Κι άλλη πάστα…

Κι άλλη πάστα…

Όταν από τις ανερχόμενες σκάλες του μετρό ανέτειλε, καταλαμβάνοντας ολόκληρο το εύρος τους, η ογκωδέστατη  φιγούρα της κυρίας Λλλαρίσσσας, μου έγινε αμέσως σαφές ότι θα έχανα τον χρόνο μου και όχι μόνο. Σύμφωνα με τον οικογενειακό μας γιατρό, η μητέρα μου είχε μπροστά της από μερικές ημέρες έως ελάχιστους μήνες ζωής, αυτό θα το αποφάσιζε ο Θεός. Κι επειδή οι γυναίκες  που τη φρόντιζαν –όλες αλλοδαπές– εγκατέλειπαν την προσπάθεια και έφευγαν η μία μετά την άλλη ύστερα από δύο, το πολύ τρεις ημέρες, δεν είχα άλλη επιλογή, παρά να δοκιμάσω την τύχη μου ακόμα μία φορά, τώρα με μία ηλικιωμένη από την πρώην ΕΣΣΔ. Με πλησίασε ασθμαίνουσα, λες και οι κυλιόμενες σκάλες βρίσκονταν εκτός λειτουργίας και είχε αναγκαστεί να τις ανέβει μόνη, στηριζόμενη στα δυσκίνητα, παχιά κάτω της άκρα. Είχαμε συνεννοηθεί να κρατώ ένα κίτρινο τετράδιο, όμως εγώ δεν θα χρειαζόμουν την παραμικρή βοήθεια για να την αναγνωρίσω. Το πρόσωπό της ήταν φτυστό του Μπρέζνιεφ, αλλά με ξανθό μαλλί, του οποίου οι λευκές ρίζες μαρτυρούσαν την παλαιότητα της βαφής. Μου έτεινε το παχουλό και υγρό της χέρι. Ανταποκρίθηκα απρόθυμα. Της υπέδειξα ένα ζαχαροπλαστείο στα τριάντα μέτρα απ’ το σημείο όπου στεκόμασταν. Στην τσέπη μου είχα μόνον ένα χαρτονόμισμα των δέκα ευρώ. 

Τι θα πάρετε; Ρώτησε ευγενικά η κοπελίτσα που εκείνη την ώρα εκτελούσε χρέη σερβιτόρας.

Εγώ, έναν καφέ ελληνικό, ελαφρύ, χωρίς ζάχαρη. Πετάχτηκα πρώτος, μόνο και μόνο για να υποβάλω στην κ. Λλλαρίσσσα την ευπρέπεια να παραγγείλει κάτι απλό και –κυρίως!– φτηνό.  

Ιεγουώ θα πάρουω μία πουάσσστα! Αποκρίθηκε ασυγκίνητη. Όταν έφυγε η σερβιτόρα και πριν ξεκινήσω τη συζήτηση, έριξα μια διακριτική ματιά στον κατάλογο. Δυόμισι ευρώ ο καφές και τριάμισι η πάστα, σύνολο έξι, σκέφτηκα και αυτοκαθησυχάστηκα. Κι ένα ευρώ ν’ αφήσω για πουρμπουάρ, θα μου μείνουν και ρέστα… 

Αλλά τότε συνειδητοποίησα και εκείνο που απ’ την πρώτη στιγμή θα όφειλα να είχα αντιληφθεί: η παχύσαρκη, ηλικιωμένη αλλοδαπή ήταν εντελώς ακατάλληλη για την δουλειά που την ήθελα, δηλαδή να φροντίζει μία υπερήλικη γυναίκα με μεγάλα πλέον κινητικά προβλήματα, να τη σηκώνει από το κρεβάτι της και να την μετακινεί. Έδειχνε δε μάλλον πως και εκείνη η ίδια είχε ανάγκη… βοηθού! Επομένως, τζάμπα η πάστα και ο χρόνος που ξόδευα.Έτσι, περιορίστηκα σε αδιάφορα λόγια, τα γνωστά και προβλέψιμα, αν ήταν τώρα καλύτερα τα πράγματα στην πρώην ΕΣΣΔ ή επί κομμουνισμού και τα σχετικά, ίσα που να φάει η κ. Λλλαρίσσσα την πάστα και να περάσει ο χρόνος, να μ’ αδειάσει τη γωνιά. Ήδη ένοιωθα στενάχωρα και προσπαθούσα σιγά-σιγά ανταποκρινόμενος στα φτωχά Ελληνικά της να της δώσω να καταλάβει πως η μητέρα μου ήταν δύσκολη περίπτωση και πώς θα την κούραζε πολύ, άρα μάλλον να έψαχνε για κάτι άλλο. Εν τω μεταξύ, είχε καταβροχθίσει την ομολογουμένως γενναιόδωρων διαστάσεων σοκολατίνα της. Αφού σκουπίστηκε με την χαρτοπετσέτα και κατέβασε σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ένα ποτήρι κρύο νερό, μου… το πέταξε!

Θιέλου κι άλλλιε πουάσσστα! Το θράσος και η απαιτητικότητά της με άφηναν σύξυλο. Είχα βγει απ’ το σπίτι με σκοπό να βρω μια γυναίκα για τη μητέρα μου και όχι για ν’ αγοράσω ένα ζαχαροπλ-αστείο! Φτου κι απ’ την αρχή: δυόμισι ευρώ ο καφές και τριάμισι η μία πάστα, σύνολο έξι. Και άλλα τριάμισι η δεύτερη, εννιάμισι. Μένει κι ένα πενηντάλεπτο για πουρμπουάρ. Κομμάτια να γίνει…

Αυτή και τέρμα, κ. Λαρίσα! Δεν έχω άλλα λεφτά! Κάλεσα την κοπέλα, την πλήρωσα με το δεκάρικο και άφησα τη Λλλαρίσσσα να καταβροχθίσει και τη δεύτερη πάστα. Θεέ μου, τι παραλογισμός! Συνάντησα μια απολύτως άγνωστή μου γυναίκα για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα, μόνο και μόνο για να την ταΐσω δυο πάστες και να χωρίσουν και πάλι οι δρόμοι μας για πάντα! 

Τελικά τα μάτια της μητέρας μου τα ‘κλεισε τέσσερις μήνες αργότερα μια Γεωργιανή. Καλή γυναίκα.     

Του Φ.Κ. Παπαδημητρίου

*Ο Φίλιππος Παπαδημητρίου είναι Φιλόλογος Αγγλικής, εργάζεται δε και ζει μόνιμα στην Μεσσηνία, με την οποία τον συνδέουν σχέσεις καταγωγής. Έχουν εκδοθεί τα βιβλία του Παρατηρήσεις από ένα Λόφο και Ο Λεξιλογικός Δανεισμός της Ελληνικής προς την Αγγλική, ενώ επίκειται η έκδοση της συλλογής ευθυμογραφημάτων του με τον γενικό τίτλο Ημέρες Αίγλης. Έχει βραβευτεί για το λογοτεχνικό του έργο από τη Δημόσια Κρατική Βιβλιοθήκη Καλαμάτας. Λογοτεχνικά και επιστημονικά του κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά με πανελλήνια εμβέλεια.