Αυξάνονται κάθε χρόνο τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας στη Μεσσηνία

Αυξάνονται κάθε χρόνο τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας στη Μεσσηνία

Ξεκάθαρη αύξηση παρατηρείται κάθε χρόνο στα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας που καταγγέλλονται στις αστυνομικές υπηρεσίες της Μεσσηνίας και, δυστυχώς, το ποσοστό αυτό φαίνεται να μην αντιπροσωπεύει παρά ελάχιστα όσων πραγματικά συμβαίνουν πίσω από κλειστές πόρτες σπιτιών ζευγαριών, συγγενών, αλλά και ηλικιωμένων.

Μάλιστα, στη συνέντευξη που ακολουθεί στην επόμενη σελίδα, η δικηγόρος Καλαμάτας, Θεοφανώ Πεντέα, η οποία έχει χειριστεί αρκετές υποθέσεις κακοποίησης, εκτιμά από την εμπειρία της ότι στις Αρχές δεν καταγγέλλεται ούτε το 5% των πραγματικών περιστατικών.

Τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας παγιδεύτηκαν με την καραντίνα της πανδημίας, ενώ η ίδια διαπιστώνει και αύξηση των βιασμών εντός γάμου.

Δυστυχώς, η κα Πεντέα έχει αντιμετωπίσει και περιστατικά στα οποία αστυνομικοί αποθάρρυναν γυναίκες να προχωρήσουν σε μήνυση, ενώ επισημαίνει την αναγκαιότητα να υπάρχει ειδικό τμήμα στην Αστυνομία με εξειδικευμένους αστυνομικούς, ψυχολόγο κ.λπ.

Σήμερα στο «Θάρρος» μιλούν και τρεις γυναίκες που βίωσαν επί χρόνια την κόλαση στη συζυγική τους ζωή, περιγράφουν τους φόβους τους και στέλνουν το δικό τους μήνυμα σε γυναίκες που ακόμα υπομένουν τον εφιάλτη τους και δεν έχουν μιλήσει.

Κάθε χρόνο αυξάνονται
Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας διατέθηκαν από τη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Περιφέρειας Πελοποννήσου, στη Μεσσηνία το 2021 καταγγέλθηκαν συνολικά 96 περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Ο πίνακας, μάλιστα, που δημοσιεύουμε σήμερα αποδεικνύει ότι τα περισσότερα καταγγέλθηκαν τους μήνες Ιούνιο, Αύγουστο, Οκτώβριο και Νοέμβριο. Επίσης, αποδεικνύεται ότι θύματα δεν είναι μόνο γυναίκες, αλλά και αρκετοί άνδρες, αν και πολύ λιγότεροι, καθώς η κακοποίηση πάντα ήταν κυρίως «γυναικεία υπόθεση».

Το 2018 στη Μεσσηνία είχαν καταγγελθεί επίσημα στην Αστυνομία 40 περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, ενώ το 2019 καταγράφηκαν συνολικά 50 περιπτώσεις κακοποιημένων γυναικών. Το 2020 οι περιπτώσεις γυναικών που κατήγγειλαν κακοποίηση σε βάρος τους έφτασαν τις 54. Πέρυσι φτάσαμε τις 70 γυναίκες θύματα και τους 28 άνδρες…

Θεοφανώ Πεντέα: «Το έγκλημα που κρατιέται κρυφό και παγίδευσε τα θύματά του στην καραντίνα»
Αρχικά μιλήσαμε με την κα Πεντέα για το τι είναι η ενδοοικογενειακή βία ή ενδοοικογενειακή κακοποίηση ή και οικογενειακή βία. «Έτσι ονομάζεται η βίαιη και κακοποιητική συμπεριφορά ενός ατόμου προς άλλο μέσα στο περιβάλλον και την “ασφάλεια” της οικογένειας, δηλαδή στο γάμο ή, απλά, στη συμβίωση.

Μιλάμε για την οικογενειακή βία στις ετεροφυλικές σχέσεις, αλλά και στις σχέσεις του ιδίου φύλου, τη βία που υφίσταται μεταξύ των πρώην συντρόφων ή των συζύγων. Η ενδοοικογενειακή βία δεν αφορά μόνο στους συντρόφους ή τους συζύγους, αλλά και τα παιδιά τους και τους γονείς του ζευγαριού, και έχει πάρα πολλές μορφές δυστυχώς. Υπάρχουν οι μορφές της λεκτικής βίας, της σωματικής βίας, της συναισθηματικής βίας, της ψυχολογικής βίας, της σεξουαλικής βίας, της οικονομικής βίας κ.λπ.» εξήγησε η κα Πεντέα.

Όπως είπε, στην εποχή μας θύμα της οικογενειακής βίας είναι κατά κύριο λόγο η γυναίκα και στη συνέχεια τα παιδιά του ζεύγους. Είναι πάρα πολύ σπάνιο να είναι ο άνδρας θύμα ενδοοικογενειακής βίας.

«Η ενδοοικογενειακή βία είναι το έγκλημα που κρατιέται κρυφό συνήθως και η μέχρι τώρα “συμπεριφορά” της υποκριτικής κοινωνίας μας δε βοηθούσε στην αποκάλυψή του. Ο θύτης, επειδή συνήθως το θύμα ή τα θύματά του δεν καταγγέλλουν τις παράνομες πράξεις του σε βάρος τους, συνεχίζει το κακοποιητικό έργο του ατιμώρητος. Επειδή παραμένει συνήθως κρυφή η βία μέσα στην οικογένεια, τα θύματα, συνηθίζουν σε αυτή και την ανακυκλώνουν. Έτσι, ο βίαιος “πατέρας” θα δημιουργήσει ένα μοτίβο σχετικών συμπεριφορών στα παιδιά του, τα οποία από θύματα σύντομα θα μετατραπούν σε θύτες.

Σε οικογένειες ή σχέσεις που υπάρχουν αυτές οι κακοποιητικές συμπεριφορές, οι σύζυγοι ή οι σύντροφοι βρίσκονται σε ένα συνεχή, ατελείωτο κύκλο κακοποίησης και έντασης και οδηγούνται σε βίαιες πράξεις, μετά μία περίοδο επιφανειακής “ηρεμίας” και συμφιλίωσης. Σαφώς, πρόκειται για βαθιά αρρωστημένες σχέσεις, που οδηγούν τα μέλη της “οικογένειας” σε δρόμους τραγικούς».

-Έχει παρατηρηθεί αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας στην περιοχή μας τα τελευταία χρόνια κι αν ναι, σε αυτό επηρέασε η κατάσταση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια με την πανδημία και τον περιορισμό της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων;
Η περιοχή μας είναι ένας νομός όπου ο άνδρας, ακόμα και σήμερα, έχει κυρίαρχη θέση. Παλιότερα είχε την απόλυτη κυριαρχία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να έχουμε μεγάλα ποσοστά ενδοοικογενειακής βίας εναντίον της γυναίκας και, μάλιστα, η βία αυτή να μην αποκαλύπτεται, κάτι που συνήθως συμβαίνει στην επαρχία.

Παλιότερα, τo γεγονός, π.χ., ότι ο σύζυγος έβριζε, περιφρονούσε, χτυπούσε τη σύζυγό του δε θεωρούνταν «σοβαρό», ούτε βεβαίως «κακό», ακόμα και από τους γονείς και τα αδέλφια της γυναίκας. Επίσης, δε θεωρούνταν «κακό» ο γονιός να δέρνει τα παιδιά του, αντιθέτως είχε… «παιδευτικό» χαρακτήρα. Σήμερα, ευτυχώς, έχει αισθητά βελτιωθεί η θέση της γυναίκας στην περιοχή μας και η κακοποίησή της δεν είναι τόσο συχνή όσο παλιότερα.

Υφίσταται, όμως, και μέχρι πολύ πρόσφατα παρέμενε κρυφή. Η γυναίκα δε μιλούσε γι’ αυτό σε κανέναν, ούτε τα παιδιά μιλούσαν, ούτε οι ηλικιωμένοι γονείς του ζευγαριού μιλούσαν. Αντιθέτως, έκρυβαν με επιμέλεια την κακοποίηση από τους παραέξω και ο θύτης φρόντιζε να τους απομονώνει για να μη “μιλήσουν” σε τρίτους.

Η πανδημία, εδώ και δύο χρόνια περίπου, μας έκλεισε όλους στα σπίτια μας. Μας γέμισε άγχη, φοβίες και πίεση ψυχική. Το θύμα ή τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας εγκλωβίσθηκαν με το θύτη στο ίδιο σπίτι, που έγινε η απόλυτη φυλακή τους. Προ της καραντίνας, το θύμα ή τα θύματα μπορούσαν να ξεφύγουν από το θύτη τους και να μη ζουν σε πλήρη απομόνωση. Με την καραντίνα παγιδεύτηκαν.

Η πλήρης απομόνωση από το υποστηρικτικό περιβάλλον των κακοποιημένων γυναικών, η αποκοπή από την εργασία τους, η οικονομική ανασφάλεια είναι βέβαιο ότι αποτελούν παράγοντες αποθάρρυνσης σε κάθε προσπάθεια απομάκρυνσής τους από το θύτη.

Αυξήθηκαν πάρα πολύ τα περιστατικά της βίας μέσα στην οικογένεια και η κακοποίηση έγινε συχνότερη και μεγαλύτερη. Αν ο θύτης, π.χ., παλαιότερα έριχνε δυο χαστούκια στο θύμα του και το έβριζε μια φορά την εβδομάδα, με την καραντίνα και τον εγκλεισμό στο ίδιο σπίτι το θύμα δεν μπορεί να του ξεφύγει και έτσι ο θύτης το κακοποιεί βάναυσα κάθε μέρα.

Πολύ συχνοί, επίσης, έγιναν οι βιασμοί μέσα στο γάμο.

-Ποιοι άλλοι λόγοι έχουν καταγραφεί από τα περιστατικά που έχετε αντιμετωπίσει ως «αφορμές» των επεισοδίων;
Συνήθης «αφορμή» για βία μέσα στην οικογένεια είναι πλέον τα οικονομικά προβλήματα και η ανεργία. Η έλλειψη χρημάτων και «ανέσεων» αποτελεί «αφορμή» βίας, τόσο μεταξύ των συζύγων ή των συντρόφων, όσο και εναντίον των παιδιών του ζεύγους, αλλά και των γονιών τους, όσο ηλικιωμένοι κι αν είναι αυτοί. Ακόμα και αν δώσουν στο θύτη ολόκληρη τη σύνταξή τους, αυτός συνεχίζει την κακοποίηση. Έτσι, βεβαίως, έχει «μάθει» από την πατρική του οικογένεια. Ανακυκλώνει συμπεριφορές.

-Αν μπορούσαμε να το δούμε με ποσοστά, πόσα περιστατικά μένουν στο επίπεδο της καταγγελίας και πόσα από αυτά τα θύματα αποφασίζουν να φτάσουν μέχρι τις αίθουσες των δικαστηρίων, ζητώντας την τιμωρία των δραστών;
Από τα πολύ συχνά περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας που μου αναφέρονται, κυρίως από γυναίκες, ελάχιστα καταγγέλλονται στις Αρχές. Αν μπορούσα να πω το ποσοστό που καταγγέλλεται στις Αρχές, αυτό θα ήταν ίσως το 5%…

Προσπαθώ να ενδυναμώσω τις κακοποιημένες γυναίκες, όχι όμως με επιτυχία. Πολύ συχνά δεν έχουν στήριξη από το δικό τους οικογενειακό περιβάλλον και οι γονείς τους ή τα αδέλφια τους δεν είναι «δίπλα» τους πρακτικά, αλλά μόνο στα λόγια. Πολλές φορές τις αποτρέπουν, μάλιστα, οι ίδιοι οι γονείς και τα αδέλφια τους να καταγγείλουν το σύζυγο-θύτη, για να μη «γελάσει» ο κόσμος…

Επίσης, πάρα πολλές κακοποιημένες γυναίκες δεν εργάζονται, δεν έχουν πόρους ζωής και έτσι, μοιραία, συνεχίζουν να «ζουν» με το βασανιστή τους.

Είναι λίγες οι φορές που κακοποιημένες γυναίκες αποφασίζουν να καταγγείλουν το σύζυγο ή το σύντροφό τους. Συνήθως η καταγγελία γίνεται έπειτα από ξυλοδαρμό, στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί, πολύ συχνά «πισωγυρίζουν» οι κακοποιημένες γυναίκες. Πάνε στο αστυνομικό τμήμα και, τελικά, δεν υποβάλλουν μήνυση. Όταν τις ρωτώ γιατί δεν το έκαναν, η απάντηση είναι πάντα η ίδια: από τους αστυνομικούς αποθαρρύνθηκαν, αφού άκουσαν ότι κάνοντας μήνυση στο βασανιστή τους θα «μπλέξουν» σε μεγάλες δικαστικές περιπέτειες, με τεράστια έξοδα, ότι ο ίδιος ο θύτης θα τους κάνει κι αυτός μήνυση και ότι κινδυνεύουν να βρεθούν κι αυτές κατηγορούμενες, θα διαπομπευθούν κ.λπ.

Είναι, δε, συχνό φαινόμενο οι θύτες να χρησιμοποιούν τους νόμους για να κακοποιήσουν το θύμα, π.χ. μεταχειρίζονται τις διατάξεις του οικογενειακού δικαίου για να εκφοβίσουν, να εξαντλήσουν, να εκμεταλλευτούν ή να αποδυναμώσουν το θύμα.

Έτσι, οι κακοποιημένες γυναίκες φοβούνται και δεν κάνουν μήνυση και συχνά επιστρέφουν στο θύτη και παραδίδονται στη μοίρα τους απομονωμένες.

Με ρωτάνε πολύ συχνά γυναίκες που κακοποιούνται, γιατί δεν υπάρχει ειδικό τμήμα στην Αστυνομία, έτσι ώστε να μπορούν να καταθέτουν μήνυση σε εξειδικευμένους αστυνομικούς, να υπάρχει ψυχολόγος κ.λπ.

Τι να τους απαντήσω;

Επίσης, είναι πολύ συχνό το φαινόμενο, ακόμα και όταν φθάνουν τα ελάχιστα (σε σχέση με αυτά που υπάρχουν) περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας στο ακροατήριο, έπειτα από «πιέσεις» που δέχονται οι κακοποιημένες γυναίκες από τις οικογένειές τους, να υποβαθμίζονται και να μη τιμωρείται στην ουσία ο δράστης.

Παρά το γεγονός ότι το πρόσφατο κίνημα «metoo» άνοιξε στόματα στα μεγάλα αστικά κέντρα, αυτό δεν έγινε στις μικρές επαρχιακές πόλεις. Δεν έγινε και στην πόλη μας.

Οι κακοποιημένες γυναίκες με δυσκολία περνούν το κατώφλι των δικηγορικών γραφείων (συχνά δεν έχουν χρήματα), μας διηγούνται όλα όσα έχουν ζήσει από το βασανιστή τους, συχνά βλέπουμε τα σημάδια της κακοποίησης τους, όμως δεν προχωρούν πιο πέρα. Η οικονομική τους αδυναμία, ο φόβος για τη διαπόμπευσή τους, ο φόβος για τις πολύχρονες δικαστικές περιπέτειες που έχουν να αντιμετωπίσουν, ο φόβος ότι μπορεί να «χάσουν» τα παιδιά τους, να χάσουν την ψυχική υγεία τους, η μοναξιά κ.λπ. τις αποθαρρύνουν και τα εγκαταλείπουν….

Το κακό είναι ότι αυτές οι αστήρικτες κακοποιημένες γυναίκες είναι γεμάτες ψυχικά τραύματα, πολύ πόνο και συχνά αποκτούν μόνιμες ψυχικές διαταραχές.

Το ίδιο συμβαίνει και στα παιδιά τους που ζουν μέσα στο κακοποιητικό περιβάλλον.

Θλίψη μού προξενεί το γεγονός ότι, παρά τα μεγάλα λόγια από την πλευρά της Πολιτείας, εν τέλει η βία στην οικογένεια, αντί να μικραίνει, μεγαλώνει πάρα πολύ. Προτρέπω τις κακοποιημένες γυναίκες, τα κακοποιημένα παιδιά, τους κακοποιημένους ηλικιωμένους γονιούς να μιλήσουν και να καταγγείλουν το θύτη ή τους θύτες και θα συνεχίσω να το κάνω.

Τρεις γυναίκες, τρία θύματα, ξετυλίγουν τη φρίκη που έζησαν και στέλνουν το μήνυμά τους
Οι τρεις γυναίκες που μιλούν σήμερα στο «Θάρρος» δεν ανήκουν σε μια κατηγορία, μορφωτική, επαγγελματική, κοινωνική ή οποιαδήποτε άλλη. Έχουν, όμως, ένα άλλο κοινό: την κακοποίησή τους από τους πρώην ή εν διαστάσει συζύγους τους.

Βασιλική, 66 ετών: «Έπρεπε να τον είχα χωρίσει από την αρχή»
Η Βασιλική, 66 ετών σήμερα, είναι μία από τις γυναίκες που ανοίγει την καρδιά της στο «Θάρρος», για ένα Γολγοθά που βίωσε στο γάμο της, ενώ τώρα κοιτά πίσω, θέλοντας κυρίως να ξεχάσει.

Τον άντρα της τον γνώρισε στην Αθήνα και το 1980 παντρεύτηκαν. Γρήγορα απέκτησαν το πρώτο τους παιδί και μετά άλλα δύο. Η ίδια, προερχόμενη από μια οικογένεια αγαπημένη και ευκατάστατη, δε βρήκε ποτέ το όνειρο που νόμιζε ότι κατέκτησε, όταν παντρεύτηκε τον άντρα που αγαπούσε.

«Τελικά, αποδείχτηκε ότι ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου αυτός ο άντρας», λέει τώρα, ευγνωμονώντας μόνο για τα τρία καταπληκτικά παιδιά που έχει, τα οποία- όπως σημειώνει- τη στήριξαν και τη στηρίζουν με κάθε τρόπο.

Οι γονείς της στήριξαν την οικογένεια που δημιούργησε με κάθε τρόπο και κυρίως οικονομικά, σε αντίθεση με την πεθερά της που από την αρχή, όπως μας εξιστόρησε, δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα στο ζευγάρι, με τον άντρα της ποτέ να μη της μιλάει.

Έπειτα από μια δεκαετία έγγαμου βίου, ο άντρας της ξεκίνησε εξωσυζυγικές σχέσεις τη μία μετά την άλλη, ενώ η ίδια άρχισε να αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα υγείας. Ο άντρας της δαπανούσε όλα τα χρήματα της οικογένειας για τις εξόδους του και τις δικές του ανάγκες, ενώ άρχισε να βρίζει και να απειλεί την ίδια και τα παιδιά του, μέχρι που ήρθε και η στιγμή να σηκώσει και χέρι…

«Από την αρχή που τον παντρεύτηκα δεν πήγαιναν καλά τα πράγματα, αλλά εγώ δεν το έβλεπα. Άρχισε με λεκτική και ψυχολογική βία. Έφερνε ακόμα και τις συντρόφους του στο σπίτι χωρίς καμία ντροπή. Μέχρι που γυρνώντας κάποια στιγμή από την Αθήνα, με κατηγόρησε ότι έκλεψα από το σπίτι έναν υπολογιστή που είχε αγοράσει για το παιδί της φίλης του. Άρχισε να βρίζει εμένα και τα παιδιά, άρχισε να μου επιτίθεται και με χτύπησε. Μπήκαν στη μέση τα παιδιά. Πήγα στο νοσοκομείο. Δεν ήθελα, ντρεπόμουν, η δικηγόρος και τα παιδιά μου με έπεισαν να προχωρήσω. Τα δύο μεγάλα παιδιά μού είπαν: ή τον διώχνεις ή φεύγουμε εμείς», τόνισε η Βασιλική.

Οι αστυνομικοί στους οποίους απευθύνθηκε, όπως είπε, τη βοήθησαν πολύ και ήταν πολύ ευγενικοί.

Όταν τη ρωτήσαμε, γιατί δεν είχε κάνει κάτι νωρίτερα, απάντησε ότι δεν ξέρει αν ο λόγος ήταν γιατί είχε ακόμα αισθήματα γι’ αυτόν τον άνθρωπο ή φοβόταν.

Όταν έγινε το δικαστήριο, ζήτησε να μην τον δικάσουν, σεβόμενη την επιθυμία των παιδιών της, όμως φαίνεται πως δεν εκτιμήθηκε, αφού έπειτα από 14 χρόνια με δικαστικές διαμάχες για διευθέτηση διαφόρων ζητημάτων, ακόμα και τώρα και παρά τα ασφαλιστικά μέτρα που έχει βγάλει, ο πρώην σύζυγός της πάει συχνά στο σπίτι της και την ενοχλεί.

«Νομίζω ότι έπρεπε να τον είχα χωρίσει από την αρχή. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Κάθε γυναίκα μπορεί να τα καταφέρει όσα παιδιά και να έχει, θα τη βρει τη λύση. Από το να περνάς μια τέτοια κατάσταση στο σπίτι σου και να ζεις με τον τρόμο, καλύτερα να φύγεις», κατέληξε η Βασιλική.

Μαρία, 44 ετών: «Γεμάτη μώλωπες πήρα εισαγγελική παραγγελία…»
Τα δύο πρώτα χρόνια του γάμου για την 44χρονη Μαρία ήταν φυσιολογικά. Μετά και για τα επόμενα πέντε ήρθε η κόλαση. Ψυχολογική και λεκτική κακοποίηση, αλλά και χειριστική συμπεριφορά χρόνων. «Η λεκτική βία ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ενίοτε και σωματική βία, γεμάτη μώλωπες από τα κοπανήματα πάνω στα έπιπλα που έπεφτα όταν με έσπρωχνε. Είχε επιβάλει στο παιδί μας, 5 χρόνων, να μη με αποκαλεί μαμά, αλλά με το επώνυμό μου.

Προς τα έξω, όμως, πρόβαλε το προφίλ του τέλειου οικογενειάρχη», τόνισε η Μαρία, η οποία είναι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και έχει τη δική της δουλειά, ενώ και ο άντρας της έχει μια καλή δουλειά.

Τα προβλήματα ξεκίνησαν αρχικά με βρισιές, ενώ στη συμπεριφορά του ήταν επιθετικός. «Μαζί με την οικογένειά του με έβριζαν από το πρωί έως το βράδυ και μπροστά στο παιδί. Για πέντε χρόνια η ζωή ήταν ένα μαρτύριο. Δυστυχώς, αυτός ήταν ο χαρακτήρας του. Έτσι είχε γαλουγηθεί», είπε η Μαρία και τη ρωτήσαμε αν είχε ζητήσει βοήθεια: «Δεν είχα απευθυνθεί κάπου, γιατί φοβόμουν και σκεφτόμουν την κατακραυγή του κόσμου. Είχα φτάσει στο σημείο να μη θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου. Μετά είχε εξωσυζυγικές σχέσεις συστηματικά, μέχρι που αποφάσισε να πάει να μείνει με τη σχέση του. Μου έκανε το βίο αβίωτο μέχρι να φύγει. Ήταν μια επίπονη κατάσταση και δεν έβρισκα κάποιον να με ακούσει και να με πάρει στα σοβαρά. Μου έλεγαν μην είσαι υπερβολική, δες τα πράγματα πιο χαλαρά, αλλά τελικά μόνο υπερβολική δεν ήμουν. Γεμάτη μώλωπες, πήρα εισαγγελική παραγγελία, κατέθεσα στην Αστυνομία, αλλά δεν έγινε μήνυση, μόνο απλή καταγραφή παραπόνων. Το κλίμα στην Αστυνομία δεν ήταν και πολύ θετικό. Σχεδόν σε αποτρέπουν. Τα νέα παιδιά μόνο, που έχουν βγει από τη σχολή αξιωματικών, είναι διαφορετικά και εξαιρετικά στον τρόπο που σου μιλάνε. Οι “της παλιάς σχολής” αστυνομικοί είχαν την άποψη “έλα, μωρέ, και εσύ, κάτι θα του είπες και τον προκάλεσες”. Σε κάνουν να νιώθεις συνυπεύθυνη. Έμπαινα “στο τρυπάκι” να σκεφτώ μήπως φταίω εγώ», σημείωσε.

Τώρα πλέον έχει ηρεμήσει, αν και η υπόθεση της ενδοοικογενειακής βίας δικαστικά βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη.

Όσο για το μήνυμα που στέλνει σε άλλες γυναίκες που υπομένουν την κακοποίηση: «Όσο περισσότερο περιμένουν να αλλάξει, τόσο επιδεινώνεται η κατάσταση. Να μιλήσουν όσο γίνεται πιο νωρίς, για να ελευθερωθούν πιο νωρίς. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, το έμαθα καλά».

Χριστίνα, 44 ετών: «Κάτω από τη μάσκα έκρυβα το μελανιασμένο μου πρόσωπο»
Η Χριστίνα, 44 ετών σήμερα, ξυλοκοπήθηκε από τον εν διαστάσει σύζυγό της για τελευταία φορά μόλις τον προηγούμενο μήνα, ενώ έπειτα από αυτόφωρη διαδικασία καταδικάσθηκε σε 19 μήνες φυλάκισης. Η Χριστίνα πήγε στο δικαστήριο φορώντας τη μάσκα της, όπως επιβάλλουν οι περιορισμοί σε όλους, μόνο που η συγκεκριμένη έκρυβε το μελανιασμένο της πρόσωπο…

Με τον άντρα της παντρεύτηκαν πριν από περίπου 20 χρόνια και γρήγορα απέκτησαν το παιδάκι τους. Μέχρι και το γάμο τα πράγματα κυλούσαν ήρεμα. Μετά ξεκίνησαν τα προβλήματα, όχι με μεγάλη συχνότητα, αλλά υπήρχε ένταση, θυμός, απειλές, ενώ αυτός ήθελε να έχει τον έλεγχο των πάντων.

«Κι εγώ έπρεπε να κρατάω την ηρεμία μου, γιατί είχαμε ένα μικρό παιδί. Δεν περίμενα να εξελιχθεί έτσι. Η λεκτική βία συνεχίσθηκε, ενώ μετά ήρθε και η σωματική, όχι σε μεγάλη συχνότητα. Μέχρι, όμως, πριν από 5 χρόνια που πλέον άρχισε να γίνεται όλο και πιο βίαιος και ειρωνικός. Με υποτιμούσε και με προσέβαλλε συνεχώς. Ανακάλυψα ότι είχε εξωσυζυγικές σχέσεις, γνωρίζω τουλάχιστον δύο. Άρχισα να αναρωτιέμαι τι συμβαίνει. Του έδωσα πολλές ευκαιρίες. Αλλά το πρόβλημα γινόταν εντονότερο. Προκειμένου να καλύψει τις ενοχές του ή τις τύψεις του, αντιδρούσε με βία. Με το παραμικρό αντιδρούσε άσχημα. Ακόμα και στο παιδί απευθυνόταν υποτιμητικά και με άσχημους χαρακτηρισμούς. Τον τελευταίο καιρό άρχισε να με χτυπάει πιο έντονα», αφηγήθηκε η Χριστίνα.

Όπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, ο βίαιος σύζυγος μετά το μετανιώνει και ζητά συγγνώμη, αλλά γρήγορα τα επεισόδια επαναλαμβάνονταν. Την κακοποιούσε ακόμα και μπροστά στο παιδί.

«Έντονη ήταν και η ψυχολογική βία που μου ασκούσε. Είχε αρρωστήσει ο μπαμπάς μου και με εκβίαζε ότι αν τον χωρίσω, θα πεθάνει ο μπαμπάς μου από στενοχώρια και στο παιδί θα λένε ότι έχει χωρισμένους γονείς. Τους τελευταίους μήνες πια ξεσπούσε πάρα πολύ εύκολα. Ευτυχώς, κάνω συνεδρίες σε ψυχολόγο, η οποία με έχει βοηθήσει πάρα πολύ, και με έκανε να ανακαλύψω αυτό που μου ήμουν πριν από το γάμο και να πατήσω πάλι στα πόδια μου», συμπλήρωσε.

Χωρίς η ίδια η Χριστίνα να το επιθυμεί, εργάζονταν μαζί σε επιχείρηση που έχει η γυναίκα, ενώ παρά το γεγονός ότι βρίσκονταν ένα χρόνο σε διάσταση, με το έτσι θέλω αυτός πήγαινε εκεί και αποσπούσε χρήματα. Έτσι έγινε και τον προηγούμενο μήνα που εμφανίσθηκε και άρπαξε ό,τι χρήματα είχε η γυναίκα. Όταν αυτή αντέδρασε, τη γρονθοκόπησε και κατέληξαν στο Αστυνομικό Τμήμα, όπου- όπως μας είπε- έχει άσχημες εμπειρίες από κάποιους αστυνομικούς: «Έχω πάει άλλες τρεις φορές στην Αστυνομία. Το χειρότερο που έχω ακούσει από αστυνομικό είναι: “Κυρία μου, δεν έγινε και κάτι, μια μπουνιά φάγατε, γυρίστε πίσω, να είστε ψύχραιμη και όλα θα φτιάξουν”. Τις προηγούμενες φορές με αποθάρρυναν να προχωρήσω σε διαδικασία μηνύσεων: “Πού πας να μπλέξεις, τσάμπα θα χαλάσεις τα λεφτά σου στους δικηγόρους” και τέτοια. Αυτά τα άκουγα από τους παλαιότερους. Ευτυχώς από τα νέα παιδιά στην Αστυνομία υπήρχε καλύτερη αντιμετώπιση».

Μετά την καταδίκη του δεν την έχει ενοχλήσει άλλη φορά και ελπίζει να τελείωσε ο Γολγοθάς της.

«Οι γυναίκες που ζουν τέτοιες καταστάσεις, να μιλάνε, να μιλάνε, να μιλάνε! Να απευθύνονται σε σωστούς ανθρώπους κι αν δε βρίσκουν ανταπόκριση, να συνεχίζουν σε κάποιον άλλο. Να προχωρούν, να μην τα παρατούν. Εγώ δε μιλούσα πολύ, αν και οι γονείς μου είχαν αντιληφθεί πολλά και με παρακαλούσαν να φύγω. Όλη η οικογένειά μου βίωσε το φόβο από αυτό που ζούσα. Και με ένα μαγικό τρόπο, από τότε που δεν είναι στα πόδια μου το πρόβλημα αυτό, βλέπω τους ανθρώπους γύρω μου διαφορετικούς και όλα πιο αισιόδοξα», κατέληξε η Χριστίνα.

Της Βίκυς Βετουλάκη