Σχέδιο μονάδας καύσης απορριμμάτων και στην Πελοπόννησο

Σχέδιο μονάδας καύσης  απορριμμάτων και στην Πελοπόννησο

Σε νέα φάση περνά η διαχείριση των απορριμμάτων στην Ελλάδα, καθώς το υπουργείο Περιβάλλοντος προωθεί την κατασκευή έξι μονάδων καύσης απορριμμάτων με στόχο την «ενεργειακή αξιοποίηση» των σκουπιδιών.

Σύμφωνα με μελέτη σκοπιμότητας που παρουσίασε η εφημερίδα «Καθημερινή», το σχέδιο αναμένεται να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση μέσα στο καλοκαίρι, με το υπουργείο να δεσμεύεται για τη σταδιακή εφαρμογή του.

Η πρόταση προβλέπει την καύση περίπου 1,3 εκατομμυρίων τόνων απορριμματογενούς καυσίμου ετησίως, υλικών δηλαδή που προκύπτουν μετά την επεξεργασία σύμμεικτων απορριμμάτων (RDF και SRF). Άλλοι 150.000 τόνοι καλής ποιότητας θα συνεχίσουν να διατίθενται προς την τσιμεντοβιομηχανία για χρήση ως εναλλακτικό καύσιμο. Η παραγωγή αυτών των υλικών γίνεται ήδη σε μονάδες διαχείρισης αποβλήτων σε όλη τη χώρα.

Οι έξι μονάδες που προτείνεται να κατασκευαστούν θα χρηματοδοτηθούν και θα λειτουργούν από ιδιώτες με μακροχρόνιες συμβάσεις, 25 ετών. Στην Πελοπόννησο θα κατασκευαστεί σε μία από τις Περιφερειακές Ενότητες Αρκαδίας, Ηλείας ή Αχαΐας, καλύπτοντας τις Περιφέρειες Δυτικής Ελλάδας, Πελοποννήσου και το Ιόνιο πλην Κέρκυρας.

Το Δημόσιο θα εγγυάται την τροφοδοσία τους με τις απαραίτητες ποσότητες απορριμμάτων, ενώ το κόστος για τους Δήμους υπολογίζεται ότι θα κυμαίνεται ανάμεσα σε 106 και 138 ευρώ ανά τόνο – τιμές αντίστοιχες ή ελαφρώς υψηλότερες από εκείνες του τέλους ταφής.

Τεχνολογικά, η επιλογή της «καύσης με κινούμενη σχάρα» θεωρείται ώριμη και δοκιμασμένη σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με υψηλή ενεργειακή απόδοση και περιορισμένες περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η μελέτη αναφέρει ότι τηρεί τα αυστηρότερα ευρωπαϊκά όρια εκπομπών, ενώ η παραγωγή υγρών αποβλήτων και στερεών υπολειμμάτων είναι σχετικά περιορισμένη.

Προβληματισμός και αντιδράσεις

Ωστόσο, η υλοποίηση του σχεδίου προκαλεί ήδη προβληματισμό και αντιδράσεις. Το WWF Ελλάς κάνει λόγο για μια πολιτική επιλογή που έρχεται σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις για κυκλική οικονομία και προώθηση της ανακύκλωσης. Ο υπεύθυνος αποτυπώματος της οργάνωσης, Αχιλλέας Πληθάρας, εκφράζει την ανησυχία ότι η καύση θα γίνει η κύρια μέθοδος διαχείρισης απορριμμάτων, με επιπτώσεις τόσο στο περιβάλλον όσο και στην κοινωνία.

Σύμφωνα με τον ίδιο, το σχέδιο κινείται προς μια επικίνδυνη κατεύθυνση: χαμηλή διαλογή στην πηγή, υποβαθμισμένα ανακυκλώσιμα υλικά, και τελικά μεγάλες ποσότητες σκουπιδιών να καταλήγουν στις μονάδες καύσης με υψηλό κόστος για τους Δήμους και τους πολίτες. Επιπλέον, θεωρεί πως οι οικονομικές παραδοχές της μελέτης είναι προβληματικές και δε λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τις πραγματικές ανάγκες και δυνατότητες των τοπικών κοινωνιών.

Παρά τις ενστάσεις, το υπουργείο επιμένει στην αναγκαιότητα του έργου. Ο γενικός γραμματέας Συντονισμού Διαχείρισης Αποβλήτων, Μανώλης Γραφάκος, υπεραμύνεται της επιλογής, υπογραμμίζοντας ότι η καύση αφορά μόνο στο υπόλειμμα μετά την ανακύκλωση και πως αποτελεί μονόδρομο για να επιτευχθεί ο στόχος μείωσης της ταφής κάτω από 10%, όπως προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία.

Σε ερώτηση για τον περιορισμένο διάλογο με κοινωνικούς φορείς, ο κ. Γραφάκος παραδέχεται πως το σχέδιο έχει ήδη ληφθεί σε επίπεδο πολιτικής απόφασης και πως η διαβούλευση αφορά κυρίως στις τεχνικές και περιβαλλοντικές παραμέτρους. Επισημαίνει, επίσης, ότι οι ιδιώτες ανάδοχοι είναι εκείνοι που θα καθορίσουν την ακριβή χωροθέτηση των μονάδων, όπως συνέβη με τη μονάδα διαχείρισης απορριμμάτων στην Πελοπόννησο.

Επόμενο βήμα είναι η κατάθεση της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) και η έναρξη της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Εκεί, υποστηρίζει το υπουργείο, θα δοθεί η ευκαιρία να τεκμηριωθούν αναλυτικά οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις, ενώ η Τοπική Αυτοδιοίκηση θα έχει λόγο και ρόλο στη διαδικασία.

Το στοίχημα για το μέλλον είναι αν η χώρα θα μπορέσει να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ περιβαλλοντικής προστασίας, οικονομικής βιωσιμότητας και κοινωνικής αποδοχής στη διαχείριση των απορριμμάτων. Με δεδομένες τις πιέσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους φιλόδοξους στόχους για κυκλική οικονομία, το πώς θα προχωρήσει η εφαρμογή του σχεδίου παραμένει ένα κρίσιμο ερώτημα.
Α.Π.