Η εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) σηματοδοτεί μια νέα φάση της ανθρώπινης πολιτισμικής και επιστημονικής εξέλιξης, όπου τα όρια μεταξύ τεχνολογίας και πνευματικής δημιουργίας αρχίζουν να αμβλύνονται με τρόπους που άλλοτε φάνταζαν εντελώς αδιανόητοι.
Η επέλαση των ευφυών υπολογιστικών συστημάτων επαναπροσδιορίζει όχι μόνο το πεδίο των θετικών επιστημών, αλλά εισχωρεί δυναμικά και στον τομέα των Ανθρωπιστικών Επιστημών, των οποίων η φύση υπήρξε διαχρονικά ανθρωποκεντρική, ενδοσκοπική και ερμηνευτική.
Η παρούσα επιφυλλίδα επιδιώκει να αναδείξει τις θεμελιώδεις μετατοπίσεις που επιφέρει η ΤΝ στον ευρύτερο σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πολιτικής, ειδικά στο πεδίο των Ανθρωπιστικών Σπουδών – Φιλολογία, Φιλοσοφία, Ιστορία, Αρχαιολογία, Θεολογία και συναφή γνωστικά αντικείμενα – και να προτείνει μερικές κατευθύνσεις για ένα δημιουργικό, αλλά και κριτικό επαναπροσδιορισμό της σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο, τη γνώση και την τεχνολογία.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, η ΤΝ μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο ενίσχυσης της επιστημονικής έρευνας και της διδασκαλίας. Πλατφόρμες επεξεργασίας φυσικής γλώσσας είναι πλέον ικανές να αναλύουν τεράστιες βάσεις κειμενικών δεδομένων, να εντοπίζουν επαναλαμβανόμενα θεματολογικά σχήματα, να αντιπαραβάλλουν υφολογικές ιδιαιτερότητες και να εντοπίζουν με ακρίβεια συνάφειες και ομοιότητες που άλλοτε απαιτούσαν μακρόχρονη και επίμοχθη ανθρώπινη εργασία.
Οι Κλασικές Σπουδές ειδικότερα επωφελούνται ιδιαίτερα από τέτοια εργαλεία. Λεξικογραφική ανάλυση αρχαίων κειμένων, αυτόματη αναγνώριση στιλιστικών ιδιομορφιών, ή ακόμα και μεταφραστική απόδοση με εμπερίστατη σημασιολογική ανάλυση, είναι πλέον εφικτές μέσω της ΤΝ.
Πέραν της έρευνας, η διδασκαλία στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες μετασχηματίζεται με τη χρήση ευφυών αλγοριθμικών συστημάτων. Εικονικοί βοηθοί διδασκαλίας, ψηφιακοί διάλογοι, προσωποποιημένη μαθησιακή εμπειρία και ψηφιακές αναπαραστάσεις του ιστορικού και πολιτισμικού παρελθόντος (λ.χ. εικονικά μουσεία, προσομοιώσεις αρχαίων θεάτρων ή ιστορικών γεγονότων) επιτρέπουν στους φοιτητές και στις φοιτήτριες να «βιώσουν» την επιστήμη τους πέρα από το χαρτί και τον πίνακα διδασκαλίας. Ωστόσο, η εφαρμογή της ΤΝ στις Ανθρωπιστικές Σπουδές εγείρει συχνά έντονες φιλοσοφικές και παιδαγωγικές ενστάσεις.
Κατ’ αρχήν, πρέπει να τεθεί υπό διαρκή αναστοχασμό η φύση της γνώσης που οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες επιδιώκουν να μεταλαμπαδεύσουν στις νεότερες γενιές. Η γνώση στην Ανθρωπιστική Παιδεία δεν είναι απλώς πληροφοριακή – είναι ερμηνευτική, εμπειρική, ενίοτε υπαρξιακή. Είναι ένας τωόντι πολυδύναμος διάλογος του ανθρώπου με τον εαυτό του, με το παρελθόν, με τον πολιτισμό του, με το Άλλο. Η ΤΝ μπορεί να διαχειριστεί δεδομένα• αλλά μπορεί να σκεφτεί; Μπορεί να στοχαστεί; Μπορεί να αναγνωρίσει το τραγικό, το ειρωνικό, το ποιητικό; Ή μήπως απλώς εξομοιώνει αυτά τα βιώματα με αλγοριθμικά σχήματα;
Σε αυτό το πλαίσιο, η εκπαιδευτική πολιτική στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες δεν πρέπει να επιδιώξει την απλή ενσωμάτωση της ΤΝ ως εργαλείου, αλλά την ενσωμάτωσή της στο παιδαγωγικό και φιλοσοφικό ήθος της Ανθρωπιστικής Παιδείας. Με άλλα λόγια η ΤΝ πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο κριτικής μελέτης – δηλαδή, να αναλυθεί ως τεχνολογικό φαινόμενο που εντάσσεται στην ιστορική εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης, ως πολιτισμικό γεγονός που μετασχηματίζει την έννοια του υποκειμένου, του νοήματος και της αλήθειας.
Κατά τη γνώμη μας, οι φορείς εκπαιδευτικής πολιτικής που επιθυμούν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις αυτές οφείλουν να λάβουν σοβαρά υπόψη τα εξής:
1. Ανάπτυξη Ψηφιακής Ανθρωπιστικής Παιδείας
Οι φοιτητές των Ανθρωπιστικών Επιστημών πρέπει να εξοικειωθούν με βασικές αρχές της ΤΝ, της επιστήμης των δεδομένων, της υπολογιστικής γλωσσολογίας, όχι βεβαίως για να μετατραπούν σε προγραμματιστές, αλλά για να κατανοήσουν τα όρια και τις δυνατότητες της τεχνολογίας και να μπορούν να την κρίνουν ως κοινωνικό και πολιτισμικό εργαλείο.
2. Διατήρηση και Επανερμηνεία της Ανθρωποκεντρικότητας
Η εκάστοτε εκπαιδευτική πολιτική οφείλει να διαφυλάξει το ρόλο του ανθρωπιστικού στοχασμού ως αντίβαρου στις τεχνοκρατικές λογικές. Η διδασκαλία της αρχαίας τραγωδίας, της φιλοσοφίας του Πλάτωνος, της πολιτικής σκέψης του Θουκυδίδη δεν μπορεί να αυτοματοποιηθεί χωρίς να απολέσει την ουσία της. Ο ρόλος του διδασκάλου ως ερμηνευτή και διαμεσολαβητή παραμένει όντως αναντικατάστατος.
3. Θεσμική Χρηματοδότηση Ψηφιακών Ανθρωπιστικών Εργαστηρίων
Επιτακτικό θα ήταν να δημιουργηθούν δομές μέσα στα πανεπιστήμια –εργαστήρια Ψηφιακών Ανθρωπιστικών Σπουδών – όπου φιλόλογοι, ιστορικοί, αρχαιολόγοι, θεολόγοι και φιλόσοφοι θα μπορούν να συνεργάζονται με μηχανικούς πληροφορικής, ώστε έτσι να αναπτύσσονται στιβαρά εργαλεία που ανταποκρίνονται στις ιδιαιτερότητες των επιστημών αυτών.
4. Δημιουργία Διεπιστημονικών Προγραμμάτων Σπουδών
Οι φορείς της εκπαιδευτικής πολιτικής οφείλουν να ενισχύσουν τη δημιουργία νέων προγραμμάτων σπουδών που συνδυάζουν τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες με τη Γνωσιακή Επιστήμη, την Πληροφορική και τη Βιοηθική.
Αξίζει να επισημανθεί ότι η άκριτη ενσωμάτωση της ΤΝ στη διδακτική πράξη μπορεί να ενισχύσει μια προϊούσα τάση απαξίωσης της Ανθρωπιστικής Παιδείας στο όνομα δήθεν της «χρησιμοθηρίας» και της «απασχολησιμότητας».
Ήδη παρατηρείται σε πολλές χώρες η μείωση των κονδυλίων και του ενδιαφέροντος για τα τμήματα Φιλοσοφίας και Φιλολογίας. Εάν η ΤΝ χρησιμοποιηθεί, για να καταργήσει τις Ανθρωπιστικές Σπουδές (αντί βεβαίως να τις εμπλουτίσει), τότε η κοινωνία μας δεν οδηγείται στην πρόοδο, αλλά σε μια νέα μορφή λήθης, όπου η τεχνολογία αντικαθιστά τη μνήμη και το στοχασμό.
Εν κατακλείδι, η Τεχνητή Νοημοσύνη, ως επιστημονικό και πολιτισμικό φαινόμενο, είναι ικανή να αναδιαμορφώσει τη σχέση μας με τη γνώση, με τον εαυτό μας και με τον κόσμο. Στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες αυτό το ζήτημα είναι ιδιαίτερα λεπτό και σύνθετο. Απαιτείται, λοιπόν, από αυτούς που καλούνται να χαράξουν την εκπαιδευτική πολιτική να προσεγγίσουν την ΤΝ όχι ως απλώς τεχνολογικό μέσο, αλλά ως αντικείμενο φιλοσοφικού διαλόγου, παιδαγωγικής πραγμάτευσης και κοινωνικής ευθύνης.
Οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες δεν πρέπει να αμύνονται παθητικά εις το διηνεκές, αλλά πρόσφορο θα ήταν να αναλάβουν το συντομότερο δυνατόν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της ψηφιακής εποχής. Σκόπιμο θα ήταν, επομένως, να ορίσουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο η ΤΝ θα υπηρετεί την παιδεία και όχι θα την καθοδηγεί. Με άλλα λόγια, οφείλουν να υπενθυμίσουν ότι η αληθινή σοφία δεν έγκειται στην επεξεργασία άπειρων δεδομένων, αλλά στην κατανόηση των θεμελιωδών νοημάτων και μηνυμάτων – κι αυτό, καθώς πιστεύουμε, παραμένει ακόμη κατ’ εξοχήν έργο του ανθρώπου.
Του Ανδρέα Γ. Μαρκαντωνάτου
-Ο Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου (Καλαμάτα).