Αναδρομές από το Αρχείο του “Θάρρους” : Η ιστορία της γρίπης

Αναδρομές από το Αρχείο του “Θάρρους” : Η ιστορία της γρίπης

Η γρίππη είναι λοιμώδης νόσος εμφανιζομένη κατά πανδημίας, επιδημικώς ή και ενδημικώς, και χαρακτηριζομένη δια το αιφνίδιον αυτής κατά την ταχυτάτην εξάπλωσιν.

Κατά την αρχαιότητα ο Ιπποκράτης περιγράφων την επιδημίαν της Περίνθου (Ιππ. Επιδ. VI7) γράφει «βήχες ήρξαντο περί ηλίου τροπάς τας χειμερινάς, ή πέμπτη και δεκάτη ή εικοστή ημέρα εκ μεταβολής πυκνής νοτίων και βαρείων και χιονοδέων, εκ τούτων τα μεν βραχύτερα, τα δε μικρότερα εγένετο και περιπνευμονικά συχνά ταύτα».

Η περιγραφομένη αύτη επιδημία τοιαύτην μορφή και τοιούτον χαρακτήρα παρουσίασεν, ώστε υπό πολλών να θεωρηθή ότι επρόκειτο περί της επιδημικής γρίππης. Η γρίππη εμάστισε την ανθρωπότητα κατά περιόδους, αναφέρονται δε λίαν εκτεταμέναι και θανατηφόροι επιδημίαι αυτής. Η ιστορία της συγχέεται μετά των επιδημικών εμφανίσεών της εν Ευρώπη.

Γνωστή υπό του ΙΒ αιώνος και εκ των επιδημικών αυτής εμφανίσεων κατά τον ΙΔ΄ και ΙΕ αιώνα, περιεγράφη υπό του Σούντενχαμ κατά το 1676. Το όνομα της εδόθη τω 1722 υπό του Sauages Montpellier. Κατά την επιδημίαν του παρελθόντος αιώνος εν Ιταλία, ωνομάσθη ινφλουέντζα και περιεγράφη υπό των Lanec, Nouat, Graues, Stoli.

Κατά την μεγάλην επιδημίαν του 1889 – 1890, αι εργασίαι του Proust, του Kelsch και Tessier, εν Γαλλία, του Parsons εν Αγγλία, του Leven και του Pfeiffer, έδωσαν πλήρη εικόνα της νόσου.

Τω 1918 ανεφάνη και πάλιν παγκόσμιος επιδημία της γρίππης λίαν θανατηφόρος. Αι βαρείαι και θανατηφόροι πνευμονικαί προσβολαί, η εμφάνισις αυτής με ιδιαιτέρας κλινικάς μορφάς, η προσβολή νεαρών και ευρώστων ατόμων, ανοσία τις σχετική των γερόντων, εγέννησεν αμφιβολίας περί της φύσεως της νόσου.

Η δε κυάνωσις και τα οξέα ασφυκτικά φαινόμενα άτινα παρουσιάσθησαν κατ’ αυτήν, ενέπνευσαν εις τινάς την ιδέαν ότι επρόκειτο περί πνευμονικής πανώλους. Μικραί άλλαι διαφοραί μεταξύ των επιδημιών του 1889 – 1890 και ταύτης, όπως το ταχύ και το αθρόον της εξαπλώσεως εκείνης και το διάσπαρτον και η βραδυτέρα πορεία κατά την εξάπλωσιν της επιδημίας του 1918, η τάσις προς αιμορραγίας, αι επιστάξεις ήσαν συχνότεραι κατά την επιδημίαν του 1889 – 1898, αι μηνιγγιτικαί και γαστροεντερικαί μορφαί, συνήθεις κατά ταύτην, επέφερον σύγχυσιν τινά εις την διάγνωσιν της νόσου. Εν τούτοις και κατά την πορείαν της επιδημίας του 1918, αι διαφοραί αύται βαθμηδόν εξέλιπον και αι δύο επιδημίαι συνεταυτίσθησαν.

Αιτιολογία
Συνήθως, κατά τον χειμώνα, παρουσιάζονται κατά τα μεταξύ των μεγάλων επιδημιών διαστήματα μεμονωμέναι τινές περιπτώσεις γρίππης, των οποίων η γνησιότης δεν είναι βεβαία. Αι ενδημικαί αύται εκδηλώσεις της γρίππης δεν παρουσιάζουσιν πολύ το ενδιαφέρον. Η αιτιολογία των επιδημικών εμφανίσεων της γρίππης αποδίδεται (όπως και ανωτέρω υπό του Ιπποκράτους περιγράφεται) εις τας αιφνιδίας εναλλαγάς της θερμοκρασίας και το εις υγρόν ψύχος. Αι μεγάλαι βαρομετρικαί πιέσεις, η ανώμαλος ποσότης του οξυγόνου, το υγρομετρικόν της ατμοσφαίρας, φαίνονται διευκολύνοντα την ανάπτυξιν των μεγάλων επιδημιών.

Επιδημίαι επέρχονται, εν τούτοις, και κατά την θερμή και ξηράν περίοδον. Αι μεγάλαι επιδημίαι της γρίππης προέρχονται εκ της Κεντρώας Ασίας και ενσκήπτουσιν από ανατολών προς δυσμάς και από βορρά προς νότον. Η γρίππη είναι ενδημική εις τας μεγάλας πόλεις της Ρωσίας. Αρχίζει συνήθως από τα πολυπληθή κέντρα, τα μεγάλα καταστήματα και τους στρατώνας. Πολύ μολυσματική, μεταδίδεται απ’ ευθείας. Ο βηξ και ο πταρμός συντελούσιν εις την διασποράν των μικροβίων, άτινα πιθανώς εδράζονται εις τον σίελον και τας αναπνευστικάς οδούς. Η δ’ αντικειμένων έμμεσος μετάδωσις δεν φαίνεται πιθανή. Η ταχύτης των συγκοινωνιών εξηγεί την ταχυτάτην αυτής επέκτασιν. Η θεωρία της αυτομάτου εμφανίσεως της γρίππης εστηρίχθη επί περιπτώσεων, αίτινες εκ πρώτης όψεως φαίνονται πιθανοφανείς και άξιαι προσοχής, ως είναι αι περιπτώσεις των δύο μοιρών του αγγλικού στόλου (του Ναυάρχου Home και του ναυάρχου ΚΕΜ Pefelo), αι οποίαι, αναχωρήσασαι εξ Αγγλίας κατά Μάρτιον του 1782, προσεβλήθησαν υπό γρίππη, κατά Μάιον εν πλήρει ανοικτή θαλάσση, χωρίς να έχουν προσεγγίσει την ξηράν. Η αυτόματος της νόσου εμφάνισις θα ήτο αναμφισβήτητος, εάν ήτο αποδεδειγμένον, ότι ουδέ εν εκ των πλοίων τούτων είχεν επικοινωνήση μετά της ξηράς είτε απ’ ευθείας, είτε δια πλοίων προερχομένων εξ αυτής.

Εκ της λεπτομερούς, όμως, εξετάσεως απεδείχθη ότι η πρώτη μοίρα του στόλου, ήτις έπλεεν εις τα παράλια της Ολλανδίας έλαβε διαταγάς εξ Αγγλίας δια μικρού τινός πλοίου Cutter, το οποίον είχεν αναχωρήσει εκ Λονδίνου ολίγας ημέρας προτού πιστοποιηθή επισήμως υπό των δημοσίων αρχών η εκεί παρουσία γρίππης.

Όσον αφορά την δευτέραν μοίραν, αύτη συνεκοινώνησε μετά αλιευτικών πλοίων προερχομένων εκ λιμένων ένθα επεκράτει επιδημία γρίππης.

Το αυτό συνέβη και με το πλοίον “Speder”, επί του οποίου ενέσκηψεν η γρίππη μετά πεντήκοντα ημερών θαλασσοπλοΐας εις το ανοικτόν πέλαγος. Αλλά το πρώτον κρούσμα παρουσιάσθη επ’ αυτού μετά την επίσκεψιν αξιωματικού του καταδρομικού “D. Estaing”, ούτινος το πλήρωμα ήτο προσβεβλημένον εκ γρίππης. Σήμερον δεν υπάρχουν πλέον οι αμφιβάλλοντες περί της μεταδοτικότητας της γρίππης. Η επιδημία του 1889 εκ της Κεντρικής Ασίας και είτε της Ρωσίας ενέσκηψε τάχιστα εις την δυτικήν Ευρώπη και εντός ολίγων ημερών έφθασεν εις τας Ηνωμένας Πολιτείας και την Αφρικήν. Ο Μολφ διατείνεται ότι η πορεία της γρίππης από ανατολών προς δυσμάς δεν είναι σταθερά. Αύτη, ως λέγει κατά το 1891, επανήλθεν εξ Αμερικής εις Ρωσία, ακολουθήσασα αντίθετον προείαν. Εν τούτοις η γνώμη αύτη εθεωρήθη όχι ακριβής καθόσον επρόκειτο περί τοπικής αναζωπυρώσεως της επιδημίας του 1890 εις διάφορα σημεία.

Η πρώτη προσβολή γρίππης επιφέρει σχετικήν ανοσίαν. Εκ ταύτης εξηγούσιν ότι κατά την τελευταίαν επιδημίαν του 1918 σπανίως έπασχον οι υπερβάντες το πεντηκοστόν έτος της ηλικίας, καταστάντες πιθανώς άνοσοι, διότι προσεβλήθησαν κατά την επιδημικήν γρίππην του 1890. Προ της επιδημίας του 1890, αι βακτηριολογικαί έρευναι είναι λίαν σπάνιαι και περιωρισμέναι. Κατά την επιδημίαν όμως ταύτην εγένοντο πολλαί εργασίαι διαφόρου αξίας. Διάφορα παράσιτα εθεωρήθησαν ως αίτια της γρίππης, ουδέν όμως εκ τούτων φαίνεται ότι είναι το ειδικόν παράσιτον αυτής. Οι Βέιλαρντ και Βίνκεντ απομόνωσαν έναν στρεπτόκοκκον, όμοιον προς τον του ερυσιπέλατος ή της πυήσεως, ο Ρουζ ένα λογχοειδή κόκκον. Εις την απόχρεμψιν των αρρώστων, κατά τας τελευταίας επιδημίας, ανεύρον σπειροχαίτας άνευ παθογενούς αξίας. Το παράσιτον όπερ ο Pfeiffek περιέγραψε κατά το 1892 και όπερ ανευρίσκεται εις τα πτύελα και τα παθολογικά εξιδρώματα εν μεγάλη αφθονία, παρουσιάζεται υπό την μορφήν βακτηριδίου λεπτού, βραχάς μορφής κοκκοβακτηριδίου. Εν αρχή εξωκυττάριον, ανευρίσκεται εντός των κυττάρων άμα ως η νόσος προχωρήση. Το παράσιτον τούτο είναι παθογόνον μόνον δια τον πίθηκον, εις τον οποίον μεταδίδει ανάλογον νόσημα προς την ινφλουέτζαν και δεν ανευρίσκεται εις άλλας παθήσεις εκτός της γρίππης.

Τινές όμως θεωρούσιν αυτό ως κοινόν παράσιτον του πνεύμονος, ένθα το συνήντησαν κατ’ άλλας λοιμώξεις εν καταστάσεις συνενώσεως.

Συμπτωματολογία
Η εισβολή της γρίππης είναι απότομος, η επώασις είναι πολύ βραχεία, μία ή δύο ημερών και καταλήγει αποτόμως εις τα προδρομικά της νόσου φαινόμενα, τα οποία προσομοιάζουσι προς τα προδρομικά των περισσοτέρων καθολικών νόσων. Η κόπωσις, τα ρίγη, ο πυρετός, η σκοτονδίνη, αι ναυτίαι συνοδεύονται μετ’ ολίγον υπό των όλως ιδιαιτέρων εκείνων πόνων της γρίππης. Υπερκογχική νευραλγία αυξάνουσα δια της προς άνω κατευθύνσεως του βλέμματος, μυικαί αλγηδόνες κατά τον τράχηλον, ραχιαλγίαι, αρθραλγίαι, συνήθως εντετοπισμέναι εις τα αγόνατα, και αίσθημα κοπώσεως των μελών, είναι τα πρώτα συμπτώματα. Η περίοδος αύτη της εισβολής είναι βραχυτάτη. Ο κατάρρους των βλεννογόνων δεικνύει την εμφάνισιν της περιόδου της ακμής.

Κόρυζα μετά δακρυρροΐας και ανοσμίας ενίοτε μονίμου, ελαφράς κυνάγνης μετά ερυθρότητος των υπερωΐων ιστίων, λαρυγγίτιδος και βρογχίτιδος, κοιλιακού φόρτου μετά ή άνευ διαρροίας, ενίοτε δε και εμμέτων. Η γλώσσα δεν έχει πολύ επίχρισμα. Η επίσταξις είναι συνήθης. Οι πόνοι και τα γενικά φαινόμενα επιτείνονται. Το πρόσωπο καταδεικνύει βαθείαν καταπόνησιν και είναι μελανόφαιον. Τα χαρακτηριστικά είναι συνεσπασμένα, η όψις και η έκφρασις του προσώπου είναι ιδιότυπος και γνωστή υπό το όνομα γριππώδης έκφρασις (TACIES – GRIPPE).

Η θερμοκρασία είναι συνήθως υψηλή, αλλ’ ακανόνιστος. Φθάνει εις 39 και 40ο, ενίοτε δε 41ο. Είτα παρουσιάζει κατάπτωσιν. Προς την τρίτην ημέραν ανυψούται και πάλιν, την τετάρτην προς την έκτην ημέραν η καμπύλη καταπίπτει, ενώ ταυτοχρόνως παρουσιάζονται άφθονοι ιδρώτες.

Η θερμοκρασία διατηρείται επί τινάς ακόμη ημέρας εις τους 38ο. Ο σφυγμός δεν συμβαδίζει μετά της θερμοκρασίας. Συνηθέστατα; Παρατηρούμεν 80 έως 90 σφίξεις μετά θερμοκρασίας 39ο και 40ο. Η καρδία συνήθως παραμένει άθικτος. Εις τινά άτομα, παλμοί, αρρυθμίες, εμβρυοκαρδία μετά λιποθυμιών και συγκοπών δεικνύουσι πάθησιν του οργάνου τούτου. Ο σφυγμός βραδύς και πάντοτε εις υπόστασιν κατά την πυρετικήν περίοδον δύναται να γίνη μικρός, διαλείπων εάν το μυιοκάρδιον αλλοιωθή, ή αν ο άρρωστος είναι γέρων ή καρδιακός. Εις τινάς σπανιωτάτας περιπτώσεις ο πυρετός ελλείπει τελείως.

Τα ούρα, βαθέως κεχρωσμένα με αφθονίαν ουρικών αλάτων και ουροχολίνης, έχουσι μεγάλην οξύτητα, περιλαμβάνοντα συνήθως λεύκωμα κατά μικράς ποσότητας. Σπανιώτερον παρατηρείται: Άφθονος λευκοματουρία, ήτις εξαλείφεται μετά την απυρεξίαν χωρίς να αφήση ίχνη. Η γριππώδης νεφρίτις είναι παροδική. Τω 1890 αι νεφρικαί μορφαί ήσαν συχνότεραι, προ πάντων επί ατόμων με νεφρικά προηγούμενα.

Κατά την επιδημίαν ταύτην παρετηρήθη άφθονος και εις μεγάλην πσοιότητα απέκρισις της ουρίας, ήτις έφθανε τα 35-70 γραμμάρια κατά εικοσιτετράωρον. Η αζωτηρία αύτη συνωδεύετο από αζωθαιμίας, ήτις κατά τας απλάς μορφάς υδύνατο να φθάση κατά περιπτώσεις μετά επιπλοκών βρογχοπνευμονικών ή πνευμονικών συμφορήσεων εις 1 και 50 γραμμάρια κατά λίτρον αίματος, χωρίς εν τούτοις να παρουσιασθώσιν ουρεμικά φαινόμενα και κατά περιπτώσεις θανατηφόρους.

Εκ της εντόνου ταύτης αποβολής αουρίας εζήτησαν να εξηγήσουν την μεταγριππικήν εξασθένισιν, ήτις παρατείνεται επί μακρόν.

Πρόγνωσις
Είναι βαρεία κατά την γεροντικήν ηλικίαν εις τα εξησθενημένα άτομα, εις άτομα εμφανίζοντα προγενεστέρας πνευμονικάς παθήσεις, παθήσεις της καρδίας ή των νεφρών. Η πρόγνωσις ποικίλει αναλόγως των επιπλοκών του χαρακτήρος ο προσλαμβάνουσιν εκάστοτε αι διάφοροι επιδημίαι. Κατά τας απλάς και καλοήθης μορφάς της γρίππης, επαρκή θεραπευτικά μέσα κατά των επωδύνων και γενικών συμπτωμάτων αυτής, είναι η ασπιρίνη, η αντιπυρίνη, και η κινίνη.

Τα θερμά διαφορητικά ποτά, ως το τέιον, ιδία δε η έγκαιρος και άμα τη εισβολή της νόσου κατάκλισις του αρρώστου, είναι τα θεραπευτικά μέσα, τα οποία πρέπει αμέσως να τίθενται εν χρήσει. Αι ξηραί σικύαι, αι αφαιμάξεις, επί του θώρακος εδείχθησαν πάντοτε ωφέλιμοι, κατά τας συμφορητικάς καταστάσεις του αναπνευστικού συστήματος και αι υγραί και θερμαί τοπικαί περιτυλίξεις του σώματος. Αι ενέσεις της καφουράς, η αδρεναλίνη, η καφεΐνη, αι εισπνοαί του οξυγόνου, τα επισπαστικά επί του θώρακος, τα αποχρεμπτικά, τα οπιούχα κατά του βηχός, η υψηλή και σταθερά θερμοκρασία του δωματίου (16 – 18ο) παρέχουσι σημαντικά θεραπευτικά αποτελέσματα κατά τας βαρείας πνευμονικάς επιπλοκάς.

Άμα τη εμφανίσει της νόσου, όπως παρεμποδίσωμεν την επέκτασιν αυτής πρέπει να συστήσωμεν την άμεσον απομόνωσις των αρρώστων, όπως τούτο γίνεται κατά τας άλλας μολυσματικάς νόσους. Αντισηπτικοί γαργαρισμοί, ψεκασμοί και ρινικαί ενσταλάξεις αντισηπτικών ουσιών, ως βορικού και σπειραϊκού οξέος είναι χρήσιμα μέσα προφυλάξεως.

Εις την Αγγλίαν συνιστώσιν τον προφυλακτικόν εμβολιασμόν δι’ εμβολίου εκ βακτηριδίου του Pfeiffr εκ πνευμονιοκόκκων και στρεπτοκόκκων. Τούτο μεταχειρίζονται και κατά των πνευμονικών επιπλοκών.

Δ.Ι. ΑΣΙΜΗΣ

Καλάμαι 1931