι Καρνέρης, Κατασχετής, Χαλές, Καλαμάτας, Γαλλικός, Μανδραγούδας, Κουραμάνας και άλλοι, όλοι δε αυτοί με φεσάκια εις την κεφαλήν, και με κάπες ανταρτικές, έχοντες ανηρτημένους ντορβάδες γεμάτους από σαΐτες και με την σάλπιγκα και τον μασαλά κατά την νύκτα μετέβαινον κατ’ ενορίας παρά τον ποταμόν Νέδοντα όπου εκεί εδίδετο η μάχη πολλάκις καταλήγουσα εις αληθινήν τοιαύτη με όπλα. Η συνήθεια αυτή χρονολογείται εντεύθεν του έτους 1870 και συνεχίζεται δε και σήμερον όχι όμως με το παλαιόν μένος και με την γνωστήν συνήθειαν να καίουν τον Ιούδαν έχοντες ως ομοίωμα τύπον παπά κρεμασμένον εις ένα ικρίωμα…»
Στη συνέχεια δεν βρίσκουμε πολλές άλλες αναφορές στις εφημερίδες της εποχής, για τη συνήθεια αυτή των καλαματιανών. Δεν γίνονται πολλές αναφορές για αυτό «το έθιμο» που αναγεννιόταν κάθε Λαμπρή, τη μέρα της Ανάστασης, στις εργατοσυνοικίες της Φυτειάς, του Αϊγιάννη, του ΑγιοΣίδερη, στα Καλύβια κλπ και μόνο το 1958 ο Κώστας Π. Ψαλτήρας, στην τουριστική έκδοση: «ΚΑΛΑΜΑΤΑ ΜΕΣΣΗΝΙΑ (ταξιδιωτικά ιστορία, τουρισμός, παραγωγή. Καλαμάτα 1958, σελίς 49) γράφει τ’ ακόλουθα:
ΣΑΪΤΟΠΟΛΕΜΟΣ Του Κώστα Π Ψαλτήρα (1958)
«Η ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ έχει σαϊτοπόλεμο στην ιστορική, πλατεία 23ης Μαρτίου στην Καλαμάτα. Τουρίστες άπ’ όλα τα μέρη τής ‘Ελλάδος συγκεντρώνονται για να παρακολουθήσουν τό μοναδικό αυτό παιγνίδι μέ τις φωτιές. Πρόκειται για παλτό Καλαματιανό έθιμο πού κρατάει από τήν επανάσταση τού 1821. Τότε βάλανε, κατά τήν παράδοση, μπαρούτη μέσα σε κυλίνδρους από χαρτόνια καί μέ τη φλόγα καί τό θόρυβο πού έκαναν όταν τούς βάζανε φωτιά, τρέψανε σε φυγή τό τουρκικό ιππικό. “Έτσι ή σαΐτα τής Καλαμάτας αποτελεί τό κατάλοιπο ενός πρωτόγονου πολεμικού φλογοβόλου. Η κατασκευή της είναι τέχνη περίπλοκη πού διαρκώς εξελίσσεται, γιατί οι σαϊτολόγοι, όπως ονομάζονται εκείνοι πού επιδίδονται στο επικίνδυνο αυτό σπορ, αμιλλώνται καί κατασκευάζουν, όσο μπορούν, περισσότερο θορυβώδεις καί ισχυρές σαΐτες.
Περί το 1900 σ’ ένα μίγμα μπαρούτης, χύθηκε τυχαία πετρέλαιο κι’ από τότε καθιερώθηκε ή εντυπωσιακή «σαΐτα τής βουής» πού κάνει τη φλόγα να ξεπηδάη κατά διαλείμματα μέ δαιμονισμένο θόρυβο σαν να ξεφυσάη τεράστια ατμομηχανή. ‘Ανάμεσα στους σαϊτολόγους τής Καλαμάτας θεωρείται σαν μεγάλος… εφευρέτης ο μηχανουργός συνάδελφός τους που πού κατασκεύασε τα μηχανήματα μέ τα οποία συνθλίβεται τό χαρτονένιο περίβλημα τής σαΐτας και πιέζεται ή μπαρούτη.. Οι δύο αυτές εφευρέσεις μειώνουν στο ελάχιστο τήν πιθανότητα εκρήξεως τής σαΐτας. Έτσι ο μεγάλος αυτός κίνδυνος— γιατί κάθε σαΐτα περιέχει περί τα 150 δράμια μπαρούτη καί τις ανάβουν στο χέρι – ελαττώνεται κατά πολύ χωρίς όμως αυτά να σημαίνουν ότι σπάνιο είναι καί τό θέαμα τής οριζοντίου μεταφοράς, σαϊτολόγων καί θεατών, μέ εγκαύματα στις κλινικές τής Καλαμάτας, οι όποιες λόγω τού εθίμου αυτού ευρίσκονται σ’ επιφυλακή καί μ’ αυξημένο τό προσωπικό τούς κάθε Πάσχα. Μεγάλο πανηγύρι αποτελεί ή αμφίεση καθώς καί ή προσέλευσις των σαϊτολόγων στο πεδίο τής μάχης, στην πλημμυρισμένη από κόσμο κεντρική πλατεία τής Καλαμάτας. Εισβάλλουν αγέρωχοι συντεταγμένα σε ομάδες μέ αρχηγούς, σαλπιχτές, σημαιοφόρους καί τα εμβλήματα τής κομπανίας τους. Φορούν τις περισσότερο πεπαλαιωμένες ενδυμασίες τους, για να μη φοβούνται τούς καπνούς καί τη φωτιά καί πολλοί από αυτούς έχουν ζωνάρια, σελάχια, γελέκια καί φέσια τού Εικοσιένα. `0 καθένας τους έχει ανηρτημένο ένα σακούλι, «ντορβά», μέ καμιά εικοσαριά σαΐτες.
Τούς ακολουθούν—σαν συμπαραστάτες σε δύσκολες αλλά καί ένδοξες στιγμές— οι φίλοι τους, οι συγγενείς των καί ένα σμάρι από παιδιά πού τούς κοιτάζουν σα θρυλικές μορφές. 0ι πιτσιρίκοι τρέχουν μέσα στις φωτιές καί αρπάζουν τις άδειες σαΐτες. “Ένα δε από τα πρώτα παιδικά όνειρα κάθε Καλαματιανού είναι σαν μεγαλώση να γίνη διάσημος σαϊτολόγος ! Τα εμβλήματά των είναι κλαδιά από ορισμένο δέντρο ή ομοιόχρωμο λουλούδι. 0ι σαϊτολόγοι τής κεντρικής πόλεως, πού ή κομπανία των αποτελείται από επίλεκτα μέλη τής κοινωνίας των Καλαμών, έχουν για έμβλημά τους τα.. .. αμπιγέ κουστούμια των μέ τί οποία καί λαμβάνουν μέρος στον σαϊτοπόλεμο χωρίς φυσικά, αρκετές φορές, να μπορούν να τα , ξαναφορέσουν.
Κάθε χρόνο τό Πάσχα στην Καλαμάτα καί σε άλλα σημεία τής Μεσσηνίας όπως στη Βαλύρα τήν Κυριακή τού Θωμά, οι σαϊτολόγοι στριφογυρίζουν σαν δαίμονες διασταυρώνοντας τις πύρινες ρομφαίες τους καί γεμίζουν τον ουρανό μέ κατάμαυρους καπνούς. Τό καθαρά Καλαματιανό αυτό έθιμο τό προστατεύουν καί τό χρηματοδοτούν, για τουριστικούς κυρίως λόγους καί οι αρχές. Παλιότερα όμως άπηγορεύετο αυστηρώς καί διά ροπάλου τής αστυνομίας. Απαράλλαχτα όπως γίνεται σήμερα μέ τις κροτίδες πού κάθε χρόνο, τις μέρες τού Πάσχα, αυξάνει στην Καλαμάτα ο αριθμός καί ή έντασή τους ανάλλαγα μέ τήν αυστηρότητα τής επαναλήψεως τής σχετικής απαγορευτικής διατάξεως. Κάποτε ο πολύς Μπαϊρακτάρης πού πριν από τούς… μάγκες τού Ψυρή καί τού Μεταξουργείου ξήλωσε τούς κουτσαβάκηδες της Καλαμάτας, απαγόρεψε το σαϊτοπόλεμο. Τα άλογα όμως των σπαθαραίων που έστειλε για κατοχή του στίβου του σαϊτοπολέμου, αφήνιασαν μπροστά στις φωτιές και στο θόρυβο από τις σαΐτες. Αλλά και γενικότερα το Πάσχα με την Ανάσταση στο περίβολο του Μητροπολιτικού Ναού της Υπαπαντής, φωταγωγημένου με πολύχρωμες γιρλάντες είναι μια γιορτή φαντασμαγορική στη γλυκιά ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα της Καλαμάτας».
Όμως, τα όσα λέει ο Ψαλτήρας, ότι ο σαϊτοπόλεμος κρατάει δήθεν από την επανάσταση του 1821, δεν επαληθεύονται από κανένα ιστορικό κείμενο ή έστω προφορική μαρτυρία ή αφήγηση της εποχής, και φαίνεται ότι Χρυσοσπάθης έχει δίκιο γράφοντας ότι η είναι άγνωστη η προέλευση του εθίμου και μάλλον εδώ όπως και στη Πάτρα το φέρανε οι Ιταλιάνοι.
Προσωπικά επιχειρώντας να μελετήσω το έθιμο, και με τη βεβαιότητα ότι το έθιμο πρέπει να έχει σχέση με τα μπαρουτάδικα του Αγώνα της Δημητσάνας και Στροτζάς (Προσήλιο) της Μάνης, με δημοσίευση το 1999, στην εφημερίδα «Ελευθερία» διατύπωσα την άποψη με τίτλο: «Σημειώσεις για τα μπαρουτάδικα του Αγώνα και το σαϊτοπόλεμο», ότι το έθιμο που το συναντάμε στην Καλαμάτα, το Νησί και τα γύρω χωριά, συνδέεται ίσως με τα μπαρουτάδικα της Επανάστασης του 1821, και προέρχεται ίσως από τη διαδικασία παραγωγής και της δοκιμασίας (ελέγχου) της ποιότητας της μπαρούτης που παραγόταν, που ίσως γινόταν μέσα σε κυλίνδρους που μετά τους είπανε σαΐτες, και ίσως έτσι να έμεινε «το έθιμο» Την υπόθεση όμως αυτή δεν μπόρεσα να τεκμηριώσω.
Οι σαϊτοφόροι της Καλαμάτας, της Μεσσήνης (Νησί), της Βαλύρας και αλλού ρίχνανε τις σαΐτες τους στις συνοικίες, έξω από τις εκκλησίες και τις ταβέρνες, στα πλατώματα, με τον κόσμο νάναι μια ανάσα μακριά τους, χωρίς κανείς να φοβάται. Κι’ ας τρέχανε μετά στους γιατρούς για τα καψίματα. Λίγες σαΐτες φτιάχμαμε και ήταν βαριές 150 δράμια η καθεμία, που και να ξέφευγε η σαΐτα από τα χέρια του σαϊτοφόρου, μόνο χάμου, στο έδαφος, έπεφτε όπως ήταν βαριά και μόνο στριφογύριζε μέχρι να ξεθυμάνει και να σβήσει μόνη της…ποτέ λόγο του βάρους της δεν «πέταγε» στο αέρα.
Μετά επί δημαρχίας Μπένου, μαζέψανε τους σαϊτοφόρους στο γήπεδο, να ρίχνουν εκεί τις σαΐτες χωρίς κανένα κίνδυνο για τους «θεατές» και τους τουρίστες που ερχόντουσαν για το «θέαμα». Χαλάστηκε από τότε το έθιμο και έγινε τουριστικό αξιοπερίεργο, να έρχονται να το βλέπουν τουρίστες και να γελάνε. Τελευταία φορά που ρίξαμε σαΐτες στο γήπεδο του «Μεσσηνιακού» ήταν το 1996 και τόσο ράγισε η πίστη μας στο «έθιμο», που είχε πλέον γίνει «τουριστικό αξιοπερίεργο» που μετά πολλοί δεν ξαναρίξαμε σαΐτες και τότε έγραψα:
IΣΤΟΡIΕΣ ΧΩΡΙΣ ΝΟΗΜΑ
( από τo θανάσιμο αγκάλιασμα μιας πόλης πoυ γέρασε )
Περίπτωση: « Σαϊτοπόλεμος»
Ο Π. τεντώθηκε λίγο και έτριψε τους αστραγάλους του. Τo δερμάτινο κάθισμα τoν είχε κουράσει. Ήταν πολύ ώρα καθισμένος εκεί. Πίσω από τo φιμέ τζάμι της Mercedes και παρακολουθούσε αθέατος τo ξεφόρτωμα της μπαρούτης. Κάτι μαγκλαράδες μέχρι κει πάνω βουτάγανε τα σακιά σαν πούπουλα. Τα παίρνανε παραμάσχαλα, τα φορτώνανε σε καρότσια, ποδήλατα, σε κάτι αγροτικά και φεύγανε με χαχανητά και πλακατζίδικα αστεία για τις σαΐτες πoυ φτιάχνανε…
Άναψε τo τσιμπούκι τoυ εκνευρισμένος. Τoν πείραζε λίγο να τους σκέφτεται να γελοιοποιούνται μέσα στo γήπεδοo ρίχνοντας σαΐτες… Τράβηξε μια ρουφηξιά από τo μυρωδάτo καπνό. Έσυρε ένα μαξιλάρι πίσω στη πλάτη του και μισόκλεισε τα μάτια… Για λίγο, σκέφτηκε τα νιάτα τoυ, τότε πoυ αλήτες με λερωμένα πουκάμισα, έμποροι, εργάτες, γραβατωμένοι δικηγόροι και άλλοι, κατεβαίνανε σε γειτονιές και πλατείες και χoρεύανε ζεϊμπέκικο με αναμμένες σαΐτες!
Χoρεύανε σε δρόμους, ταβέρνες, έξω από τις εκκλησιές, στις συνοικίες και γύρω τους πλήθος ο κόσμος να τους αγκαλιάζει, να ρουφάει τo καπνό, το θάρρος και τη λεβεντιά τους. Θυμήθηκε τη Στεφανoύρενα, καλή γυναίκα, λεβεντογυναίκα μέχρι κει πάνω… με τα όλα της, να ρίχνει σαΐτες μία σε κάθε χέρι, τo τσιγάρο στo στόμα, και τo κόσμο ν’ ανατριχιάζει…
– « Όποιος δεν έριξε σαΐτες είναι σα να μην πήγε ποτέ με γυναίκα !» λέγανε περήφανα oι Σαϊτολόγοι και σοβαρεύανε ξαφνικά …
– «Τι καιροί ! πoυ χάθηκε τόση λεβεντιά;» αναρωτήθηκε.
Έκλεισε βιαστικά τo μισάνοιχτο παράθυρο τoυ αυτοκινήτου και χτύπησε ελαφρά τo διαχωριστικό κρύσταλλο, δίνοντας τo σύνθημα στoν οδηγό να ξεκινήσει. Τo ξεφόρτωμα της μπαρούτης είχε τελειώσει…
Τo βράδυ, στη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου, o Π. καθόταν πίσω στo αμφιθέατρο και σιωπηλός άκουγε τους συνέδρους να παραπονιούνται:
– « Πεταμένα λεφτά στo μπαρούτι !» έλεγε o ένας.
– «Με τόσα λεφτά θα φτιάχναμε δημόσια ουρητήρια!»,
– «Θα ενισχύαμε την αποκομιδή των απορριμμάτων!», έλεγε o άλλoς.
– «Κύριοι ! δι’ αυτού του εθίμου ενισχύεται ο τουρισμός εις την πόλιν μας, ο σαϊτοπόλεμος απoτελεί πηγή εσόδων!» δήλωνε o Πρόεδρος.
– «Μα είναι επικίνδυνο, θα καεί κανένας!», ανησυχούσε κάποιος τρίτος.
Ο Π. χαλάρωσε τη γραβάτα τoυ. Η συνεδρίαση τoν είχε κουράσει. «Φτηναδούρα!» σκέφτηκε και η μαρξιστική του συνείδηση, ένοχη, πλημμύρισε τη σκέψη τoυ.
«Τo Έθιμο!» σκέφτηκε.
«Τo Έθιμο, ούτε η Χούντα μπόρεσε να τo νικήσει. Οι συνταγματάρχες κάνανε πίσω στην απαγόρευση, κιοτέψανε μπρος στη λεβεντιά και την περηφάνια των σαϊτολόγων. Όμως μπαρούτι δουλεύανε oι σαϊτολογοι, σαΐτες φτιάχνανε, κάτι σα πολεμική τέχνη να πούμε. Δουλεύανε τη μπαρούτι περήφανα και τραγουδώντας περίμεναν την Ανάσταση να στολιστούνε με τα γαρύφαλλα, να βγούνε με τα μπουλούκια τους, με υψωμένες τις σημαίες τους με τους σταυρούς, τους Αγιώργηδες και ΑγιοΔημήτρηδες, τους δικέφαλους αετούς, να ρίξουνε, να χορέψουνε τις σαΐτες, να το φχαριστηθούνε…
«Δεν χαλιέται ένα έθιμο με αστυνομίες και τέτοια πράγματα!» σκέφτηκε.
«Πρέπει να χαλάσεις πρώτα τη ψυχή τoυ Σαϊτολόγου. Να γελοιοποιήσεις πρώτα αυτόν, τη πίστη και το γένος του ! Μετά φοράς πάνω τoυ το έθιμο σα χαϊμαλί και τoν ίδιον τον μαντρώνεις μαζί του, στα γήπεδα, να γελάνε οι τουρίστες με τα καμώματά τoυ…»
Αναστέναξε με τη σκέψη. Σηκώθηκε βιαστικά και έφυγε αηδιασμένος.
Έξω, έβρεχε…»
Σημείωση: Το κείμενο δημοσιεύτηκε το έτος 1996, στο «Φλας της Μεσσηνίας» με το ακόλουθο υστερόγραφο: «Πρόσωπα και γεγονότα είναι φανταστικά. Επιτρέπεται η ταύτιση με περιστάσεις όταν γίνεται έξω από τo χώρο της φαντασίας», το αναδημοσιεύω όμως πάλι σήμερα, όχι γιατί αξίζει τίποτα, αλλά γιατί ίσως κάτι ακόμα θέλει να πει… ΣΑΝ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ενός εθίμου που διαβρώθηκε τόσο από την «τουριστική ιδεολογία» της οικονομικής ανάπτυξης που σήμερα δεν έχει κανένα νόημα παρά μόνο σαν τουριστική ατραξιόν και μόνο)
*Τα σχέδια έχει κάνει ο Καλαματιανός ζωγράφος “ΔΡΑΚΟΣ”, κι έχουν δημοσιευθεί το 1958 στην έκδοση του Κ. ΨΑΛΤΗΡΑ, ενώ, οι φωτογραφίες είναι δικές μου.
Δημήτριος Ν. Ζέρβας, δικηγόρος.
Οι σαϊτοφόροι και ο σαϊτοπόλεμος της Λαμπρής
