Η στρατιά της Κυπαρισσίας

Η στρατιά της Κυπαρισσίας

Κάποιο καλοκαιριάτικο πρωινό στην Κυπαρισσία, ο Ν, με την αγνή, παιδική του καρδιά γεμάτη συγκίνηση απ’ τις ιστορίες των γιαγιάδων του περί ενδόξων προγόνων μαχητών –Να, κοίτα, ολόκληρη εκείνη η πλευρά του κάστρου ήταν κάποτε όλη δική μας!– αποφάσισε να οργανώσει στράτευμα και, όλως… συμπτωματικώς, απένειμε στον εαυτό του τον τίτλο του στρατάρχη! Κάλεσε, λοιπόν, κοντά του όσα παιδιά της περιοχής γνώριζε, Αθηνόπουλα σαν τον ίδιο τα περισσότερα, εκεί κι αυτά, σε θερινές διακοπές, και με πομπώδη επισημότητα, τους ανακοίνωσε τον σχηματισμό στρατού! Άρχισε, μάλιστα –αμ’ έπος, αμ’ έργον– να μοιράζει βαθμούς.

«Εσύ Δημήτρη, ταξίαρχος… εσύ Άγγελε, συνταγματάρχης… εσύ, λοχαγός… εσύ…»

Από ένα σημείο κι έπειτα, κάποια παιδιά άρχισαν να διαμαρτύρονται, φωνάζοντας και σκουντώντας τον, σε διεκδίκηση κάποιου αξιοπρεπούς, τέλος πάντων, βαθμού. Λίγα λεπτά αργότερα, ο… ηγέτης στεκόταν έντονα προβληματισμένος μπροστά σε δύο εναπομείναντες, οι οποίοι δεν είχαν συμμετάσχει στις διαμαρτυρίες των υπολοίπων στο ιδιότυπο αυτό μοίρασμα: εμένα και ένα αγόρι περίπου στην ηλικία του, αλλά χαζοβιόλικο και με χαρακτηριστική την αδυναμία του να προφέρει το ‘ρ’. Μάλλον, το πρόφερε, μα… ακρωτηριασμένο! Και για κακή του τύχη –τι περίεργο, στ’ αλήθεια– ονομαζόταν Γρηγόρης Καρδαράς!

Για να προλάβει οποιαδήποτε διαμαρτυρία πριν καν εκδηλωθεί, ο ‘στρατάρχης’ μας εξήγησε σοβαρά ότι ένας στρατός δεν μπορεί να έχει μόνο βαθμοφόρους: απαιτούνται και οπλίτες! Έτσι, εγώ και ο… Γ’γηγόγης ο Καγδαγάς θα φέραμε επαξίως τον τιμημένο βαθμό του… απλού στρατιώτη! Σε κανέναν απ’ τους δύο δεν άρεσε αυτό, αλλά, υπό τις πιεστικές φωνές των υπόλοιπων, υποκύψαμε. Ο ψευτο-στρατάρχης συγκάλεσε κατόπιν τους αξιωματικούς του σε πολεμικό συμβούλιο, ενώ εμένα και τον άλλον μας τοποθέτησε σε δύο σκοπιές, που τις χώριζαν λίγα μόλις λίγα μέτρα. Πήραμε απρόθυμα και μουρμουρίζοντας τα ξύλινα τουφέκια μας και τραβήξαμε για τα πόστα μας.

Εγώ στο μεταξύ έβραζα από μέσα μου για την αδικία που μου είχε επιφυλάξει ο αρχηγός! Έτσι, κάποια στιγμή που βρέθηκε για λίγο μόνος του, παράτησα τη σκοπιά μου και έκανα προς το μέρος του.

­­­­­­­­­­­­­­­«Άκου να σου πω!…» διαμαρτυρήθηκα χωρίς φωνές, αλλά κατηγορηματικά. «Είμαι αδελφός σου, δε μπορείς να μου το κάνεις αυτό! Δε μ’ αρέσει να ‘μαι απλός στρατιώτης, θέλω κι εγώ βαθμό!» Εκείνος εξάντλησε όλα του τα επιχειρήματα, αλλά παρέμενα αμετάπειστος, απειλώντας τον με αποχώρηση. Έτσι, ενέδωσε στις πιέσεις μου πριν αντιληφθούν οι υπόλοιποι και κυρίως ο… Γ’γηγόγης , τι ακριβώς συζητούσαμε.

«Καλώς…» είπε στο τέλος ο αρχηγός, μάλλον χαμηλόφωνα και ρίχνοντας στο αφελές παιδί κλεφτές ματιές. «Λοιπόν, σε ονομάζω… υποδεκανέα πεζικού. Αλλά –πού ‘σαι;– θα συνεχίσεις να κάνεις σκοπιές! Μόνο μ’ αυτό τον όρο! Εξηγηθήκαμε;»

Δέχτηκα το συμβιβασμό και επέστρεψα στη σκοπιά μου. Λίγο μετά όμως μια φρικτή υποψία σφηνώθηκε στο μυαλό μου: μήπως ο στρατάρχης με είχε ονομάσει υποδεκανέα (τι σόι βαθμός ήταν αυτός;) μόνο και μόνο για να με ξεφορτωθεί; Είχα τώρα πραγματική εξουσία ή όχι; Ένας και μόνο τρόπος υπήρχε για να βεβαιωθώ: θα έδινα στον Γ’γηγόγη, ως ανώτερός του, μία διαταγή! Αμέσως τον πλησίασα, ύψωσα το κεφάλι μου για να τον βλέπω κατά πρόσωπο και του είπα αυστηρά.

«Είμαι υποδεκανέας και είσαι απλός στρατιώτης! Σε διατάζω να σταθείς αμέσως στο ένα πόδι μέχρι να πω εγώ στοπ!» Εκείνος με κοίταξε περιφρονητικά.

«Α, παγάτα με,  γε σπόγε!…»

Επανέλαβα τη διαταγή μου πιο δυνατά. Δεν υπάκουσε. Επέμενα. Και πάλι με αγνόησε. Τότε έβαλα τις φωνές. Για να αποφευχθεί το σκάνδαλο, ο ψευτο-ηγέτης, με αποτυπωμένη την έκφραση της έντονης ανησυχίας στο πρόσωπό του, κατέφθασε χωρίς χρονοτριβή. Ξεσήκωσα τον τόπο:

«Τον διατάζω να κάνει κάτι και δεν το κάνει!»

Πανικόβλητος, ο στρατάρχης προσπάθησε να με κατευνάσει με συνεχή νοήματα. Ο Γ’γηγόγης όμως, ανένδοτος!

Προκειμένου ν’ αποφύγει το πικρό ποτήρι της διάλυσης του στρατεύματός του, ο στρατάρχης ικέτεψε τον στρατιώτη να σταθεί για λίγο στο ένα πόδι και τελικά, με τα πολλά, το πέτυχε. Σε λίγο έμεινα και πάλι μόνος με το κόκκινο από θυμό απλοϊκό παιδί, που φύσαγε και ξεφύσαγε, εκείνο να φυλάει τη σκοπιά του κι εγώ τη δική μου. Σύντομα, ωστόσο, βαρέθηκα.

«Κάτσε ανάμεσα στις δύο σκοπιές και φύλα τες και τις δυο! Εγώ έχω… σοβαρή αποστολή!» είπα ξαφνικά και αποχώρησα, χωρίς να του δώσω χρόνο να αντιδράσει.

Κάπου μία ώρα απ’ την ίδρυσή του, ο στρατός του αρχηγού όδευε νομοτελειακά προς διάλυση, υπονομευμένος, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι στρατοί, απ’ τα κατώτατα στελέχη του…

Του Φ.Κ. Παπαδημητρίου