Φώτης Βαλλάτος: «Η Μεσσηνία προσφέρει στον επισκέπτη ολοκληρωμένη εμπειρία»

Φώτης Βαλλάτος: «Η Μεσσηνία προσφέρει στον  επισκέπτη ολοκληρωμένη εμπειρία»

Ο καταξιωμένος δημοσιογράφος γαστρονομίας και “travel editor” του περιοδικού “Blue” της Aegean μιλά στο «Θάρρος»

Ψάχνοντας πληροφορίες για τη συνέντευξη με τον Φώτη Βαλλάτο, πριν τον συναντήσω κατά την τελευταία του ιδιωτική επίσκεψη στην Καλαμάτα, συνειδητοποίησα πως, εκτός από ένας καταξιωμένος “travel editor”, είναι ένας άνθρωπος ιδιαίτερα δημιουργικός, καθώς αρέσκεται να καταπιάνεται με αρκετά πράγματα, βάζοντας τη δική του «υπογραφή» σε ό,τι κάνει. 

Στην κουβέντα μας, που ξεπέρασε τη μια ώρα, μιλήσαμε για τη διαδρομή του όλα αυτά τα χρόνια στο χώρο των media, για τα 20 χρόνια συνεργασίας του με το περιοδικό “Blue” της Aegean Airlines, για τις «κουζίνες» του «κόσμου», όπως και την ελληνική, για το πώς βλέπει ο ίδιος τη Μεσσηνία και την Καλαμάτα ως ταξιδιωτικούς προορισμούς, αλλά και για το πώς βιώνει τον τελευταίο 1,5 χρόνο… 

Ο ίδιος επιμένει να αυτοπροσδιορίζεται ως «ταξιδιωτικός και γαστρονομικός» δημοσιογράφος… Το δικό μου συμπέρασμα, μετά την κουβέντα μας, είναι πως πρόκειται για έναν αληθινό «κοσμοπολίτη», που δύσκολα πλέον συναντά κανείς στις μέρες μας… 

Συνέντευξη στον Κώστα Γαζούλη

-Διαβάζοντας κανείς το «βιογραφικό» σου εντυπωσιάζεται από τα πράγματα που έχεις κάνει. Πώς αυτοπροσδιορίζεσαι, «δημοσιογράφος», “dj”, “γευσιγνώστης”;

Ξεκίνησα πριν από 21 χρόνια περίπου ως, ας το πω, δημοσιογράφος αστικής κουλτούρας, με εμπειρία κυρίως στην αθηναϊκή ζωή. Underground κουλτούρες, μουσικές, εναλλακτικό night life, γενικά ό,τι ήταν κρυμμένο στα υπόγεια ή στους πίσω δρόμους. Δούλεψα για 7 χρόνια στα περιοδικά της ΙΜΑΚΟ του Πέτρου Κωστόπουλου, ύστερα μαζί με μια ομάδα δημοσιογράφων αναλάβαμε τη δεύτερη εποχή του “Free”, για να ακολουθήσει η διεύθυνση σύνταξης στη “Lifo” μέχρι που το 2013 με μια ομάδα δέκα ανθρώπων φτιάξαμε το “POPAGANDA”, με το οποίο ολοκλήρωσα τη συμμετοχή μου και πριν από λίγους μήνες…

-Εκεί φέρατε και μια «επανάσταση» στις ελληνικές ιστοσελίδες…

Είναι αλήθεια ότι το Popaganda έφερε μια νέα οπτική στο χώρο των digital media, που πολλοί ακολούθησαν στη συνέχεια. Εκείνη την εποχή τα περισσότερα site δεν είχαν αμιγώς δικό τους περιεχόμενο, το copy-paste ήταν κοινός τόπος. Εμείς αποφασίσαμε να πάμε κόντρα σε όλο αυτό και να δημοσιεύουμε αποκλειστικά πρωτογενές περιεχόμενο – όλα τα θέματα και οι φωτογραφίες ήταν δικής μας παραγωγής, κάτι αδιανόητο τότε, ακόμα και για τα μεγάλα site της εποχής. 

Παράλληλα με όλα τα παραπάνω, είχα κάνει και λίγο τηλεόραση στις αρχές του 2000, αρχικά στο Alter με την εκπομπή “Hackers”, που είχε μεγάλη απήχηση στη νεολαία και έφερε κάτι πολύ φρέσκο τότε στην οθόνη. Λίγο αργότερα συμπαρουσίασα στην ΕΡΤ με τη Μαργαρίτα Μυτιληναίου την εκπομπή Ντο-ρέ – ένας κύκλος 13 εκπομπών προπομπός του Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης που τότε είχαν προσπαθήσει να αναβιώσουν. Επίσης, συμμετείχα πάλι στην ΕΡΤ σε ένα μαγκαζίνο με τη Λένα Αρώνη και αργότερα στο Mega έκανα συνεντεύξεις στην εκπομπή Joy .

Επίσης μετά το 1995 και για κάποια χρόνια διετέλεσα μάνατζερ του συγκροτήματος “Raining Pleasure”, ενώ έπαιζα συχνά και μουσική ως dj σε διάφορα μπαρ και κλαμπ της Αθήνας. Τώρα πια έχω σταματήσει και παίζω πολύ σποραδικά σε ειδικές περιστάσεις. 

Σταδιακά λόγω της αγάπης μου για τα ταξίδια και το φαγητό και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτό το είδος δημοσιογραφίας άρχισε να αναπτύσσεται όλο και περισσότερο παγκοσμίως, άρχισα να επικεντρώνομαι αρκετά προς τα εκεί. Έτσι σήμερα, αν αυτοπροσδιορίζομαι κάπως, είναι ως ταξιδιωτικός και γαστρονομικός δημοσιογράφος.

-Η συνεργασία σου με το περιοδικό “Blue” της Aegean Airlines πώς προέκυψε;

Το 2001 δούλευα ήδη στα περιοδικά του Κωστόπουλου, όταν μια μέρα μού πρότειναν να κάνω ένα ταξίδι στη Θράκη για να γράψω ένα κομμάτι για το περιοδικό της Aegean που τότε εξέδιδε η ΙΜΑΚΟ. Αυτό ήταν! Πήγα, είδα, έγραψα και λάτρεψα αυτό το κομμάτι της δουλειάς μου. Έκτοτε έγινα βασικός συνεργάτης του περιοδικού, το οποίο μέσα στα χρόνια μεγάλωνε όλο και περισσότερο, παράλληλα με την άνθηση της εταιρείας. Κομβικό σημείο το 2012, όταν έγινε η εξαγορά της Ολυμπιακής, οι προορισμοί πολλαπλασιάστηκαν και το περιοδικό έγινε πλέον διμηνιαίο. 

-Ένα περιοδικό και με πολύ μεγάλη απήχηση στις τοπικές κοινωνίες…

Είναι γεγονός ότι, όταν επιστρέφουμε σε μια περιοχή που έχουμε παρουσιάσει στο παρελθόν, οι ντόπιοι μας υποδέχονται με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό. Κι αυτό, γιατί πολύ συχνά επισκέπτες με το περιοδικό ανά χείρας αναζητούν ευλαβικά τα σημεία τα οποία προτείνουμε. 

Οι αναγνώστες εμπιστεύονται το “Blue”, αντιλαμβάνονται την υψηλή ποιότητά του και το γεγονός ότι είναι απολύτως αντικειμενικό με ταξιδιωτικούς οδηγούς δημοσιογραφικής έρευνας χωρίς εμπορική διάσταση. Δεν έχει υπάρξει ποτέ καμιά πληρωμένη καταχώρηση εντός των κειμένων μου. Και πιστέψτε με, αυτό δεν είναι καθόλου αυτονόητο στη διεθνή media αγορά. 

Θα πρέπει, επίσης, να υπογραμμίσω ότι όλα τα σημεία που προτείνω τα έχω επισκεφθεί ο ίδιος – οι οδηγοί μου είναι 100% προϊόν επιτόπιας έρευνας, πολλών δοκιμών και πολλών ωρών στο δρόμο. 


-Είχα διαβάσει σε μια συνέντευξή σου να λες ότι «το καλύτερο σχολείο για τη γαστρονομία είναι τα ταξίδια». Μπορείς να μας το αναλύσεις… 

Όσο Netflix και να δεις, όσα βιντεάκια στο you tube, αν δεν ταξιδέψεις, αν δε χαθείς στο γαστρονομικό λαβύρινθο κάθε προορισμού, αν δεν ανοίξεις τη βεντάλια του γευστικού σου κάλυκα, δεν μπορείς να αποκωδικοποιήσεις αυτό που βλέπεις σε ένα food show. 

Κι επίσης δεν πρέπει να έχεις γαστρονομικά ταμπού. Εγώ θα φάω από μια pho bo σούπα από το δρόμο στο Ανοί του Βιετνάμ ή ένα chapli kebab στο Πακιστάν μέχρι ένα γαστρονομικό μενού σε ένα τριάστερο στο Παρίσι ή στην Κοπεγχάγη. 

-Έχεις επισκεφτεί 65 χώρες σε όλο τον πλανήτη, υπάρχει αγαπημένος προορισμός, κάτι που να ξεχωρίζεις;

Είναι μια ερώτηση που μου κάνουν πολύ συχνά… και πάντα δυσκολεύομαι να απαντήσω. Η αλήθεια είναι ότι δε μου αρέσει να μπαίνω σε μια ιεραρχική λογική. Όλα μου αρέσουν! Αγαπώ τη μυθιστορηματική γοητεία του Καΐρου, τις νυχτερινές ιστορίες της Αβάνα, τις γειτονιές της Βηρυτού, την ντόλτσε βίτα του Τελ Αβίβ, τα μπιστρό στο Παρίσι, την πολυεπίπεδη μαγεία του Πακιστάν, τα τέκνο κλαμπ του Βερολίνου, το “διαστημικό” street food του Βιετνάμ, την ακατέργαστη αγνότητα της Αιθιοπίας, τα αλά Άρχοντας των Δαχτυλιδιών βουνά στα βόρεια της Αλβανίας, τις μουσικές στη Σενεγάλη, την υπέροχη αυθεντικότητα των ελληνικών νησιών και της ελληνικής επαρχίας, όπου αυτή επιβιώνει ακόμα.

Ίσως να έχω μια μεγαλύτερη έλξη για τις χώρες της Μέσης Ανατολής, είναι μάλλον επειδή που μου αρέσει πολύ η κουζίνα τους…

«Τα “γαστροκαφενεία” της Θεσσαλονίκης δημιούργησαν μια γαστρονομική “σκηνή” που αναδεικνύει τη σύγχρονη ελληνική κουζίνα»

-Άνοιξες μεγάλη κουβέντα… Η δική μας «κουζίνα» τι χρειάζεται για να προβληθεί σωστά στο εξωτερικό, για να σταματήσει το «στερεότυπο» του «Soulvaki, greek salad and Mousaka»;

Κοίτα, δεν ήταν τυχαίο αυτό το «στερεότυπο» που δημιουργήθηκε. Για χρόνια η προβολή της Ελλάδας στο εξωτερικό στηρίχθηκε σε αυτά τα στερεότυπα. Αυτά πουλούσαμε. Μια γάτα να κοιμάται στην ψάθινη καρέκλα της ταβέρνας, δίπλα στη θάλασσα, με το τζατζίκι και τη χωριάτικη σαλάτα πάνω στο τραπέζι, ενώ από τα ηχεία ακούγεται ο Ζορμπάς. Νομίζω πως αργήσαμε λίγο να καταλάβουμε ότι έχουμε έναν τεράστιο πλούτο εμπειριών που μπορούμε να προσφέρουμε στους επισκέπτες. Και τώρα που η παγκόσμια τουριστική βιομηχανία έχει στραφεί προς το experience travelling είναι η ευκαιρία μας να αναδείξουμε όλες αυτές τις απίστευτες πτυχές που έχει αυτή η χώρα. Εδώ μέχρι πριν από λίγα χρόνια οι Έλληνες δεν ήξεραν πού πέφτει η Σίκινος, ενώ δεν είχαν ακούσει ποτέ την Κάσο ή την Τέλενδο. 

-Στην Ελλάδα έχει κάποιον αγαπημένο προορισμό ή, έστω, αγαπημένο γαστρονομικό προορισμό;

Όπως σου είπα και πριν, για τους διεθνείς προορισμούς είναι πολύ δύσκολο να επιλέξω έναν. Γαστρονομικά, όμως, θεωρώ πολύ ενδιαφέρουσα τη γαστρονομική «σκηνή» που δημιουργήθηκε στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία δέκα χρόνια. Εκεί μια ομάδα ανθρώπων με κοινές αναφορές, δημιούργησε διάφορους πυρήνες και δημιούργησε μια σύγχρονη casual ελληνική κουζίνα που έχει τρομακτικό ενδιαφέρον. Είναι μαγαζιά που μου αρέσει να αποκαλώ ως «νεοκαφενεία» ή «γαστροκαφενεία», καθώς αντλούν στοιχεία από τη δομή του ελληνικού παραδοσιακού καφενείου και την κουλτούρα του μεζέ, αλλά μπαίνουν όσο πρέπει και στα χωράφια του fine dining – είναι κάτι αντίστοιχο με το κίνημα του neobistro στη Γαλλία, των γαστρονομικών pintxos bar στο Σαν Σεμπαστιάν. Και είναι μια «σκηνή» που έχει αρχίσει ήδη να επηρεάζει το γαστρονομικό χάρτη της χώρας- κάτι που νομίζω θα γίνει πιο έντονο τον επόμενο καιρό. 

«Η “Costa Navarino” είναι γεγονός ότι επηρέασε δραστικά το τουριστικό DNA όλης της περιοχής»


-Τα τελευταία χρόνια είσαι συχνός επισκέπτης της Μεσσηνίας, όχι μόνο για δουλειά, αλλά και «ιδιωτικά». Πότε ήρθες για πρώτη φορά και πώς βλέπεις τα πράγματα να εξελίσσονται στην περιοχή μας;

Νομίζω, η πρώτη φορά που βρέθηκα στην περιοχή σας ήταν στις αρχές του 2000. Έμενα σ’ ένα σπίτι έξω απ’ την Καλαμάτα και στην πόλη είχα έρθει για λίγες ώρες. Όμως, από το 2012 και ύστερα έχω έρθει πολλές φορές. Τώρα για τον τουριστικό χάρτη της Μεσσηνίας είναι δεδομένο ότι η επένδυση της οικογένειας Κωνσταντακόπουλου με τη δημιουργία των εγκαταστάσεων της “Costa Navarino” και οι απευθείας πτήσεις της Aegean για πολλούς ευρωπαϊκούς προορισμούς, άλλαξαν το «παιχνίδι» καθιστώντας την περιοχή ως έναν απ’ τους πιο ανερχόμενους προορισμούς της Μεσογείου. 

Για μένα η σημαντικότερη αντίδραση που προκάλεσε η “Costa Navarino” είναι το γεγονός ότι επηρέασε δραστικά το τουριστικό DNA όλη της περιοχής, άλλαξε τον τρόπο σκέψης των επαγγελματιών που είχαν επενδύσει και αυτών που θέλουν να επενδύσουν.

Η Μεσσηνία προσφέρει μια 360 «εμπειρία διακοπών» που είναι η νέα τάση παγκοσμίως. Προσφέρει ένα φυσικό τοπίο, με μοναδικές εναλλαγές, έναν απ’ τους μεγαλύτερους και πιο καλοδιατηρημένους αρχαιολογικούς χώρους της χώρας, την Αρχαία Μεσσήνη, μεγάλη ακτογραμμή και τον Ταΰγετο για κερασάκι. Με λίγα λόγια, σου προσφέρει μια «παλέτα» που δε βρίσκεις εύκολα σε άλλους προορισμούς. Παράλληλα, χρόνο με το χρόνο διακρίνω και μια σημαντική εξέλιξη στη γαστρονομία και βλέπω ότι τα επόμενα χρόνια θα δούμε πολλά αξιόλογα, πανελλαδικού επιπέδου, εστιατόρια στην περιοχή. 

Τώρα για την πόλη της Καλαμάτας, μου αρέσει ότι είναι μια πολύ ζωντανή πόλη, έχω πάντα μια αίσθηση ότι οι άνθρωποι γύρω μου είναι πολύ δραστήριοι. 

Αν έβρισκα ένα αρνητικό, είναι ότι η πόλη δεν έχει εκμεταλλευτεί, κατά την ταπεινή μου άποψη, το θαλάσσιο «μέτωπό» της. Έχει ίσως την πιο ωραία παραλία εντός αστικού ιστού στην Ελλάδα. Για μένα η παραλία της Καλαμάτας θα έπρεπε να είναι κάτι σαν την Copacabana στο Ρίο.

-Εκτός όλων των προαναφερθέντων, είσαι και ένας εκ των δημιουργών του επιτυχημένου φεστιβάλ «Σαρίστρα» στην Κεφαλλονιά. Πώς προέκυψε; 

Η καταγωγή μου είναι από την Κεφαλλονιά και συγκεκριμένα από το χωριό Βλαχάτα, το οποίο εν αντιθέσει με τα άλλα χωριά του νησιού, μετά τους σεισμούς του 1953 δε χτίστηκε στην ίδια θέση, αλλά μετακόμισε σε άλλο σημείο, δίπλα στη θάλασσα. Έτσι πολλά από τα κτήρια του χωριού παραμένουν εκεί μισογκρεμισμένα δίνοντας την αίσθηση ενός χωριού-φάντασμα. Είναι ένα μαγικό μέρος. Εκεί, λοιπόν, από το 2012 μια παρέα ανθρώπων με καταγωγή από την περιοχή αποφασίσαμε να στήσουμε ένα φεστιβάλ με μουσική, εικαστικά, διαλέξεις, προβολές και πολλές παράλληλες δραστηριότητες. Είναι ένα φεστιβάλ με μουσική χωρίς δεσμούς με την παράδοση (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων), που όμως λαμβάνει χώρα σε έναν τόπο με πολύ ισχυρούς δεσμούς με την παράδοση – σε ένα μέρος με το χρόνο σταματημένο στο 1953. Αυτή η απροσδόκητη «σύγκρουση» των δύο κόσμων και εποχών δίνει στο Saristra και την ιδιαιτερότητά του. Το Saristra είναι ένα μετα-πανηγύρι. Έχει υψηλή ποιότητα, αλλά δωρεάν είσοδο και προσελκύει πολύ κόσμο από την Αθήνα και τη Δυτική Ελλάδα.

-Θα πρότεινες κάτι ανάλογο και σε άλλες περιοχές; 

Φυσικά. Τα site specific μικρά φεστιβάλ είναι μια παγκόσμια τάση της φεστιβαλικής βιομηχανίας και ειδικά στην covid και μετά-covid εποχή θα τα δούμε να αναπτύσσονται ακόμα περισσότερο, γιατί θα έχουν λιγότερο συνωστισμό. Αν υπάρχουν σημεία στη Μεσσηνία που θα μπορούσε να στηθεί κάτι τέτοιο, πραγματικά αξίζει τον κόπο.

-Επίσης συμμετέχεις και στο οινικό φεστιβάλ «Βάκχες»… 

Οι «Βάκχες» προέκυψαν από την κοινή αγάπη για το κρασί, με φίλους όπως ο Πέρης Παναγιωτακόπουλος, ιδιοκτήτης του “WineKiosk” στην Καλαμάτα, και ο Γιάννης Σιγανός, ιδιοκτήτης της κάβας Mr. Vetrigo στην Αθήνα και την Κρήτη. Στόχος ήταν φωτίσουμε το χώρο των ελληνικών κρασιών, ήπιας φυσικής οινοποίησης, μια οινική κουλτούρα που γιγαντώνεται στο εξωτερικό τα τελευταία χρόνια, με αφετηρία κυρίως στη Γαλλία, αλλά έχει αρχίσει και εδραιώνεται σε όλες τις μεγάλες πόλεις του πλανήτη. Είδαμε ότι υπάρχει δυναμική και στην Ελλάδα με αρκετούς αξιόλογους οινοποιούς, οι οποίοι ωστόσο δεν είχαν πολλές ευκαιρίες να φτάσει το προϊόν τους στο κοινό. Όλοι οι παραγωγοί που συμμετέχουν στις «Βάκχες» ακολουθούν μια κοινή φιλοσοφία στην καλλιέργεια και την οινοποίηση. Τα κρασιά τους φτιάχνονται με όσο το δυνατόν χαμηλότερες παρεμβάσεις και χωρίς χρήση χημικών σκευασμάτων. Ακολουθούν βιολογικές και βιοδυναμικές μεθόδους και πρακτικές στο αμπέλι και στο οινοποιείο και χρησιμοποιούν γηγενείς ζύμες. 

Δίπλα τους βάλαμε ζωντανή μουσική με μερικές από τις καλύτερες ελληνικές μπάντες και καλλιτέχνες της εναλλακτικής μουσικής, καταρρίπτοντας και εκεί άλλο ένα στερεότυπο των αντίστοιχων οινικών εκδηλώσεων.

-Κλείνοντας, δεν μπορώ να μη σε ρωτήσω πως «βιώνει» ένας άνθρωπος, εξωστρεφής, με πολλά ταξίδια, εστιατόρια κ.τ.λ., την κατάσταση που έχει δημιουργήσει στη ζωή μας ο κορωνοϊός… Πιστεύεις θα αφήσει το «σημάδι» της στη «διασκέδαση και τα ταξίδια» όπως τα ξέρουμε; 

Πιστεύω ότι, όταν ο κόσμος εμβολιαστεί και αρθούν όλοι οι περιορισμοί, ενδεχομένως να δούμε αρχικά πιο ξέφρενα πράγματα – μετά νομίζω ότι όλα θα ισορροπήσουν. Αλλά σε μια μερίδα του κοινού θα μείνει για πολλά χρόνια ο φόβος του συνωστισμού.

Από τα θετικά που θα αφήσει πίσω της η πανδημία είναι ότι ο κόσμος θα γίνει ενδεχομένως πιο εκλεκτικός, θα αναζητήσει ακόμα περισσότερο την εμπειρία. Νομίζω, θα δούμε μια τάση προς μικρότερα ξενοδοχεία, λιγότερο τουριστικά σημεία, θα υπάρξει μετατόπιση.

Για παράδειγμα, το περσινό καλοκαίρι πολύς κόσμος επέλεξε για πρώτη φορά τη Μεσσηνία ως τόπο διακοπών, γιατί αισθάνθηκε πιο ασφαλής, επειδή δε χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει καράβι. Πολλοί από αυτούς είναι βέβαιο ότι θα επιστρέψουν.