«ΘΑΡΡΟΣ» 1 Ιουνίου 1919: Πάρτε πατάτα 80 λεπτά η οκά

«ΘΑΡΡΟΣ» 1 Ιουνίου 1919: Πάρτε πατάτα 80 λεπτά η οκά

Η πλατεία της αγοράς γιομάτη προχθές και χθες από σωρούς πλέον πατάτας και… κολοκυνθίων.

Αγορασταί ελάχιστοι. Δύο τρεις επερνούσαν μπροστά από τους σωρούς, έρριχνaν μια ματιά, άνοιγαν λίγο το στόμα τους για να ρωτήσουν πόσο έχουν οι πατάτες και χωρίς να περιμένουν απάντησιν έφευγαν για να επαναλάβουν τα ίδια εις άλλο πρατήριον.

Ορίστε, κύριοι, πάρτε πατάτες καλές, χονδρές, γλυκές σαν ζάχαρι, οδγοήντα λεπτά η οκά. Πάρτε ψαράκια (κολοκυθάκια) φρέσκα, σπαρταριστά και δροσερά, είκοσι λεπτά η οκά.

Η διαλάλησις εξηκολούθει πάντοτε εις τον αυτόν τόνον, τον παρακλητικόν και προκλητικόν, με λίγο κούνημα της παλάτζας για να προσελκύεται η προσοχή των αγοραστών….

Επέρασε και κάποιος ο οποίος φαίνεται στου διαλαλητή την ψυχήν είχε χαρακτηρισθή ως γκρινιάρης.

Πάρτε, κύριοι… Ορίστε, να τώρα τιμάς που δεν κάμνουν κανέναν να γκρινιάζη.

Ο κάποιος εκείνος εγύρισεν εις την πρόκλησιν αυτήν, εκύτταξε καλά τον διαλαλητή, εκούνησε το κεφάλι, εχαμογέλασε λίγο και απάντησε: Ξέρεις; Στην Αθήνα η πατάτα έχει εξήντα λεπτά και όχι ογδοήντα που την πουλείς του λόγου σου. Αλλά σιγά σιγά θα χαμηλώσης την φωνήν σου ακόμη.

Ο διαλαλητής έσφιξε τα δόντια, εκιτρίνισε λίγο και εγύρισε τα μούτρα του για να μην αντικρύση το ειρωνικόν μειδίαμα του άλλου.

Ε, μπάρμπα, να πάρω κάμποσα κολοκύθια να παίξω, φωνάζει ο αθάνατος γαβριάς, γιατί καθώς βλέπω το βράδυ θα τα πετάξης μόνος σου…

Ο ΠΑΛΑΙΟΣ

_____________

Έχουμε κάτι υφάσματα… αλλά;
«ΘΑΡΡΟΣ» 5 Ιουνίου 1919
Είχα την δύναμιν προχθές να προχωρήσω εις τα εσώτερα ενός εμπορικού καταστήματος μανιφατούρας. Η ωθήσασα βέβαια δύναμις εμέ δεν ήτο υποκειμενική, γιατί τέτοιο πράγμα δεν το εγνώρισα ακόμη, καθόσον ούτε έμπορος υπήρξα αλλά ούτε και… εργάτης, αλλά αντικειμενική.

Τι να γίνη; Πάλιν πέντε κατά σειράν ενιαυτών δεν επέτρεπε κατ’ ουδένα τρόπον παράτασιν του αγώνος. Μοιραίως έπρεπε να διακόψω. Και μάλιστα, όταν ο κολοκυθάς ή ο πατατάς ή ο λαχανοπώλης κατεδέχθησαν να συναντηθούν κάπως εις ανθρωπίνην συναλλαγήν.

Τι ζητεί ο κύριος;

Όχι πολλά πράγματα, παιδί μου, λίγες πήχες πανί λευκό δια… εσώρουχα.

Το μοτέρ αυτό του καταστήματος εκινήθη με κάποιαν δυσθυμίαν. Έρριψε μια ματιά γύρω του καταστήματος, σαν κάτι να εζήτει. Επέστρεψε πάλιν, εστάθη και λαβών κάποιαν νωχελή στάσιν, απήντησεν εις τόνον χιλίων παραπόνων:

Έχομε κάτι υφάσματα, αλλά…

Αλλά;

Είναι λίγο ακριβά. Πριν μπω μέσα εδώ, παιδί μου, ωπλίσθηκα και με το βέβαιον αυτό.

Ξέρετε, κύριε…

Ναι, ναι, ξέρω, ότι ο αποκλεισμός, ο πόλεμος, οι ναύλοι… Δεν σας επέτρεψαν να φέρετε εμπορεύματα, ναι;

Μάλιστα, μάλιστα, κύριε.

Και θα έχετε εκείνα που φέρατε στα 1915, δεν είναι έτσι; Από εκείνα λοιπόν θέλω και εγώ. Βλέπετε, ότι είμεθα σύμφωνοι.

Εξεδιπλώθη ένα τόπι πανί επί του οποίου το διάκριτον μάτι μου διέκρινε χρόνον εισαγωγής έτους 1914.

Λοιπόν ο πήχυς. Θα σας το δώσωμεν λίγο οικονομικά: μόνον 1.582 δραχμάς…

Δεν μου λες, παιδί μου, έκαμες καμμιά φορά αντάρτης στα βουνά;

Όχι εγώ, κύριε, ο αφεντικός μου…

Ο ΠΑΛΑΙΟΣ

_____________________ 

Το εμπόρευμα
«ΘΑΡΡΟΣ» 19 Νοεμβρίου 1919
Περί την μεσημβρίαν χθες, ο ατυχής γέρων ωδήγει επί χειραμάξης, προχείρως διασκευασθείσης, το μοναδικόν εμπόρευμά του, το οποίον συνίστατο από μίαν κουκλόπιτα γαρνιρισμένην από σταφίδα και μέλι. Η κουκλόπιτα ήτο τεμαχισμένη κατά τρίγωνα των οποίων η τιμή είχε καθορισθή εις τα λεπτά δέκα πέντε κατά τεμάχιον.

Ο γέρων συνεκέντρου επ’ αυτού τα βλέμματά του, ενώ ο διαλογισμός του εστρέφετο εις το κέρδος το οποίον θα του έδιδεν η επιχείρησίς του. Διότι δεν εξηγείται άλλως η απροσεξία του…

Η χειράμαξα ωθούμενη προς τα εμπρός κατά την οδόν Μπενάκη, ίνα ταχύτερον ευρεθή εις τον τόπον της καταναλώσεως, προσέκρουσεν επί του πεζοδρομίου. Ο εις τροχός ανήλθεν επί του λιθοστρώτου και ο έτερος καμφθείς υπό το βάρος του εμπορεύματος ήρξατο αιωρούμενος μέχρις ότου το ταψί γλυστρήσαν εκυλίετο επί του χώματος με αντίθετον όψιν.

Ο δυστυχής γέρων αφήκε την χειράμαξαν και με μίαν απελπισίαν, η οποία εξωτερικεύθη δια χειρονομίας, καθ’ ην η κεφαλή συνελήφθη δι’ αμφοτέρων των χειρών, ανέκραξε: «Θεέ μου, δεν με λυπείται λοιπόν κανείς;».

Γέρω, άφησε αυτά και σώσε όπως μπορείς την πίτα σου, θα σου την αρπάξουν τα παιδιά, εφώναξεν ο παρερχόμενος διαβάτης.

Δυο – τρεις αγυιόπαιδες ήρξαντο να περιβάλλουν το πολύτιμον εμπόρευμα και με βλέμμα λάγνον να προπαρασκευάζουν δοκιμαστικάς επιθέσεις.

Ρε παιδιά, βοηθάτε με τον κακομοίρη να σηκώσω την πίτα.

Το ταξί επανήλθεν εις την κανονικήν του θέσιν, ενώ τα χέρια των αγυιοπαίδων μυστηριωδώς εχάνοντο εις τις τσέπες των και τους κόλπους των. Το εμπόρευμα είχε καταναλωθή σε λίγη στιγμή, ενώ το γεροντάκι κλαυθμηρίζον απήρχετο με το κενόν ταξί εις τα ίδια.

Εις τον τόπον του δράματος δεν παρέμειναν παρά τα ίχνη του εμπορεύματος και ο αδιόρθωτος γαβριάς λείχων τας χείρας του από τα τελευταία λείψανα και εις το πρόσωπόν του διεγράφετο ζωηρά η χαρά του τόσον ευτυχούς γεγονότος.

Και ενώ ο γέρων εχάνετο εις το βάθος της οδού, ο γαβριάς υψούμενος επί των δακτύλων των ποδών του εκραύγαζε: «μπάρμπα, και αύριο τα ίδια νάχουμε».

Ο ΠΕΡΙΕΡΓΟΣ