Κλιματική αλλαγή: Κανένας αιφνιδιασμός. Καμία Ελπίδα;

Κλιματική αλλαγή: Κανένας αιφνιδιασμός. Καμία Ελπίδα;

Με αγωνία και απορία παρακολουθούσε το Πανελλήνιο αυτές τις ημέρες τις απέλπιδες προσπάθειες αντιμετώπισης ενός ακόμη ακραίου καιρικού φαινομένου που απείλησε πολλές περιοχές της χώρας. Αγωνία για το εάν θα κατορθώσουμε να ελευθερώσουμε τους εγκλωβισμένους οδηγούς, να ανοίξουμε τους δρόμους, να επαναφέρουμε την ηλεκτροδότηση και απορία για το πώς φτάσαμε εκεί που φτάσαμε, τι πήγε τόσο λάθος. Αυτή τη φορά επρόκειτο για μία χιονοθύελλα που σκέπασε με χιόνι τις περιοχές της Αττικής όπως ποτέ άλλοτε, αναδεικνύοντας όλες τις αδυναμίες ενός συστήματος που υπολειτουργεί σε επικίνδυνο βαθμό.

Βεβαίως, δεν είναι η πρώτη φορά που είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε την έλλειψη οργάνωσης και συντονισμού των αρμοδίων, καθώς όλοι θυμόμαστε τις πλημμύρες του φθινοπώρου στην Αθήνα και τις παλαιότερες στη Μάνδρα, τον καύσωνα και τις φωτιές του περασμένου καλοκαιριού σε όλη την Ελλάδα, τα σφοδρά κύματα κακοκαιρίας που έχουν αποκτήσει πλέον και ονόματα «Ζορμπάς», «Μήδεια», και τις ανυπολόγιστες συνέπειές τους.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, προκειμένου να αιτιολογηθούν οι παραλείψεις και οι αστοχίες, οι υπεύθυνοι καταφεύγουν στο αιφνίδιο και την απρόσμενη ένταση των γεγονότων, που έχουν ως αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η αντιμετώπισή τους. Είναι, όμως, πράγματι τόσο ξαφνικά αυτά τα φαινόμενα; Μήπως αγνοούμε μια σημαντική παράμετρο;

Η κύρια αιτία της έξαρσης όλων των καιρικών φαινομένων είναι γνωστή σε όλους μας ήδη από τα μέσα του 20ού αιώνα, οπότε χάρη στην επιστημονική πρόοδο ανακαλύψαμε τις σοβαρές επιδράσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο περιβάλλον: η κλιματική αλλαγή. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που έχει προκληθεί από την εκπομπή αερίων στην ατμόσφαιρα, όπως διοξείδιο και μονοξείδιο του άνθρακα, η οποία εντάθηκε τα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης και αυξάνεται ραγδαία έως σήμερα. Αν και το φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι αυτό που βοηθά τη Γη να διατηρεί τη θερμοκρασία της σταθερή ώστε να είναι δυνατή η ανάπτυξη διαφόρων μορφών ζωής, οι ανθρώπινες δραστηριότητες οδηγούν στην αύξηση των αερίων, γεγονός που καθιστά ισχυρότερο το φαινόμενο του θερμοκηπίου και οδηγεί στην υπερθέρμανση του πλανήτη.

Σε σχέση με τα τέλη του 19ου αιώνα, η θερμοκρασία της Γης έχει σημειώσει άνοδο της τάξεως του 1.5 βαθμού Κελσίου και προβλέπεται πως ως το 2100 θα έχει αυξηθεί έως και 4 βαθμούς!

Η άνοδος της θερμοκρασίας σε μη φυσιολογικά επίπεδα έχει ως αποτέλεσμα τη διατάραξη των περιβαλλοντικών συνθηκών και, κατ’ επέκταση, των συνθηκών διαβίωσης όλων των πλασμάτων. Η εντατικοποίηση του κύκλου του νερού που οδηγεί σε ολοένα και πιο καταστροφικές καταιγίδες, μειωμένες αλλά πολύ πιο έντονες χιονοπτώσεις και μεγάλες περιόδους ξηρασίας και καύσωνα στο νότιο ημισφαίριο της Γης είναι από τις πιο χαρακτηριστικές και εύκολα αντιληπτές επιπτώσεις του φαινομένου, μάρτυρες του οποίου γίναμε όλοι για ακόμη μία φορά. Παράλληλα, βέβαια, η διατάραξη του οικοσυστήματος λαμβάνει χώρα σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα, με το λιώσιμο των πάγων να επιφέρει την άνοδο της στάθμης της θάλασσας και τη συνακόλουθη βύθιση ολόκληρων πόλεων και εξαφάνιση ειδών του ζωικού βασιλείου. Εκτιμάται ότι, ακόμη και αν ανακοπεί ο ρυθμός υπερθέρμανσης με άμεσα μέτρα, έως το 2050 δε θα υπάρχει πια πάγος στην Αρκτική κατά τους καλοκαιρινούς μήνες!

Κι αν ακόμη δεν αντιλαμβανόμαστε τις συνέπειες για το ανθρώπινο γένος, αρκεί να προβληματιστούμε γύρω από την πρωτοφανή πανδημία του κορωνοϊού. Η κλιματική αλλαγή έχει δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη και διάδοση ιών και μικροβίων με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς, καθώς η συγκέντρωση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, ειδικά στις μεγαλουπόλεις, διευκολύνει την εξάπλωση των ιών μέσω του αέρα για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ η μετακίνηση των ζώων προς αναζήτηση τροφής και ευνοϊκότερου κλίματος και η αλληλεπίδραση τους με άλλα είδη που δε θα συναντούσαν υπό κανονικές συνθήκες ευνοεί τη μετάδοση ιών στον άνθρωπο.

Το καίριο ερώτημα, λοιπόν, είναι το εξής: βρεθήκαμε πράγματι προ εκπλήξεως; Το ζήτημα δεν είναι αν ενημερωθήκαμε από την ΕΜΥ μόλις 7 ημέρες πριν για τη σφοδρή χιονόπτωση ή αν ακούσαμε για τον κορωνοϊό ήδη τρεις μήνες πριν επιβεβαιωθεί το πρώτο κρούσμα στην Ελλάδα. Τότε σίγουρα η οποιαδήποτε προσπάθεια αποτελεσματικής αντιμετώπισης την ύστατη στιγμή θα έπεφτε φυσικά στο κενό. Ωστόσο, εδώ και αρκετές δεκαετίες τα επιστημονικά δεδομένα είναι σαφή και ακριβή ως προς την πορεία της κλιματικής αλλαγής, την αυξημένη ένταση και επικινδυνότητα των συνεπειών της και, μάλιστα, έχουν γίνει προϊόν επίσημης αποδοχής από πλήθος κρατών. Ήδη από το 1988 ο ΟΗΕ ίδρυσε την Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC) που εκδίδει περιοδικά εκθέσεις για την εξέλιξη του φαινομένου, ενώ οι πρώτες συμβάσεις για τη συντονισμένη δράση των κρατών υπογράφηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Δεν υπάρχει περιθώριο αιφνιδιασμού και λανθασμένης εκτίμησης όταν ένα κράτος γνωρίζει τη ραγδαία εξέλιξη της περιβαλλοντικής απειλής και έχει αναλάβει την υποχρέωση να την αναχαιτίσει.

Είναι προφανές πως η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή αποτελεί μια απειλή, ιδιαίτερα για τις νεότερες γενιές, που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν και τις πιο καταστροφικές συνέπειές της. Τα μέτρα αντιμετώπισης επικεντρώνονται σε δύο βασικούς άξονες: την ανακοπή της εξέλιξης του φαινομένου, με την ουσιαστική και άμεση μείωση των εκπομπών αερίου, και την προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Κι ενώ η πρώτη κατηγορία μέτρων στοχεύει στη βελτίωση των συνθηκών μακροπρόθεσμα, έχοντας βέβαια επικείμενες οικονομικές συνέπειες στη παραγωγή και την ενέργεια, η δεύτερη κατηγορία έχει σκοπό την εξασφάλιση της διαβίωσής μας έναντι όλων των κινδύνων μέσω της λήψης κατάλληλων μέτρων προσαρμογής, ικανά να αντιμετωπίσουν το μέγεθος της απειλής, όπως αντιπλημμυρικά έργα, πολεοδομικός σχεδιασμός, ρύθμιση σχεδίου έκτακτης ανάγκης, οργάνωση και θωράκιση συστήματος υγείας κλπ. Ο συνδυασμός των μέτρων καθιστά εφικτή την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών και την επίτευξη της διαγενεακής ισότητας.

Η αποτυχία των κυβερνήσεων όλων των προηγούμενων ετών να αναλάβουν σαφή και άμεση δράση για την αντιμετώπιση του προβλήματος επέφερε την επικίνδυνη έκθεση σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις. Σίγουρα κανένα κράτος από μόνο του, ούτε οι χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστά εκπομπών όπως η ΗΠΑ και η Κίνα, δεν μπορεί να εμποδίσει την εξέλιξη του κινδύνου και την άνοδο της θερμοκρασίας. Απαιτείται συλλογική προσπάθεια, σε επίπεδο πολιτικό και οικονομικό, που να στηρίζεται σε μια «οικοκεντρική προσέγγιση», να θέτει δηλαδή στο επίκεντρο την ανάγκη της φύσης να ανακάμψει και να αναγνωρίζει το ρόλο του ανθρώπου ως φιλοξενούμενο στη φύση και όχι ως κυρίαρχο.

Οι χιονοπτώσεις της προηγούμενης εβδομάδας, η πανδημία, οι πλημμύρες με την ένταση με την οποία επήλθαν δεν είναι παρά αναμενόμενες επιπτώσεις μιας μακρόχρονης ανθρώπινης δράσης. Κανένας αιφνιδιασμός, μόνο μια παράλειψη σε παγκόσμιο επίπεδο να αναλάβουμε την ευθύνη και να προστατεύσουμε τις επόμενες γενιές. Είναι ενδιαφέρον πως 6 παιδιά από την Πορτογαλία προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά 33 κρατών, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, για την παράλειψή τους να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την προφύλαξη της γενιάς τους από την περιβαλλοντική απειλή. Μάλιστα, το ίδιο το Δικαστήριο ζήτησε να εξεταστεί κατά πόσο η παράλειψη των κρατών συνιστά παραβίαση της απαγόρευσης απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης!

Πολλές φορές θεωρούμε τα περιβαλλοντικά ζητήματα εξεζητημένα, σαν προβλήματα που δε μας αφορούν γιατί δεν τα βλέπουμε και νιώθουμε πως δε μας επηρεάζουν τόσο όσο η πορεία της οικονομίας, η ανεργία, το έγκλημα. Γι’ αυτό συνήθως δεν έχουμε και μεγάλες απαιτήσεις ως εκλογικό σώμα για την πολιτική του κράτους μας γύρω από τα ζητήματα αυτά. Είναι ώρα, όμως, να αναπτύξουμε περιβαλλοντική συνείδηση για να μπορέσουμε σαν ενεργοί πολίτες να απαιτήσουμε και να ελέγξουμε τη διαμόρφωση κλιματικής πολιτικής από τους κυβερνώντες.

Της Ιωάννας Κουτέλα
Φοιτήτριας Νομικής ΑΠΘ