Θάρρος 1936: Με την πρόοδο της μηχανικής επιστήμης, σε ένα λεπτό 1200 τσιγάρα

Θάρρος 1936: Με την πρόοδο της μηχανικής επιστήμης, σε ένα λεπτό 1200 τσιγάρα

Η απόδοσις των σιγαροποιητικών μηχανών

-Πώς κατεσκευάζοντο προπολεμικώς τα τσιγάρα

-Η περίφημη «φιόγκα», οι σιγαροποιοί και οι ψαλλιδιστές

-Τα πλεονεκτήματα των μηχανών

-Σε ένα λεπτό 1.200 τσιγάρα!

-Μια μηχανή αντικαθιστά 400 εργάτες σιγαροποιούς

-Πώς θα ελύετο το ζήτημα της ανεργίας

-Η ποιοτική υπεροχή των καλαματιανών σιγαρέττων

Του εκλεκτού συνεργάτου του «Θάρρους Γ.Π.

«ΘΑΡΡΟΣ» 22 Νοεμβρίου 1936

Πάντα είχα υπ’ όψιν μου και έγραφα κάτι για τις καπνοβιομηχανίες της Καλαμάτας, για τις οποίες ούτε μια λέξη δεν έχει χαραχθή αφ’ ότου ιδία τα εργατικά χέρια αντικατέστησεν η μηχανή, που απέβη ο μεγαλύτερος συντελεστής της ανεργίας και της εν συνεπεία τούτου γενικωτέρας οικονομικής κρίσεως.

Φαίνεται πως είμαι τυχερός. Προχθές, λοιπόν, τυχαία συναντήθηκα με τον ανοιχτόκαρδο φίλο, δημαρχούντα Καλαμών Ανάργυρον Δαμηλάτη.

-Θα με συνοδέψης, με παρακαλεί, μέχρι το εργοστάσιο, αφού προς τα εκεί άλλως τε πηγαίνεις…

Κι αμέσως εζωντάνεψε στη μνήμη μου η παληά μου επιθυμία να κάμω μιαν έρευνα στο δημόσιο καπνεργοστάσιο, στο ίδρυμα αυτό που προσφέρει υπέρ τα εξ εκατομμύρια δραχμών μηνιαίως στο κράτος και όπου η μηχανική επιστήμη έχει επιτελέσει θαύματα.

-Είμαι στη διάθεσή σου, του απάντησα.

Και σε λίγο να με μπροστά στον διευθύνοντα το εργοστάσιο Β. Δασκαλάκη, έναν άνθρωπον ακούραστον και ευγενέστατον. Ο Δασκαλάκης προθυμότατα με συνοδεύει εις όλα τα διαμερίσματα των βιομηχανιών της πόλεώς μας, και μου παρέχει όλα τα μέσα επικοινωνίας μου με τους ανθρώπους εκείνους που σκυμμένοι πάνω στο καθήκον, τροφοδοτούν έναν κόσμον ολόκληρο με το προϊόν εκείνο που είναι ο απαραίτητος σύντροφος του ανθρώπου, ιδία στις ώρες της ανίας του και που αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα έσοδα του κράτους.

Το τσιγάρο της «Φιόγκας»
Το δημόσιο καπνεργοστάσιο το γνώρισα προπολεμικά από κοντά, πολύ κοντά… Η εικόνα του είναι πάντα χαραγμένη στο φακό της μνήμης μου και με την προκατάληψη αυτή μπήκα στο διαμέρισμα της καπνοβιομηχανίας των Αφών Δαμηλάτη. Ενόμιζα πως θα ιδώ σκυμμένους πάνω σε μακριά τραπέζια τους σιγαροποιούς, που ο καθένας τους απέδιδε την ημέρα, εργαζόμενος τότε δεκάωρο, δύο –τρία το πολύ κιλά, δηλαδή 120 πακέτα τσιγάρα των 25 γραμμαρίων το ένα.

Και ενόμιζα ακόμη πως θα ιδώ τη «φιόγκα» μέσα στην οποία ο σιγαροποιός, έχοντας μπροστά του έναν όγκο καπνού, έβαζε ποσότητα ενός τσιγάρου, που παρασκευαζόταν ως εξής: Η φιόγκα ήταν ένα κομμάτι χαρτιού σκληρού «ιλλουστρέ» διαστάσεων ενός και ημίσεως περίπου τσιγάρου. Μέσα στη φιόγκα αυτή που ήταν καρφωμένη στο τραπέζι και αντικαταθιστιόταν σε δύο ημέρες, έβαζε καπνό ο σιγαροποιός και το «εστρογγύλευε» μεθ’ ο «έχωνε» στην άκρη της, που ήταν κάπως αιχμηρή, το σιγαρόχαρτο και με ένα στρογγυλό ξυλαράκι, που λεγόταν «σκουντηστήρι», ωθούσε με το δεξί του χέρι τον καπνό, που διοχετευόταν στο σιγαρόχαρτο. Έτσι εγέμιζε το σιγαρόχαρτο, απ’ τις δύο άκρες του οποίου όμως εξείχε με ψαλλιδάκι άλλος εργάτης, ο «ψαλλιδιστής».

Το σιγαρόχαρτο ερχόταν απ’ την πηγή του μέσα σε χαρτονένια κουτιά του ενός κιλού, έτοιμο, κολλημένο, ακριβώς δηλαδή, καθώς το βλέπουμε σήμερα στα τσιγάρα. Και ο σιγαροποιός του παληού καιρού για την κατασκευήν ενός κιλού αμείβονταν τόσο, όσο του αρκούσε να ζη ανθρώπινα. Λαμβανομένης, δηλαδή, υπ’ όψιν της σημερινής νομισματικής αξίας, ένας καλός σιγαροποιός, αποδίδοντας τρία κιλά την ημέρα, θα εξασφάλιζε σ’ ένα οκτάωρο περίπου 150 δραχμές.

Τα μηχανοποίητα
Ατυχώς, ένας κόσμος ολόκληρος επέπρωτο να ριχτή στην ανεργία μετά την εξάπλωση της μηχανικής προόδου και την καθιέρωση του μηχανοποιήτου τσιγάρου. Μόνο δε εκείνοι που είχαν υπερεικοσαετή εργασία πήραν μια κάποιαν αποζημίωση από 3.000 – 4.500 δραχμές ως εφ’ άπαξ και οι άλλοι επετάχτηκαν στους δρόμους… υπήρξαν και αυτοί θλιβερά θύματα της προόδου. Γιατί οι κολοσσοί αυτοί που λέγονται σιγαροποιητικές μηχανές δεν αντικαταστήσανε μονάχα τους σιγαροποιούς. Αντικαταστήσανε και τους «ψαλλιδιστές» και τους  «κολλητές» του τσιγάρου, έναν κόσμον τεράστιον εις αριθμόν.

Γιατί η μηχανή αυτή είναι ένα τέρας εφευρέσεως. Της ρίχνεις από το επάνω μέρος όπου ένα μεγάλο κιβώτιο, καπνό, τοποθετείς σε ένα άλλο μέρος σιγαρόχαρτο, όχι διαστάσεις ενός τσιγάρου αλλά μιας ταινίας σχήματος ταινίας τηλεγράφου και σε ένα λεπτό της ώρας έχεις μπροστά ένα ολόκληρο κιλό τσιγάρα. Αν δε η μηχανή αναπτύξη ταχύτητα, αποδίδει 1.200 τσιγάρα στο λεπτό! Έχει, δηλαδή, υπολογισθή ότι μία σιγαροποιητική μηχανή αντικαθιστά υπερτετρακοσίους σιγαροποιούς! Με άλλους λόγους απλούστερους οι σιγαροποιητικές μηχανές της Καλαμάτας αντικαταστήσανε τέσσαρες χιλιάδες εργάτες, τόσους δηλαδή όσοι δεν θα μπορούσαν να εξευρεθούν για να μπορέση η παραγωγή να ανταποκριθή στη ζήτηση της καταναλώσεως.

Αντιλαμβάνεται πια κανείς το μέγεθος της συμφοράς που επροξένησαν αυτά τα άψυχα τέρατα της εφευρέσεως, όπως αντιλαμβάνεται ότι, αν κατηργούντο μόνο οι μηχανές των τσιγάρων, το ζήτημα της ανεργίας θα ελύετο ως δια μαγείας σε κάθε κράτος.

Τα πλεονεκτήματα των μηχανών
Ικανοποίησα όλη την περιέργειά μου, ερευνήσας τα κυριώτερα εξαρτήματα των μηχανών αυτών και έχοντας για καθοδηγητή και συμβουλευτή μου τον Δασκαλάκη. Αλλά πρέπει εδώ να ομολογηθή πως το ρητό «ουδέν καλόν αμιγές κακού» βρίσκεται την πιο εξαίρετη αντίστροφη δικαίωσή του, όταν αναλογισθή κανείς το γεγονός ότι οι μηχανές αυτές χάρις σε μιαν ειδική σκευασία τους «κοσκινίζουν» τον καπνό και τον διοχετεύουν ξελαμπικαρισμένον από κάθε παράσιτο, πράγμα που δεν συνέβαινε με τα χειροποίητα τσιγάρα, αφού το μάτι του ανθρώπου φυσικόν είναι να… παραβλέπη αθέλητα. Το πλεονέκτημα αυτό των μηχανών είναι εκείνο που Αθηναίοι καπνοβιομήχανοι διαφημίσανε κατά κόρον, ως «μονοπωλιακό» προσόν των σιγαρέττων τους. Θέλω, δηλαδή, να πω, ότι δεν πρέπει να δίνουμε αβασάνιστα πίστη σε ό,τι μας ρεκλαμάρει η πρωτευουσιάνικη βιομηχανία σιγαρέττων. Και τονίζω το σημείο αυτό, γιατί έχω υπ’ όψιν μου μια τεράστια ρεκλάμα ενός μεγάλου καπνοβιομηχάνου που διεσάλπιζε πέρυσι πως αυτός μονάχα έχει το μηχάνημα της εξαφανίσεως των παρασίτων του καπνού. Ενώ στην πραγματικότητα – δεν ξέρω αν και σε άλλες επαρχίες – οι καλαματιανές βιομηχανίες είναι ατόφιες με τις των Αθηνών από της πλευράς αυτής.

Η σιγαροποιητική μηχανή του Δαμηλάτη, λόγου χάριν, το πλεονέκτημα τούτο τώχει μέσα στα εξαρτήματά της και το βλέπεις μπροστά σου.

Επίσης, και οι άλλοι μας καπνοβιομήχανοι διατηρούν ξεχωριστές τέτοιες μηχανές κοσκινίσματος του καπνού και εξαφανίσεως των παρασίτων.

Οι Αφοί Καρέλια, Τσιλιβή και Δαμηλάτη έχουν να επιδείξουν κάτι αφαντάστως προοδευτικό από απόψεως κατασκευής σιγαρέττων. Οι μηχανικές εγκαταστάσεις  των είναι τόσες και τέτοιες που θα εχρειαζόμουν στήλες ολόκληρες για να μιλήσω έστω και σε γενικές γραμμές και οι οποίες, όχι μονάχα είναι όμοιες με τις τεράστιες αθηναϊκές επιχειρήσεις, αλλά, μπορώ να βεβαιώσω, πιο προοδευμένες από πάσης απόψεως.

Η ποιοτική απόδοση
Έχοντας κανείς υπ’ όψιν του τα αδιαμφισβήτητα αυτά δεδομένα μπορεί να βεβαιώση ανεπιφύλαχτα πως το καλαματιανό τσιγάρο κατακυριεύει την Ελλάδα, δοθέντος, ότι μερικοί καπνοβιομήχανοί μας έρχονται στην 5η και την 7η σειρά στο πάνθεον της ελληνικής καπνοβιομηχανικής καταναλώσεως και ότι καλαματιανά τσιγάρα καπνίζει και η Κρήτη, η Αττική, τα νησιά του Αιγαίου και η Ήπειρος.

Αλλά γιατί υπερτερούν σε ποιοτική απόδοση τα καλαματιανά τσιγάρα; Για έναν όχι τελείως άμοιρον των πραγμάτων, όπως ο υποφαινόμενος που «γενεαλογικώς» έχει μια θεωρητική πείρα 40 χρόνων, η απάντηση δεν είναι δύσκολη. Και να την: Διότι η αθηναϊκή καπνοβιομηχανία έχει να μας δείξη καινούριο προσωπικό, αφού όλοι σχεδόν οι παλαίμαχοι αποζημιώθηκαν, ενώ η καλαματιανή και μετά την απομάκρυνση των παληών, εφρόντισε να κρατήση ως επί το πλείστον παλαιμάχους καπνεργάτες, που φυσικόν είναι να αποδίδουν πολλά, περισσότερα από την νεότητα.

Αλλά δεν είναι μονάχα τούτο. Οι καπνοβιομήχανοί μας είναι αληθινοί κέρβεροι στη δουλειά τους. Είναι κι αυτοί πρώτα εργάτες κι έπειτα κοινωνικοί άνθρωποι. Αλλά το ουσιώδες έγκειται στο γεγονός ότι οι καπνοβιομήχανοί μας, Καρέλιας, Τσιλιβής, Δαμηλάτης, Πτωχούλης, Καραμπίνης, ψημένοι μέσα στον καπνό, αποφεύγουν τις δια τρίτων προσώπων προμήθειές των, προτιμώντες να έρχονται εις απ’ ευθείας συνεννοήσεις με την παραγωγή όχι για λόγους οικονομιών, αλλά για τέτοιους επιλογής του καπνού, πράγμα που δεν παρατηρείται στις μεγάλες καπνοβιομηχανίες, που βασίζουν την κατανάλωσή τους ως επί το πλείστον στη ρεκλάμα και την εμφάνιση του πακέτου, που τελευταία και η προϋπόθεση αυτή (της εμφανίσεως του πακέτου) βρίσκει το αντίρροπό της στην ωραίαν εμφάνιση των καλαματιανών πακέτων.

Με τούτου, ουδέ πόρρωθεν, διανοούμαι να υποτιμήσω τις «ξένες», ας πούμε, καπνοβιομηχανίες. Απλώς θέλω να τονίσω την υποχρέωση που έχουμε όλοι να υποστηρίζουμε την εγχωρία βιομηχανία και για λόγους τοπικιστικούς, αλλά και διότι τα καλαματιανά τσιγάρα, αν δεν υπερέχουν των αθηναϊκών, όμως δεν υστερούν εν συγκρίσει προς αυτά, εις τίποτε…

Και η υποχρέωσή μας αυτή ανακύπτει πιο επιτακτική όταν δεν πρέπει να αγνοούμε πως η καλαματιανή καπνοβιομηχανία προσφέρει μηνιαίως υπέρ τα εξ εκατομμύρια δραχμών εις φόρους στο κράτος…

Γ. ΠΕΡ.