Δεν θέλω υπερβολές!

Δεν θέλω υπερβολές!

ευθυμογράφημα

Ο γενικός αρχίατρος Δημήτριος Π. διετέλεσε περί τις αρχές της δεκαετίας του 1960 διοικητής ενός μεγάλου επαρχιακούστρατιωτικού νοσοκομείου. Πριν προχωρήσω στην αφήγηση του πιο κάτω περιστατικού, θεωρώ χρήσιμο να πω κάτι για τον χαρακτήρα του, αν και δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω  πολύ καλά ως άνθρωπο. Λοιπόν, ανκαι στρατιωτικός ιατρός καριέρας, είχε την τάση να συγκρούεται με οποιαδήποτε κυβέρνηση και με οποιονδήποτε υπουργό ήταν ο άμεσος προϊστάμενός του! Το αποκορύφωμα υπήρξε η σφοδρή του αντιπαράθεση με τον παντοδύναμο τότε πρωθυπουργό, με τον οποίο –όπως, τουλάχιστον, μου είπε κάποια στιγμή ο πατέρας μου– παραλίγο να έρθουν στα χέρια μες στο πρωθυπουργικό γραφείο. Το συγκεκριμένο συμβάν στοίχισε στον άνθρωπο αυτόντη λαμπρή συνέχιση της καριέρας του, τον βαθμό του υποστρατήγου και τη διοίκηση του Υγειονομικού Σώματος του Στρατού. Επιπλέον, οδήγησε και στην πρόωρη αποστρατεία του.

Ένα πρωινό, λοιπόν, και ενώ βρισκόταν μόνος του,απασχολημένος στο διοικητήριο του νοσοκομείου, άκουσε ένα διστακτικό, δειλό μάλλον, χτύπο στην πόρτα. Φώναξε σ’ αυτόν που είχε χτυπήσει να μπει μέσα και τότε  μπροστά του εμφανίστηκε ένα φοβισμένο φανταράκι. Αμέσως, βρόντηξε και τις δυο παλάμες του στο βαρύ, καρυδένιο γραφείο, προσποιούμενος τον έκπληκτο και θυμωμένο!

–  Στρατιώτη! Πώς τολμάς να χτυπάς την πόρτα του διοικητή! Τι δουλειά έχεις εδώ μέσα;

–  Κκκ…. κύριε διοικητά, εγώ… δεν… δηλαδή… ήθελα μόνο…

–  Σκασμός, αναιδέστατε! Ό,τι κι αν ήθελες, παρεμβάλλονται ένα σωρό άνθρωποι στην ιεραρχία του νοσοκομείου, στους οποίους θα μπορούσες να είχες απευθυνθεί και όχι να έρθεις απρόσκλητος στο γραφείο του διοικητού! Θα έπρεπε να σε τιμωρήσω πολύ αυστηρά, αλλά, όπως σε κόβω, απαλλάσσεσαι λόγω… βλακείας! Κλείσε την πόρτα,πες μου γρήγορα τι θέλεις και αμέσως μετά εξαφανίσου και μη σε ξαναδώ στα μάτια μου!Τότε το τρομοκρατημένο, κάτωχρο και αξιολύπητο φανταράκι έβγαλε από την τσέπη του αμπέχονού του ένα δερμάτινο ανδρικό πορτοφόλι, πλησίασε προς το γραφείο του γενικού αρχιάτρουκαι, χωρίς να αρθρώσει λέξη, το άφησε επάνω. Το πορτοφόλι ξεχείλιζε από χαρτονομίσματα, τόσο που δύσκολα κρατιόταν κλειστό και διπλωμένο. Ο Δημήτριος Π. εντυπωσιάστηκε και συγκινήθηκε βαθιά, δεν έδειξε όμως το παραμικρό.

–  Τι είναι αυτό, στρατιώτη; Πορτοφόλι, ε; Πού το βρήκες;

–  Ακριβώς έξω απ’ το διοικητήριο, κύριε…. γι’ αυτό ήρθα κατευθείαν σε σας… δεν βρήκα και κανέναν ανώτερό μου στον προθάλαμο και στα γραφεία. Πράγματι, εντελώς συμπτωματικά, εκείνη την ώρα σε ολόκληρο εκείνο τον χώρο δεν υπήρχε κανείς άλλος, ούτε από το στρατιωτικό, ούτε από το υπαλληλικό προσωπικό. Ο στρατιώτης, εκτός από ακραία φοβισμένος και παρά τη στολή που έκρυβε την γενικότερή του κατάσταση, έδειχνε και αναμφίβολα πάμπτωχος.

–  Καλά… καλά… τέλος πάντων… άντε, πήγαινε τώρα και άλλη φορά να είσαι προσεκτικότερος με θέματα αφορώντα στην στρατιωτική ιεραρχία. Θα μεριμνήσω εγώ, ώστε το πορτοφόλι να φτάσει στον κάτοχό του… έλα, έλα, πήγαινε, είπα! Μολονότι προσπάθησε ν’ ακουστεί αυστηρά υπηρεσιακός,ο διοικητής με δυσκολία συγκράτησε, και μάλιστα την τελευταία στιγμή, ένα απείθαρχο δάκρυ.

Το επόμενο πρωί, στην αναφορά του λόχου διοικήσεως του νοσοκομείου, ανακοίνωσε τα εξής: Τον στρατιώτη (Τάδε), ο οποίος βρήκε εις τον χώρον έμπροσθεν του διοικητηρίου ανδρικόνπορτοφόλιον πλήρες χαρτονομισμάτων και αμέσως το παρέδωκεν εις ανώτερόν του, επαινούμενδημοσίως, του χορηγούμεν δε ως ηθικήνανταμοιβήνδεκαήμεροντιμητικήνάδειαν! Επιπλέον καθιστούμεν σαφές ότι… οποιοσδήποτε άλλος στρατιώτης ή μέλος του στρατιωτικού προσωπικού του νοσοκομείου παρουσιάσει ανάλογον εύρημα, θα τιμωρηθεί με δεκαήμερονφυλάκισιν! 

Αθάνατε, θείε Δημήτρη…

Του Φ.Κ. Παπαδημητρίου