«ΘΑΡΡΟΣ» 28 Ιανουαρίου 1933: Η Αγία Θεοδώρα και το χωρίον Λυκούρεσι της Ανδανίας

«ΘΑΡΡΟΣ» 28 Ιανουαρίου 1933: Η Αγία Θεοδώρα και το χωρίον Λυκούρεσι της Ανδανίας

Το χωρίον Λυκούρεσι είναι το μάλλον απομακρυσμένον χωρίον του Δ. Ανδανίας προς βορράν. Κείται επί των όπισθεν βορειών κλιτύων μιας των βουνοκορυφών του Τετραγίου συγκροτήματος της Γαράντσης, της δυτικής οροσειράς των Νομίων ορέων.

Το χωρίον τούτο, ελληνικοτάτης τυγχάνον σημασίας, μοιραίως ακολουθούν τον ασύρματον συρμόν της εθνικομανούς μετονομασίας και της βιαίας έστω κι εν μέρει απρεπούς ούτως πάντων των εν Ελλάδι εξελληνίσεως (σαμπινιόλ με το στανιό!) μετονομάσθη νυν Δασοχώριον!

Ακούστε και άλλη απρεπή όλως και ξενοπρεπή μετονομασία. Το πολύγνωστον χωρίον Ξεροκάσι τ.δ. Αριστομένους, ακολουθούν και τούτο τ’ ακατάσχετο ρεύμα της μετονομασίας, μεταβαπτισθέν αυθαιρέτως μετονομάσθη «Σανφλαούρο». Τώρα εάν ερωτήσετε τους κατοίκους του χωρίου τούτου και άλλους Έλληνας, και αυτούς ακόμη τους επισήμους ονοματοδότας, τι περίπου σημαίνει η λέξις «Σανφλαούρο» (και καθ’ ημάς Σαν φλάμπουρο), είμεθα βέβαιοι ότι θα σας απαντήσουν με έναν μορφασμόν αμφίβολης εκφραστικότητος και μίαν έρρινον μονοσύλλαβην λέξιν «χμ!».

Και όμως την σχεδόν ελληνικήν ιστορικώς πολυσήμαντην κι εν πολλοίς ευνόητην και συνήθη λέξιν Σάμμαρι (ναν) = Αγία Μαρίναν του χωρίου Σάμμαρι τ.δ. Ιθώμης την μετονόμασαν «Ελληνοκλησιά», εκ τινός αρχαίου ελληνικού πολεμόπυργου, κειμένου 5 χλμ. βορείως του χωρίου τούτου και κοινώς ονομαζομένου υπό των περιοίκων «Ελληνοκλησιά».

Σημειωτέον, ότι όλα σχεδόν τα αρχαία ελληνικά κτήρια οι περίοικοι Έλληνες αγρόται εν τη συνήθει αμαθεία των αποκαλούν συνήθως «Ελληνοκλησιές» ή και απλώς Ελληνικά!

Εκ δε της τοιαύτης μετονομασίας «Βαβέλ – Μανδέβ» θα έλθη κάποτε καιρός, καθ’ ον οι διάφοροι ιστοριογράφοι, αρχαιολόγοι και γεωγράφοι θα ψάχνουν ματαίως ν’ ανεύρουν εκεί γύρω κάπου διάφορα ιστορικά χωρία και πολίσματα μετονομασθέντα, και όμως θα βρίσκωνται πάνω εις αυτά υπ’ άλλο όνομα δυστυχώς.

Άφεριμ – εφέντημ άφεριμ!

Φαίνεται πως το χωρίον Λυκουρέσι επί Τουρκοκρατίας αν μη και πρότερον έκειτο βορειότερον κάτω παρά την θέσιν «Λυκουδέσι» (λέξις ελληνικοτάτη), ένθα τουτέστιν υπάρχει και ταυτώνυμος σημαντική τοποθεσία και Σπηλιά – Κακόρεμα παρά την εκεί πλουσίαν πηγήν της Αγίας Θεοδώρας, ήτις είναι η πρώτη και κυριοτέρα πηγή του ποταμίσκου Άμφιτον – Ζαμή, όστις εισρέων ούτω εις Στενύκλαρον λεκανοπέδιον χωρίζει τον τ.δ. Ανδανίας από τον της Οιχαλίας.

Παρά την ειρημένην πηγήν και τον εξώναον της Αγίας Θεοδώρας υπάρχει προς δυσμάς και περίφημο σπήλαιον ή χάσμα Γης ονόματι «Τρούπα» κοινώς, βάθους εις διάσδυσιν 100-200 μέτρων, εις το οποίον οι παίδες κυρίως εισέρχονται χάριν περιεργείας μετά φόβου Θεού και πίστεως και με κεριά αναμμένα την Δευτέραν ημέραν του Πάσχα εκάστου έτους, όπου τότε οι κάτοικοι του χωρίου Λυκούρεσι ως και οι του ακόμη βορειότερον υπερκειμένου μεγαλοχωρίου Άνω Μπάστα συλλειτουργούνται εν τω μικρώ κείνω εξωναώ της Αγίας Θεοδώρας, όστις είναι Βυζαντινής εποχής και διαστάσεων 6Χ4Χ2 μ. θολοσκέπαστος. Σημειωτέον, ότι εν τω ειρημένω σπηλαίω επί Τουρκοκρατίας κατέφευγαν Μεσσήνιοι κλεφταρματωλοί και τούτων υποθάλπεται, ως και γυναικόπαιδα, μετά τροφίμων κατ’ εθνεγερσίαν 1821-9.

Επί της θολωτής στέγης του εξωνάου τούτου υπάρχουν φυτρωμένα πολλά πρινόδενδρα μικρά σαν μαλλιά τεραστίας κεφαλής γίγαντος. Περί του τοιουτόσχημου τούτου ναΐσκου υπάρχει και ο εξής αληθοφανής θρύλος, ορθώς εννοείται διατυπούμενος ο εκεί λέγεται πως αποκεφαλίσθη άγνωστον πότε, μία Καλογραιά ονόματι Θεοδώρα (;) ήτις υπό ανδρικόν ένδυμα ασκήτευε κατ’ αρχήν εις την προς Νότον αποκειμένην Μονήν Καλογραιών Παναγίας του προς Ανατολάς της Γαράντζας αποκειμένου μικροχωρίου Άγιοι Θεόδωροι (Εμείς φρονούμεν, ότι η ανδροντυμένη κείνη Καλογραιά ήτο μάλλον ανήρ μεταμφιεσμένος εις Καλογραίαν!).

Αύτη λοιπόν έτσι ντυμένη ασέβησε δήθεν επ’ άλλης Καλογραιάς, ην ούτω κατέστησεν έγκυον! Ένεκα τούτου ανακαλυφθείσα και κριθείσα νομοτρόπως κατεδικάσθη εις θάνατον και αποκεφαλίσθη. Προ δε της θανατικής εκτελέσεώς της διαμαρτυρομένη δια την άδικον αυτήν καταδίκην της είπε καταραστικώς: «Τα μαλλιά μου να γίνουν δένδρα, και το αίμα μου ποτάμι, για να κρεμασθούν και να πνιγούν οι αίτιοι της ασεβείας και του θανάτου μου». Δεν σώζεται όμως παράδοσις, αν η κατάρα της αύτη τελεσφόρησε πράγματι κατ’ ευχήν!

To ότι το χωρίον Λυκούρεσι πρωταρχικώς έκειτο βορείως κάτω παρά την ως είρηται τοποθεσίαν «Λυκούδεσι» (ως ονομάζετο κατ’ αρχήν πιθανοφανώς το χωρίον τούτο), αποδεικνύεται και εκ δύο τριών εκεί ναΐσκων ονόματι Αγιο – Βασίλης, Αγιο-Δημήτρης και Αγιο- – Σπυρίδων δυτικώς διαστάσεων 6Χ4Χ2 μ. Εκεί γύρω φαίνονται πολλά συντρίμματα κεράμων αρχαιοπρεπών ως και τούβλα προφανώς τάφου και λίθοι πλακοειδείς εντάφιοι και ίχνη υδρογείου, ιδίως εν τη παρά τον ναΐσκον Αγιο – Βασίλη σταφιδαμπέλω του Ιω. Βουρνά και Χρήστου και Πέτρου Βουρνά ευρέθη λιθόστρωτον εκ πέντε περίπου στρεμμάτων, όπερ όμως εμείς δεν είδομεν.

Τούτο προφανώς είναι δείγμα άλλοτε εκεί αγοράς μεγάλου εικότως συνοικισμού, μη όμως συγχωρουμένου κατά την γνώμην μας ένεκα της στενότητος και υποκινδυνότητος του χώρου λόγω σχηματισμού του εδάφους και των εκάστοτε ανωμάλων σχετικώς εθνικών περιστάσεων.

Εν τω ναΐσκω του Αγ. Βασίλη εντείχονται πεντεξοκτοί μικρογκόλιθοι επιμελώς κατεργασμένοι αρχαιοπρεπείς, ένδειξις προφανώς αρχαίου τινός ελληνικού κτηρίου.  Παρά την ανατολικήν αυτού πλευράν υψούται υπέρ χιλιετής αγριοδρύς ογκώδεις, Ν.Α. της τοποθετσίας αυτής εις θέσιν «Δούσια τ’ αλώνι» υπήρχεν άλλοτε κεραμοποιείον!

Εν τη εκεί σταφιδαμπέλω του Κωνστ. Καλυδώνη ευρέθη στενοπήγαδος βάθους 13 μ. έχων και νερό βάθους 5 μ. και φέρον επιστόμιον μισό χοντροπίθαρο. Πολλαχού κει βρίσκονται διάφορα μνήματα κοκκαλούχα. Στην αυτήν άμπελον ευρέθη εσχάτως κατακειμένη και κατάλευκη λίθινη στηλίς 1 μ. ύψους. Αύτη προφανώς χρησίμευεν άλλοτε της Αγίας Τραπέζης του προς βορράν εκεί του παρακειμένου ναΐσκου Άγιο Δημήτρης, φέρουσα μάλιστα στην κορυφήν της και μικρόν κοίλωμα ή γουβίτσαν προς εναπόθεσιν εν αυτώ των αγίων λεγομένων εγκαινίων μύρων.

Την στηλίδα ταύτην οι περίοικοι εν τη ευλόγω αγνοία των μας την προείπαν σαν δισκοπότηρον ως εκ του καμπυλωτού κατά το μέσον σχήματός της.

Φαίνεται πως οι κάτοικοι του ειρημένου χωρίου «Λυκούδεσι» συνήθως συγκρούονται πάλαι ποτέ με τους κατοίκους του ως είρηται υπερκειμένου χωρίου Άνω Βάστα νυν τ.δ. Λυκοσούρας, ως προς την χρήσιν κυρίως του ύδατος της ειρημένης πηγής και ως προς την κυριότητα και εκμετάλλευσιν του ειρημένου εξωνάου της Αγίας Θεοδώρας, ως συμβαίνει παρά τους διαφόρους περιοίκους αγρότας της Ελλάδος.

Νικηθέντες δε είτε ως ολιγότεροι, είτε ως υποκείμενοι αναγκάσθησαν και εγκατέλειψαν το κοιλώδες χωρίον των Νυκούδεσι και αναβώντες ολίγον νοτιότερον συνοίκισαν το νυν χωρίον Λυκούρεσι, σχεδόν ταυτώνυμον, εγγύς και προς Β. του οποίου υψούνται δύο γηραλαίαι χονδραί Καστανέαι, εξ ων και ταυτώνυμος τοποθεσίας «Καστανιών».

Το χωρίον Λυκούρεσι έχει πέντε εξ πηγάς και κρήνας, ως αι μάλλον ονομασταί είναι το Κεφαλάρι, Πλατάνι, Μαυρονέρι και η βρύση του Καλυδώνη! Εκ πασών τούτων απορρέει ύδωρ ψυχρόν, κρυσταλλικόν και πολύ υγιεινόν. Έχει πολλάς αχλαδέας, εξ ων παράγονται μεγάλα και μακρά εύχρωμα και εύγευστα και εύχυμα αχλάδια.

Επίσης παράγει σταφιδόκαρπον εκλεκτόν και άφθονα γύρω περίφημα κούμαρα. Έχει γενικώς κλίμα κατά το θέρος ιδίως τερπνότατον και αφθονίαν τροφίμων παντός είδους. Ο δε πάντων ευχαριστότατον είναι ότι οι κάτοικοι αυτού είναι λίαν αβρόφρονες και φιλόξενοι. Μόνον το προς Διαβολίτσιον ζυγκζαγκοειδές μακρύ πλάγι του είναι κάπως δυσανακατάβατον κι εκ τούτου προφανώς ανιαρόν, της προς το μέρος εκείνο ορθουμένης βουνοπλευράς «Ποτόκι».

Εις τα λημέρια του Λυκούρεσι επί Τουρκοκρατίας ως επί το πλείστον κατέφευγον οι εκείθεν γύρω καταγόμενοι κλεφτοαρματωλοί Βουρνάδες, Πετροβαΐοι, Γιαλαμάδες, Γκότσηδες, Φίλιοι, Κουλούρηδες, Σιώρηδες, Πρασσάδες, Βαλκανάδας κ.λπ.

Κατά δε την Εθνεγερσίαν του 1821 -9 πολυειδώς και πολυτρόπως εκ Λυκούρεσι ως οπλαρχηγοί κυρίως έδρασαν τρεις αδελφοί Βουρνάδες μετά των εκεί γύρω συγγενών και εμπίστων φίλων των. Δια τας προς την πατρίδα τοιουτοτρόπους υπηρεσίας των η Ελληνική Κυβέρνησις παρεχώρησεν είτα στους αδελφούς Βουρνάδες μεγάλην ιδιοκτησίαν στην θέσιν «Κεραμίδια» της κτηματικής περιφερείας Διαβολιτσίου.

Εκ της οικογενείας των Βουρνάδων πολλά μέλη σήμερον κατέχουν επιζήλους θέσεις εν τη ελληνική κοινωνία.

Σημειωτέον, ότι την τοπογραφικήν και ιστοριολογικήν αυτήν έκθεσιν οφείλω κυρίως στην ευγενικήν καλωσύνην των αξιοτίμων Ιωάν. Βουρνά και Σπ. Αδαμοπούλου εγκρίτων δικηγόρων εν Αθήναις, οίτινες κατά το παρελθόν θέρος κατά την εκ Λυκούρεσι ιστοριοδιφικήν διέλευσίν μου με συνόδευσαν αβροφρόνως εις όλας τας ως πρόσθεν είρηται αξιοσημειώτους τοποθεσίας.

ΙΩΑΝ. Δ. ΚΕΦΑΛΑΣ