Κώστας Γουλιάμος: «Aπό τη λεξιπενία εκκινεί ο εκφασισμός της καθημερινής ζωής»

Κώστας Γουλιάμος: «Aπό τη λεξιπενία εκκινεί ο εκφασισμός της καθημερινής ζωής»

Ο Καλαματιανός στην καταγωγή Κώστας Γουλιάμος σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στο booksitting.gr και την Αλεξία Καλογεροπούλου.

Ο Κώστας Γουλιάμος γεννήθηκε στην Καλαμάτα. Είναι επίτιμος καθηγητής σε τρία πανεπιστήμια της Κίνας, τέως πρύτανης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, τακτικό μέλος και εκπρόσωπος της Κύπρου στην Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών της Ευρώπης, συγγραφέας πολυάριθμων επιστημονικών συγγραμμάτων, κριτικών κειμένων και δοκιμίων, μεταφραστής επιφανών ποιητών και, βέβαια, ποιητής και ο ίδιος. Μιλήσαμε μαζί του για τις τέχνες, τη γνώση, την εκπαίδευση, την κοινωνία και, φυσικά, για την ποίηση.

Ζείτε τα τελευταία σαράντα χρόνια εκτός Ελλάδας. Είστε από τους Έλληνες της διασποράς που διαπρέπουν διεθνώς στις επιστήμες, στα γράμματα και τις τέχνες. Μάλιστα, αυτή τη χρονιά γίνατε αποδέκτης διεθνούς διάκρισης, αφού σας απονεμήθηκε το ένα εκ των δυο διεθνών βραβείων «εξαιρετικής προσφοράς στην εκπαίδευση» από τη «Διεθνή Ομοσπονδία Γενικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίων Εφαρμοσμένων Επιστημών”. Τι ακριβώς σημαίνει για εσάς γνώση και τι εκπαίδευση;

Ανέκαθεν η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας άλλαζε το πρότυπο της εκπαίδευσης, σχολείου και πανεπιστημίου, σε σχέση με τη γνώση. Η γνώση, ως συνάρτηση του τρόπου παραγωγής και εξέλιξης της υλικής ζωής, είναι ανεξάντλητη. Διαρκώς εμπλουτίζεται και ανανεώνεται πάνω σε επαναστατικές και επιστημονικές βάσεις. Ο Marx, στα Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα, τη θεωρούσε έργο όλης της ιστορίας που προηγήθηκε. Ωστόσο διαφέρει από εποχή σε εποχή. Και καθορίζεται κοινωνικά. Άλλωστε η ανθρώπινη ικανότητα απόκτησης γνώσεων είναι παράγωγο διαδικασιών κοινωνικής και ιστορικής εξέλιξης. Και ως παράγωγο αποκτά χαρακτήρα κοινωνικά αντικειμενικό με την ανθρώπινη δράση και, κυρίως, με την εργασία.

Γιατί στην κοινωνική πράξη διαμορφώνεται η ανθρώπινη γνωστική ικανότητα που συνταυτίζεται με τη γλώσσα. Άλλωστε, η όλη διαλεκτική και κοινωνική διαδικασία της γνώσης αποτελεί κοινωνικό φαινόμενο με ιστορικές καταβολές. Το πρόβλημα είναι πως στην εποχή μας η γνώση έχει τα χαρακτηριστικά της αποσπασματικής και ασύνδετης πληροφορίας, καθώς στέκει μετέωρη και, τελικά, μη αφομοιώσιμη.

Ποιους θεωρείτε ως βασικούς λόγους του ασύνδετου και αποσπασματικού χαρακτήρα της πληροφορίας;

Υπάρχουν αρκετοί. Θα επικεντρωθώ συνοπτικά σε δύο θεμελιώδεις. Ο πρώτος αφορά στον όγκο και, κυρίως, στην ταχύτητα διάχυσης του συστήματος πληροφοριών. Η σημερινή πολιτική, πολιτιστική και κοινωνική αποσύνθεση και, συνακόλουθα, η εντεινόμενη εκπαιδευτική απορρύθμιση, γίνονται ζητήματα ακατανόητα ή δυσνόητα, όταν δεν προσεγγίζουμε τον κυβερνο-καπιταλισμό με όρους ιστορικού υλισμού. Λόγω των νέων ψηφιακών τεχνολογιών, οι μετασχηματισμοί τροποποιούν τη μορφή της κοινωνίας, εγκαινιάζοντας την εποχή, όχι της γνώσης, αλλά της άγνοιας. Της κατά τον Gisbertus Voetius και τον John Locke τεχνουργημένης, πολυμαθούς άγνοιας, που οδηγεί με τη σειρά της σε φαινόμενα ασυναρτησίας και υβριδικότητας. Στην εκδήλωση βαθύτερων όσο και συνεχών κρίσεων, της εκπαιδευτικής κρίσης συμπεριλαμβανομένης.

Κυριαρχούν μορφές και σύνολα ημιμάθειας, εργαλειακού λόγου, οργανωμένης χειραγώγηγης, όπως και σκόπιμης διάδοσης χαλκευμένων αφηγημάτων. Ειδικότερα, οι οργανωμένες μορφές χειραγώγηγης συνδέονται με τον δεύτερο λόγο, καθότι τα πάντα γίνονται με διαμεσολάβηση της γλώσσας. Όσο περισσότερο συρρικνώνεται η γλώσσα τόσο πιο πολύ γιγαντώνεται η αντιληπτική μας πλάνη. Δημιουργείται ένας παραποιημένος κόσμος, όπου κυριαρχούν η ψευδής συνείδηση και η ηθελημένη συσκότιση. Ο Goebbels, ο εκφραστής της ναζιστικής προπαγάνδας, έλεγε πως «δεν θέλουμε να να πείσουμε τους ανθρώπους για τις ιδέες μας, αλλά θέλουμε να περιορίσουμε το λεξιλόγιο με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτοί να μην μπορούν να εκφράζουν παρά μόνο τις ιδέες μας».

Είναι αυτόχρημα τραγικό φαινόμενο η λεξιπενία. Στον Σοφιστή ο Ξένος και ο Θεαίτητος καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η γλώσσα ταυτίζεται με τη σκέψη. “…διὰ τοῦ στόματος ἰὸν μετὰ φθόγγου κέκληται λόγος”. Aπό τη λεξιπενία εκκινεί ο εκφασισμός της καθημερινής ζωής. Εμπεδώνεται η αποικιοποίηση του βιόκοσμου, με όλα εκείνα τα γνωρίσματα της υποτέλειας, της αδράνειας και της πραγμοποίησης. Επομένως, ζήτημα και ζητούμενο είναι η ανατροπή αυτού του συστήματος, ώστε να μπορεί η εκπαίδευση να μετατραπεί σε συλλογική σοφία και, συνακόλουθα, σε παιδεία.

Πρόσφατα αποφασίστηκε ομόφωνα η θέσπιση “Βραβείου Κ. Γουλιάμου για Διδακτορικό Ερευνητή” από το International Research Institute for Economics and Management (IRIEM), που εδρεύει στο Hong Kong. Επιπλέον, η «Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης» σάς αναγόρευσε Επίτιμο Μέλος. Πώς αντιλαμβάνεστε αυτές τις διακρίσεις; Τι σημαίνουν για εσάς;

Αποτελεί ψευδαίσθηση να πιστεύει κανείς πως ένα διεθνές βραβείο ή μια αναγόρευση ενσαρκώνει ένα ultimum refugium, ένα έσχατο καταφύγιο αναγνώρισης. Από την άλλη θεωρώ πως το όλο θέμα αντικατοπτρίζει την επιδοκιμασία της διεθνούς κοινότητας για όσα πολύτιμα ο κόσμος των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών ποιεί στην Ελλάδα και την Κύπρο. Ειδικά σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενο του ερωτήματός σας, θα έλεγα πως αντιλαμβάνομαι τις διακρίσεις ως ένα υπόμνημα εκτίμησης για να προχωράμε μπροστά και, κυρίως, να μαθαίνουμε συνεχώς.

Από τα χρόνια της εφηβείας μου είχα συμφιλιωθεί με την περιέργεια και την αναζήτηση. Με την ιδέα να μαθαίνω. Ήρθα σε επαφή και συνεργάστηκα, τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα, με διανοητές, συγγραφείς και καλλιτέχνες που σημάδεψαν τη σκέψη, τα γράμματα και την τέχνη της εποχής μας σε παγκόσμιο επίπεδο. Μέσα από τη φιλία και τη συνεργασία, όλοι αυτοί οι σημαντικοί άνθρωποι, ταπεινοί ως ήταν και είναι, με έμαθαν να βελτιώνω το μέγεθος της άγνοιάς μου. Αυτό συνειδητοποιώ τις τέσσερις δεκαετίες που περιφέρομαι εκτός Ελλάδας.

Αυτή ωστόσο η περιφορά με κάνει να νιώθω νομάς. Είμαι σε μια διαρκή κίνηση. Αισθάνομαι πως βρίσκομαι σε συνεχή διαμετακόμιση. Κατά βάθος πιστεύω πως είμαστε κοινωνίες διαμετακόμισης (transit societies), όπου ο χώρος συνιστά ένα διακύβευμα. Ένα ιστορικό, ακόμα και συμπαντικό locus, διαρκώς υπό διαπραγμάτευση, υπό κατεργασία και υπό εξέλιξη. Έσχατη συνέπεια αυτής της θέσης είναι ο αυξανόμενος όγκος των ψηφιακών νομάδων.

Αναφέρεστε σε “κοινωνίες διαμετακόμισης” καθώς επίσης και στη νομαδική πλευρά του εαυτού σας, που εμπλέκεται στην ιστορία και ταυτόχρονα την εμπλέκει. Πώς αυτή η συλλογιστική σας σχηματοποιεί τον σύγχρονο κόσμο, ποιητικά και επιστημονικά;

Η εποχή που αποκαλώ “κοινωνία διαμετακόμισης” είναι παράγωγο του ψηφιακού μετασχηματισμού. Με εφαλτήριο τον ψηφιακό και, οσονούπω, τον κβαντικό μετασχηματισμό, αναπτύσσεται ραγδαία η τεχνητή νοημοσύνη. Ταυτόχρονα, το Chat GPT, ως κατασκευασμένη γλώσσα αιχμής, τροποποιεί τον τρόπο που οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν με την τεχνητή νοημοσύνη. Η ποίηση και οι επιστήμες συναντούνται με αυτές τις τεχνολογίες αιχμής. Κατά συνέπεια, δημιουργούνται νέες προκλήσεις σε ό,τι αφορά στη θεματολογική και μορφολογική εξέλιξη και, βέβαια, στην τεχνοτροπία και τους αισθητικούς τρόπους της ποιητικής. Προκλήσεις συνυφασμένες με την επιτάχυνση της εξέλιξης της νοήμονος ζωής, πέρα από την υφιστάμενη μορφή, που, προφανώς, επιδρούν στην όλη εκπαιδευτική διαδικασία.

Δίχως άλλο, η χρήση βιοτεχνολογικών μοντέλων συνδέεται με το αφήγημα του “ψηφιακού διαφωτισμού” και τις αντίστοιχες εννοιολογήσεις και ταξινομήσεις περί “διανθρωπισμού” και “μετανθρωπισμού”.

Ας σημειωθεί πως οι εννοιολογήσεις αποτελούν αναπαλαίωση των γνωστών από τη δεκαετία του 1960 απόψεων περί τεχνολογικού ντετερμινισμού και διαιωνίζονται μέχρι σήμερα. Το πρόβλημα δεν είναι τα εργαλεία, αλλά η χρήση τους. Δεν είναι η ψηφιοποίηση ή η προϊούσα κβαντοποίηση, αλλά ο βαθμός αύξησης της εκμετάλλευσης από τους κατόχους των μέσων παραγωγής των τεχνολογιών αιχμής. Μια πρόσφατη έκθεση της McKinsey προβλέπει ότι μεταξύ 2035 και 2075 θα καταργηθεί παγκόσμια το 50% των σημερινών θέσεων εργασίας, ενώ η δημιουργική τεχνητή νοημοσύνη θα προσθέτει έως και 4 τρισ. δολάρια ετησίως. Το τραγικό είναι πως τα μέσα παραγωγής αυτού του τεράστιου πλούτου ανήκουν σε μια μειοψηφία της οικονομικής ολιγαρχίας. Ήδη βιώνουμε μια δυστοπική ιστορική συγκυρία, όπου κυριαρχεί η τεχνοκρατική ανασυγκρότηση ως επιταχυντής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.

Προεκτείνοντας το θέμα, θα σημείωνα πως το δυτικό πνεύμα αντίληψης της φιλοσοφίας ως μιας ανάλυσης της γλώσσας, γενικά της φιλοσοφίας ως scientia scientiarum, όπως και η θέση του θετικισμού περί αξιολογικής ουδετερότητας, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια συντηρητική οπτική της αναδιάρθρωσης του κεφαλαιοκρατισμού, μέσα από ένα στενό πρότυπο γνώσης. Μάλιστα, στην εκδοχή του πραγματισμού αυτή η οπτική δείχνει πως “ωφελιμότητα” και “αλήθεια” αποτελούν δύο όψεις της ίδιας πραγματικότητας.

Εν πάση περιπτώσει, πιστεύω πως οι βιοτεχνολογικές επεμβάσεις της τεχνοκρατικής διακυβέρνησης από μόνες τους δεν μπορούν να αλλάξουν τον κοινωνικοταξικό ιστό του συστήματος. Συν τοις άλλοις, δεν μπορούν ipso facto να γίνουν το πέρασμα απο την τεχνοκρατική στην ποιητική οντολογία. Άλλωστε μια τεχνικοποιημένη δυνητικότητα προκαλεί φαντασιακές τερατογενέσεις. Πρόκειται για μηχανιστική αντίληψη, γνώρισμα μιας νέας cyborg ανθρωπολογίας.

Συνολικά, αδυνατώ κυριολεκτικά να φανταστώ τη συρρίκνωση του ποιητή ή του δάσκαλου σε ένα «εύθυμο ρομπότ» που χαρακτηρίζεται από τη διάσταση μεταξύ στοχαστικής φαντασίας και αισθητικής ζωής. Δεν υπάρχει ποίηση ή τέχνη, μήτε και επιστήμη, όταν δεν τολμούμε ή δεν μπορούμενα αισθανθούμε.

Η Δύση και η Ελλάδα. Τι μπορεί να σημαίνει μια τέτοια φράση στον 21ο αιώνα;

Βρίθει η βιβλιογραφία για τις σχέσεις της λεγόμενης Δύσης με την Ελλάδα. Πρόκειται αναμφίβολα για δύο κοσμοϊστορικά καθοριστικές και αλληλοσυνδεόμενες κατευθύνσεις.

Ωστόσο, σε συνάρτηση με τις in absracto πολιτικές της ευρωπαικής ενοποίησης, συμπεριλαμβανομένων των ενδοκαπιταλιστικών και ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, δημιουργούνται αυτάρεσκα αφηγήματα και αστικο-κοσμοπολιτικοί αταβισμοί. Έτσι το κυρίαρχο αφήγημα της κάθε πλευράς, προκειμένου να δικαιολογήσει επιλογές, προσφεύγει σε επινοήσεις και αποκρύψεις που παρέχουνένα εξ ίσου αντιφατικό όσο και ερμαφρόδιτο πλαίσιο πολιτικής αυθαιρεσίας και πολιτισμικής άγνοιας. Πλαίσιο που αναπόφευκτα οδηγεί στην ύβρη και η ύβρις,σύμφωνα με τον Σοφοκλή, «φυτεύει τύραννον».

Σε έναν πλανητικά ψηφιακό κόσμο είναι κάτι περισσότερο από ανάγκη να ενοποιήσουμε τον εξωτερικό με τον εσωτερικό μας κόσμο. Χωρίς αυτή τη συνείδηση, είναι επόμενο να μας συμπαρασύρουν όλα τα υπόλοιπα. Ο Matisse το είχε συνειδητοποιήσει, γι’ αυτό και ομολογούσε πως “παρόλο που ζωγράφιζα τη θάλασσα, δεν ένιωθα τη μυρωδιά της”.

Η λογοτεχνία ή η τέχνη, όπως και η επιστήμη από μόνες τους δεν έχουν τίποτα το ανατρεπτικό, αν δεν συνδεθούν με την κοινωνία, τη φύση και το σύμπαν. Δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν σε μη κοινωνικό τόπο. Χωρίς αυτή τη συνείδηση της σύνδεσης, είναι επόμενο να μας συμπαρασύρουν όλα όσα συνιστούν την ιδιότυπη δικτατορία των αγοραίων πρακτικών. Όλα όσα διέπουν το λόγο της αιωρούμενης διανόησης ως συλλογικά αποξενωμένης από τις ταξικά διαιρεμένες κοινωνίες και, πάντως, έξω από την ιστορική πραγματικότητα.

Παρατηρώ ότι αποδίδετε ιδιαίτερη σημασία στην έννοια της συνείδησης.

Είναι κρίσιμο ζήτημα. Μολαταύτα πιο κρίσμο θεωρώ το κοινωνικό είναι. Δεν μπορώ να φανταστώ τρομακτικότερη αντίληψη από εκείνη που ερμηνεύει τη δυναμική αρχή της λογοτεχνικής πρωτοπορίας ή των επιστημονικών επαναστάσεων, ακόμα και την αισθητική της πρόσληψης, στη βάση ενός ευθύγραμμου γίγνεσθαι. Αυτή η αντίληψη παραποιεί, παραμορφώνει το κοινωνικό είναι και έτσι δημιουργείται ψευδής συνείδηση που, στη συνέχεια, διεκδικεί ηγεμονικό ρόλο. Από την άποψη αυτή δικαιώνεται ο Shakespeare όταν στον Hamlet αποδίδει στη συνείδηση προσποιητή ιδιότητα. Πρόδηλα είναι αναγκαίος ο αναπροσανατολισμός μας, καθότι η ψευδής συνείδηση είναι per se χειραγώγηση. Από πολλές απόψεις, η ψευδής συνείδηση ως πυρήνας της αστικής ιδεολογίας αυτοχειραγωγείται και χειραγωγεί. Συνδέεται με τη στρεβλή, όσο και απατηλή απεικόνιση της κοινωνικής πραγματικότητας. Στη δημιουργία αυτής της πλάνης συμβάλλουν και η αστική κοινωνική επιστήμη και η συμβατική, κειμενοκεντρικά και αισθητικά, λογοτεχνία.

Πριν επομένως από την όποια σχέση “Δύσης-Ελλάδας”, τίθεται ένα σοβαρό πρόβλημα για το ίδιο το κοινωνικό μας είναι. Το θέτω, επειδή ακριβώς το κοινωνικό είναι αφορά στις συνθήκες της υλικής ζωής των ανθρώπων. Στην κοινωνική υλιστική τους αντίληψη και, συνεπαγωγικά, στην κοινωνική τους συνείδηση. Στο σύνολο των υλικών συνθηκών του βιόκοσμου και, κυρίως, στην κοινωνική παραγωγή των υλικών και πνευματικών αγαθών, όπου αναμφίβολα ο ρόλος των ιδεών είναι σημαντικός. «Οι ιδέες γίνονται υλική δύναμη όταν καταχτήσουν τις μάζες», δήλωνε ο Marx.

Εξίσου με τη συνεκτική συνείδηση ζήτημα μείζονος σημασίας, και βέβαια αλληλένδετο, αποτελεί η αισθητική ένταση. Αποδίδω ιδιαίτερη προσοχή στο ρόλο της σωματοποίησης της αισθητικής. Αναφέρομαι, λόγου χάρη, στο φως και στο πώς έχει επηρεάσει τη γραφή, την εικόνα, την αρχιτεκτομνική ή τη σκέψη. Λέγεται πως τα τελευταία λόγια του Goethe, όταν ξεψυχούσε στη Βαϊμάρη, ήταν: «Φως, περισσότερο φως». Καθώς όμως ο αισθητηριακός μας κόσμος με την πάροδο αιώνων εξακολουθητικά μεταβάλλεται, είναι επιτέλους ώρα να διεισδύσουμε στις αγνοημένες αισθήσεις μας, στην κρυμμένη μας συγκίνηση. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει μια πολύπτυχη προσοχή, εκτεταμένη και ικανή να διερευνά και να ανατρέπει τους συμβατικούς τρόπους που εκπαιδευτήκαμε να αισθανόμαστε, να αντιλαμβανόμαστε και να σκεπτόμαστε. Έτσι μπορούμε να αποκαλύψουμε και να εκφράσουμε όσα σωρεύονται και μεθοδικά θάβονται. Όσα επιμελώς κρύβονται στο φως. Το διατυπώνει υπέροχα σε ένα στίχο του ο Francis Ponge «ο ήλιος δεν φωτίζει/Παρά ένα μνημείο αιτίων».

Υποπτεύομαι ότι ο τρόπος που προσεγγίζετε το ζήτημα υποδηλώνει ένα είδος πρότασης. Είναι αλήθεια ; Τι ακριβώς έχετε κατά νου;

Το ζήτημα είναι μάλλον να κατανοήσουμε και να αισθανθούμε πως η εκτροπή που σήμερα βιώνουμε είναι αποτελέσμα μιας ολέθριας εξέλιξης. Χωρίς περιστροφές, ο καπιταλισμός δεν εξωραΐζεται ούτε και εξανθρωπίζεται, ανατρέπεται. Χρέος μας λοιπόν να χειραφετηθούμε. Κι ακόμα, να διεισδύσουμε σε ό,τι βρίσκεται επέκεινα της διανοητικής μας αντίληψης. Να πάμε πέρα απο το χεγκελιανό περιεχόμενο της αισθητήριας βεβαιότητας. Πώς αλλιώς θα σωματοποιήσουμε την εξωτερική και εσωτερική εμπειρία του κόσμου μας; Διαφορετικά διαιωνίζουμε το σχήμα της στωϊκής απάθειας και αταραξίας που επανέρχεται δριμύτερο στην εποχή μας. Πλέον το εν λόγω σχήμα ηγεμονεύει ως habitus αδιαφορίας και δύναμη συνήθειας παραπέμποντας, τηρουμένων των αναλογιών, στο φιλοσοφικό πρόταγμα των στωϊκών, το οποίο κυριαρχούσε στις ιστορικές συνθήκες της ελληνιστικής περιόδου.

Έχω την αίσθηση ότι η ανάλυσή σας παραπέμπει σε ένα πλαίσιο διάγνωσης των ιστορικών συνθηκών.

Σωστά το επισημαίνετε. Πολλά εκκινούν από τις γραμμικές χρονολογήσεις της ιστορίας και από την ανεπαρκή διάγνωση των ιστορικών φάσεων της εποχής μας, και όχι μόνο. Και έτσι μένουμε έκθετοι στην ασυναρτησία, στην κατά τον John Locke, πολυμαθή άγνοια. Εξού και η μετατροπή της λογοτεχνίας και των τεχνών σε εκφραστικό ή οπτικό εντυπωσιασμό, σε έναν σκηνικό διάκοσμο χωρίς κοινωνικό και αισθητικό χαρακτήρα. Από τη μεταπολιτευτική κυρίως περίοδο μέχρι σήμερα γίνονται συνεχώς απόπειρες κατηγοριοποίησης και αναδιάταξης γενιών, γενών και νοηματοδότησης, χωρίς τις κοινωνικές, μορφολογικές και αισθητικές προϋποθέσεις παραγωγής, ανάλυσης και διάχυσης.

Έτσι διαμορφώνεται ένα ρεύμα δημιουργίας πολιτισμικού κεφαλαίου με εμμονές στην υποκειμενικότητα. Σε έναν κίβδηλο ατομικό πρωταγωνισμό. Επιπλέον, εντείνονται και εκτείνονται διαμεσολαβήσεις αγοραίου χαρακτήρα. Σε αυτές περιλαμβάνω τις δημόσιες σχέσεις, την αγοραλογία, δηλαδή το μάρκετινγκ, όπου αποδίδεται μονοδιάστατα αξία στο πρόσωπο. Διακρίνω ένα είδος εμμονικής επιμέλειας στην υποκειμενικότητα. Σε δράσεις κι εκδηλώσεις που αποδίδεται εμπορική αξία, υλική και άυλη, στο πρόσωπο.  Όλη αυτή η διαμεσολαβητική επιχείρηση εκκολάπτει και εμπεδώνει την αποδοχή μιας υπερβατικής πραγματικότητας, όπου κεντρικό ρόλο έχει το υποκείμενο. Στο επίκεντρο είναι το φαίνεσθαι και το θεαθήναι μιας κοινότητας διαμεσολαβητικού συνεταιρισμού, που παράγει και αναπαράγει μύθους πολυμαθούς άγνοιας και πλάνης. Κοινότητας με περιορισμένο ορίζοντα κάθε οπτικής γωνίας.

Η θέση αυτή, όπως τη διατυπώνετε, εικάζω ότι θα επιφέρει σοβαρές συνέπειες.

Προφανώς. Ο θρίαμβος, φερ’ ειπείν, της παραλογοτεχνίας επανέρχεται απειλητικότερος στην εποχή μας. Δίνει μάλιστα το δικαίωμα στους αδαείς είτε να αγνοούν είτε να κοιτούν με περιφρόνηση όσους και όσες βρίσκονται εκτός της διαμεσολαβητικής κοινότητας.

Από την άλλη όμως πλευρά, σπουδαίοι συγγραφείς, καλλιτέχνες ή επιστήμονες συνάπτουν μια βαθιά και σοβαρή, εάν όχι πλήρως συνειδητή σχέση με το κοινωνικό είναι και το αισθητικό όλον, δημιουργώντας νέες αισθητικές φόρμες ή, ακόμα, και νέους μηχανισμούς αισθητικής παραγωγής, που αποτρέπουν την ταύτιση και την παθητική αφομοίωση με ό,τι μας καθιστά ευάλωτους στη χειραγώγηση και έκθετους στην πλάνη. Το έργο τους σηματοδοτεί πολλά περισσότερα απ’ όσα σημαίνει μια απλή λέξη ή ένα χρώμα. Όπως γίνεται στον λόγο, για παράδειγμα, του Novalis, του Joyce ή του Εμπειρίκου και του Ρίτσου. Στην εικόνα του Rothko, του  Antonio Saura, του Tàpies, του Σπυρόπουλου ή του Διαμαντή. Στη χαρακτική του Τάσου και της Κατράκη. Στον συμπαντικό ήχο των συμφωνιών του Θεοδωράκη και στη φωνητική συνήχηση στις καντάτες του Bach.

Να διεισδύσουμε στη ρευστότητα, στη γλώσσα του κοινωνικού είναι, όσο ακατανόητη κι αν είναι. Για τον Artaud «κάθε αληθινή γλώσσα είναι ακατανόητη».

Τι ακριβώς αναζητάτε στη λογοτεχνία και την τέχνη ;

Ένα νέο τρόπο απόδοσης του αόρατου. Μια νέα διαλεκτική σχέση με το αόρατο. Να ανακαλύψουμε όσα δεν ερμηνεύονται μέσα από τις δυσπρόσιτες γλώσσες του φωτός. Διαφορετικά ο βίος μας καταλήγει σε μια κίβδηλη αυτοεικόνα, όπου παρουσιαζόμαστε, ατομικά ή συλλογικά, διαρκώς διαφορετικοί απ’ ό,τι πραγματικά είμαστε. Με διακριτή επιμέλεια ή με τεχνάσματα, πάντα κάτι κρύβουμε. Αυτή η παράλογη κωμωδία της απόκρυψης θεωρείται “στάση” αυτονόητα κανονική και φυσιολογική. Ωστόσο δεν παύει να είναι μια εννοιλογική και μορφολογική επινόηση. Μια επινοημένη εικονοποιία του εαυτού ή της χώρας που, ως τέτοια, συνιστά ένα ιδιότυπο είδος παρέκκλισης. Δημιουργείται επομένως μια αμείλικτα σκοτεινή terra incognita αποκρύψεων.

Από πολλές απόψεις, είμαστε ό,τι κρύβουμε. Είμαστε όσα αποσιωπούμε. Είτε απο συναισθηματική ή νοητική κόπωση είτε απο ιστορική ενοχή, δημιουργούμε έναν περίκλειστο κόσμο φόβου, ενοχών, άγχους, ανασφάλειας, ανεπάρκειας αλλά και λογής υποχρεώσεων. Ο Machiavelli υποστήριζε πως μπορούμε να εξαπατήσουμε πολλούς όταν εφευρίσκουμε υποχρεώσεις. Η ιστορία γίνεται προβληματική όταν εξυφαίνει, για λόγους πολιτικών ή πολιτισμικών υποχρεώσεων, μια πολλαπλή θεματική αποκρύψεων και πρακτικών εκτροπής. Αυτές οι πρακτικές επιτείνουν την πολυμαθή άγνοια. Αλήθεια, τι γνωρίζουμε για τους λιθοδόμους, τους πενήντα τόσους γλύπτες και βέβαια για το τεράστιο εργατικό δυναμικό των σκλάβων και μετοίκων που εργάστηκαν για την κατασκευή του αρχιτεκτονικού θησαυρού της Ακρόπολης των Αθηνών;

Η ιστορία, η σκέψη, η ίδια η λογοτεχνία και η τέχνη δεν απολυτρώνουν όταν κρύβουν και κρύβονται. Η αληθινή τέχνη και σκέψη επιτελείται στην αποκάλυψη και όχι στις υψιπετείς επιμέλειες απόκρυψης. Επιτελείται όταν ο υπαρξιακός, ο οντολογικός μας χωρόχρονος γίνεται ένα με τον κοινωνικό. Διαφορετικά μιλάμε για μια μεταλλαγμένη, μια εκφυλισμένη σχέση.

Στον κόσμο εν γένει, αλλά και στον δικό σας κόσμο ειδικότερα, κυρίαρχη θέση κατέχει η Κίνα. Γνωρίζετε καλά την Κίνα και, ιδιαίτερα, τον πολιτισμό της. Τον Οκτώβριο αναγορευτήκατε Επίτιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Κινεζικής Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών, όπως και του Shenzhen University, ενός εκ των 150 κορυφαίων πανεπιστημίων του κόσμου. Παράλληλα, το τελευταίο σας δοκιμιακό βιβλίο στην κινεζική γλώσσα, είναι πρώτο σε πωλήσεις στην Κίνα. Αναμφίβολα, πρόκειται για μια σημαντική επιτυχία σε μια τόσο μεγάλη χώρα.

Με συγκίνησε η αναγόρευσή μου ως Επίτιμου Καθηγητή στη μεγάλη οικογένεια του Πανεπιστημίου της Κινεζικής Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών. Μαζί με τον αγαπητό μου φίλο Πρόεδρο της Κινεζικής Ακαδημίας, τον Καθηγητή Xiang Gao, επιμεληθήκαμε τον δοκιμιακό τόμο που βρίσκεται στην πρώτη θέση των ευπώλητων βιβλίων της Κίνας. Πρόκειται για βιβλίο διεπιστημονικής και διαπολιτισμικής προσέγγισης για τους “Δρόμους του Μεταξιού”, από τα αρχαία χρόνια μέχρι τις μέρες μας.

Αποτελεί καρπό πολυετούς φιλίας με τον Xiang Gao, εργώδους και μεθοδικής συνεργασίας μεταξύ συναδέλφων, αλλά και ουσιαστικής αλληλεπίδρασης μεταξύ Κίνας και Ευρώπης σε επιστημονικά και πολιτισμικά πεδία. Η αλήθεια είναι πως τρέφω βαθύτατη εκτίμηση για την Κίνα και τον σπουδαίο πολιτισμό της, με ιστορία πάνω απο 5.000 χρόνια. Είναι χώρα με τεράστια επιρροή στον κόσμο.Ο Καζαντζάκης την αποκαλούσε “χελώνα των εθνών”. Από τον Καζαντζάκη πρωτόμαθα την Κίνα, διαβάζοντας έφηβος το βιβλίο του “Ταξιδεύοντας: Ιαπωνία-Κίνα”. Έμεινε βαθιά χαραγμένο στο μυαλό μου αυτό που έλεγε, ότι δηλαδή «δεν υπάρχει πολιτισμός με τόση ποίηση κι ευαισθησία σαν τον κινέζικο. Ποτέ άνθρωπος δε λύτρωσε από τη λάσπη τόσο τέλεια το πνέμα όσο ο Κινέζος».

Το καζαντζακικό οδοιπορικό με έκανε πραγματικά να αγαπήσω την Κίνα και τους ανθρώπους της. Πολύ αργότερα, στο στάδιο του στοχασμού, μελετώντας μεθοδικά τις λεγόμενες “εκατό σχολές σκέψης” του 6ου αιώνα π. Χ., άρχισα να καταλαβαίνω και να αισθάνομαι την τέχνη και τη σκέψη του λαού της Κίνας. Αντιλήφθηκα τον τρόπο που ο κινεζικός λαός, από τα μέσα της 3ης π.Χ. χιλιετίας, απέδιδε τεράστια σημασία στην τεχνολογία. Διαπίστωσα τις κοινές αντιλήψεις για την αρμονία που έχουν ο Κομφούκιος και ο ταοϊσμός με τους δικούς μας προσωκρατικούς, ιδιαίτερα με τον Ηράκλειτο. Υπάρχει προφανής φιλοσοφική συγγένεια.

Διάβασα ότι επιμελείσθε μια ανθολογία κινεζικής και ελληνόφωνης ποίησης. Τι ακριβώς σηματοδοτεί ένα τέτοιο εγχείρημα και με ποια κριτήρια θα επιλέξετε τα ποιήματα;

Υπάρχει η εντύπωση πως ο θρυμματισμένος κόσμος, όπου κυριαρχούν ετερόκλητα συμβάντα και αντικρουόμενα στοιχεία, αποτελεί αποκλειστικότητα της εποχής μας. Κι όμως, από τον 4ο π.Χ αιώνα υπήρχε στην κοσμοθεωρία της κινεζικής φιλοσοφίας. Όπως και στην ηρακλείτεια φιλοσοφία, όπου οι ρωγμές των αντιθέτων θεμελιώνουν την αρμονία. Αυτές τις πολυδύναμες και θεμελιώδεις εννοιακά αποχρώσεις της αρμονίας αποφασίσαμε μαζί με τον Qingxiang Yang να αποτυπώσουμε ποιητικά σε μια ανθολογία. Αγαπητός φίλος, εξαίρετος ποιητής και θεωρητικός λογοτεχνίας ο Qingxiang, είναι Αναπληρωτής Κοσμήτορας στη Σχολή Λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο Renmin στο Πεκίνο, ένα από τα διακεκριμένα ακαδημαϊκά ιδρύματα διεθνώς. Οι πανεπιστημιακές εκδόσεις του Renmin θα πραγματοποιήσουν την έκδοση του εγχειρήματος. Έχω ήδη κάνει μαζί τους σχετικές συζητήσεις στο Πεκίνο.

Είναι πρώτη φορά που εκδίδεται ανθολογία σύγχρονης κινεζικής και ελληνόφωνης ποίησης. Να υπογραμμίσω πως μέλος στην επιμέλεια της ανθολογίας είναι και ο ποιητής Βαγγέλης Τασιόπουλος, Πρόεδρος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Ας μου επιτραπεί, παράλληλα, να διευκρινίσω πως η επιλογή ποιητών και ποιημάτων θα γίνει με επίκεντρο την αρμονία. Μας ενδιαφέρει να ενταχθούν κείμενα που οι αφηγήσεις του λόγου – μορφολογικά, οντολογικά, αισθητικά και εννοιλογικά- συγχωνεύονται και αποκτούν μια ποιητική ratio essendi, με βάση τις αρχετυπικές μορφές και την ένταση της αρμονίας.

Με αφορμή την ανθολογία και παραφράζοντας, κατά κάποιο τρόπο, τον Ελύτη, θα έλεγα ότι στην εποχή μας η αλληλεξάρτηση των εθνοτήτων είναι τόση, ώστε τα γράμματα, οι επιστήμες και οι τέχνες δεν μπορούν να την αγνοήσουν. Ποια είναι η θέση σας πάνω σε αυτό το ζήτημα;

Σε κάθε βίωμα μπορούμε να ανακαλύψουμε διαφορετικούς χρονότοπους. Ο στίχος «ο καθένας με τον τρόπο του βλέπει το φεγγάρι» του Li Bai, του «αθάνατου εξόριστου πάνω στη Γη», όπως τον αποκαλούσαν στην Κίνα, υποδεικνύει και αποδεικνύει τις διασταυρώσεις του λόγου, του ήχου, της φωνής και της εικόνας. Είναι ένας ακόμα τρόπος να διαμορφώσουμε νέες ιστορικο-κοινωνικές ταυτότητες της τέχνης και της λογοτεχνίας. Ως διακριτές, πλέον, µονάδες διαφορετικών χρονότοπων, η τέχνη και η λογοτεχνία ή οι επιστήμες, όταν δεν οµογενοποιούνται ή δεν προσβάλλονται από την επιδημία της αποικιοποίησης, συµπυκνώνουν ένα αλληλεπιδραστικό πλαίσιο και μια ελκτική δυνατότητα όπου τα πάντα βρίσκονται σε διαδικασία διαλογικότητας. Μέσα από τη διαλογικότητα νοηματοδοτούμε, κατανοούμε και ερμηνεύουμε όχι μόνο τον κόσμο που μας περιβάλλει αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό.

Ως συνέπεια της προϊούσας φάσης του ιμπεριαλισμού, είναι κρίσιμο και το ζήτημα της απο-αποικιοποίησης της γνώσης, του λόγου και της εικόνας. Όλων εκείνων των ηγεμονικών αφηγήσεων και δρώντων υποκειμένων, όπως διαμεσολαβούνται μέσω κυρίαρχων λογοτεχνικών θεσμών αλλά και θεσμών ιστορικής γνώσης. Και βέβαια όλων εκείνων των φαινομένων της εμπορευματοποίησης της σκέψης και της γνώσης. Διαφορετικά, συμβάλλουμε με τον τρόπο μας στη σημερινή άνθιση της λογοτεχνικής, καλλιτεχνικής ασημαντολογίας και των υπερτιμημένων προσώπων.

Στην ποιητική σας κυριαρχεί το οντολογικό στοιχείο της ζωής, οι αισθητικές και γλωσσικές αλληλουχίες, όπως και τα κοινωνικά σας οράματα. Θα μπορούσε, ωστόσο, να ισχυριστεί κάποιος ότι στο ποιητικό σας έργο ενσωματώνονται και επιμέρους πτυχές της επιστημονικής σκέψης ή του φιλοσοφικού λόγου;

Θεωρώ το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα ως περίοδο επιτάχυνσης σε ό,τι αφορά τη διάχυση ορίων και τη σύγχυση αντιλήψεων. Σε αυτή την ιστορική φάση είναι εξίσου ευδιάκριτο το πλαίσιο μιας γενικευμένης ασυναρτησίας, της αποστεωμένης ορολογίας αλλά και της εικονοποίησης των πάντων, όπου ο λόγος της κυρίαρχης δύναμης μεταμφιέζεται σε δομικό δέον ή σε αυτόκλητο ηθικό κύρος.

Απέναντι στον παραμορφωτικό καθρέφτη του ηγεμονικού ναρκισσισμού, αναζητώ νέους τρόπους, κειμενικούς και αισθητικούς, πέρα από συμβατικές μορφολογίες. Αναζητώντας τον εαυτό μου σε όσα αντιλαμβάνομαι ως δυνατότητα, χρειάζομαι την επαφή με τις υλικότητες της ιστορίας. Με τον κενό χώρο, το αόρατο και το άυλο, τον κόσμο των σκιών και, ειδικά, με όλα εκείνα τα στοιχεία που ενοποιούν την ποίηση με τις τέχνες και τη φιλοσοφία. Κατά βάση αυτή η ενοποίηση είναι ένας διαλογισµός που επιχειρώ πάνω σε βιωμένες εμπειρίες και βιωμένες αντιλήψεις.

Δημιουργείται ταυτόχρονα και ένας διαφορετικός εικονισμός, μια forma spirituale που γεννά νέες δυνατότητες, τις οποίες προσπαθώ είτε υπαινικτικά είτε ελλειπτικά να εκφράσω. Να τις σωματοποιήσω μέσα από ένα σύνολο μορφολογικής ενεργοποίησης, γλωσσικών συσχετισμών και ανασύνθεσης. Αυτό είναι, κατά μια έννοια, το non–finito ποιητικό μου διακύβευμα.

Πηγή: booksitting.gr