Περιφέρεια Πελοποννήσου: Οι αριθμοί ευημερούν, αλλά οι πολίτες φτωχαίνουν

Περιφέρεια Πελοποννήσου: Οι αριθμοί  ευημερούν, αλλά οι πολίτες φτωχαίνουν

«Όταν ευημερούν οι αριθμοί, δυστυχούν οι άνθρωποι», είχε πει ο Γεώργιος Παπανδρέου και η διαχρονικότητα της φράσης αποδεικνύεται συνεχώς.

Στην ετήσια έκθεση του 2025 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, που έδωσε χθες στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, φαίνεται ότι κατά το 2024 η ελληνική οικονομία διατήρησε τον ήπιο ρυθμό μεγέθυνσής της, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2,3%. Μεταξύ 2019 και 2023 το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε περίπου κατά 8,3 δισ. ευρώ και η πραγματική κατανάλωση κατά 7,9 δισ. ευρώ.

Ωστόσο, η έκθεση διαπιστώνει υποβαθμισμένες συνθήκες διαβίωσης, ενώ σε ό,τι αφορά την Περιφέρεια Πελοποννήσου, η μείωση του ενεργού πληθυσμού είναι περιορισμένη σε σύγκριση με άλλες Περιφέρειες της χώρας. Το δε κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι χαμηλότερο του μέσου όρου της Ευρώπης και της χώρας, παρά ταύτα η Περιφέρειά μας είναι στην 5η θέση με το υψηλότερο της χώρας!

Επίσης, τα στοιχεία που θα διαβάσετε παρακάτω λένε ότι σε σύγκριση με το 2019, το 2024 μειώθηκε το ποσοστό του πληθυσμού της Περιφέρειας Πελοποννήσου που κινδυνεύει από φτώχεια. Παρ’ όλα αυτά, το 21% των κατοίκων της αδυνατεί να πραγματοποιήσει ιατρικές εξετάσεις εξαιτίας οικονομικής στενότητας.

Νοικοκυριά
Στα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης αναφέρεται ότι μεταξύ 2019 και 2023 το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε περίπου κατά 8,3 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η αντίστοιχη αύξηση του συνόλου των πραγματικών μισθών ήταν μόλις 130 εκατ. ευρώ, όταν το πραγματικό εισόδημα από μη μισθωτή εργασία αυξήθηκε κατά 2,6 δισ. ευρώ και το πραγματικό εισόδημα από πλούτο κατά 4,5 δισ. ευρώ.

Για το ίδιο διάστημα οι μισθοί στην Ελλάδα είχαν τη δεύτερη μικρότερη συμβολή στην αύξηση των πραγματικών πρωτογενών εισοδημάτων των νοικοκυριών στην Ε.Ε. Ταυτόχρονα, η μέση μηνιαία πραγματική κατανάλωση των νοικοκυριών, των οποίων το εισόδημα προέρχεται κυρίως από μισθωτή εργασία, παρέμεινε στάσιμη, η κατανάλωση των αυτοαπασχολούμενων περιορίστηκε, ενώ για τα νοικοκυριά στα οποία το κυρίως υπεύθυνο άτομο είναι εργοδότης αυξήθηκε και έγινε σχεδόν διπλάσια της αντίστοιχης των μισθωτών.

Παράλληλα, όμως, αναφέρεται ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν υπέρμετρη εξάρτηση από επενδυτικές χορηγήσεις. Το 2023 το ύψος των επενδυτικών χορηγήσεων αντιστοιχούσε στο 26% των επιχειρηματικών επενδύσεων. Το μέγεθος αυτό ήταν το υψηλότερο στην Ε.Ε., με το λόγο αυτό να είναι 15% στη δεύτερη σε κατάταξη Πολωνία. Η μεγάλη εξάρτηση των ελληνικών επιχειρηματικών επενδύσεων από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δημιουργεί ερωτηματικά αναφορικά με την ενδογενή και αυτοδύναμη επενδυτική λειτουργία των ελληνικών επιχειρήσεων και των προοπτικών της επιχειρηματικής επένδυσης μετά τη λήξη του προγράμματος.

Μισθοί και διαβίωση
Σε άλλο σημείο της έκθεσης επισημαίνεται ότι δεκαπέντε και πλέον χρόνια μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, οι μισθοί στη χώρα μας εξακολουθούν να είναι καθηλωμένοι σε επίπεδα που δε διασφαλίζουν ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης για μεγάλο τμήμα των απασχολουμένων. Την περίοδο 2009-2024 ο μέσος ετήσιος πραγματικός μισθός στη χώρα μας μειώθηκε κατά 32,8%. Την περίοδο 2019-2024 η μείωση διαμορφώθηκε στο 1,1%, παρά την αύξηση του μέσου ετήσιου πραγματικού μισθού κατά 2,9% τη διετία 2023-2024.

Η μειωμένη αγοραστική δύναμη μεγάλου τμήματος των εργαζομένων συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά τις συνθήκες διαβίωσής τους. Το 2024 το ποσοστό σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης των μισθωτών ανήλθε στη χώρα μας στο 8,8% έναντι 8% το 2023 και 3,8% στο σύνολο της Ε.Ε. Αν και χαμηλότερο του αντίστοιχου το 2019, το ποσοστό αυτό είναι το δεύτερο υψηλότερο στην Ε.Ε., με την Ελλάδα να καταγράφει καλύτερη επίδοση μόνο σε σύγκριση με τη Βουλγαρία.

Επιπλέον, το 2024 το ποσοστό των μισθωτών που δήλωναν στην Ελλάδα ότι αδυνατούν να ξοδέψουν ένα μικρό ποσό χρημάτων για τον εαυτό τους αυξήθηκε από 27,9% το 2023 στο 29,3%. Το αντίστοιχο ποσοστό για όσους δήλωναν ότι δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής διαμορφώθηκε στο 23,5%. Ενδεικτικό των υποβαθμισμένων συνθηκών διαβίωσης των μισθωτών είναι επίσης ότι το ποσοστό υποκειμενικής φτώχειας για τη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα ανήλθε το 2024 στη χώρα μας στο 57,1%. Η τιμή αυτή είναι με διαφορά η μεγαλύτερη στην Ε.Ε. και υπερβαίνει κατά 28,6 ποσοστιαίες μονάδες τη δεύτερη υψηλότερη, που καταγράφεται στη Βουλγαρία.

Περιφέρεια Πελοποννήσου
Στο σύνολο της επικράτειας ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός ηλικίας 15-64 ετών μειώθηκε τα χρόνια της πολυκρίσης (2009-2024) κατά 6,8% ή 335,7 χιλ. άτομα. Σε περιφερειακό επίπεδο, τη μεγαλύτερη πτώση του εργατικού δυναμικού εμφάνισε η Περιφέρεια Θεσσαλίας (-13,8%). Σχετικά πιο περιορισμένη ήταν η μείωση του ενεργού πληθυσμού στην Περιφέρεια Πελοποννήσου με ποσοστό 5,4%.

Επίσης, το 2023 και οι 13 Περιφέρειες συνέχισαν να εμφανίζουν κατά κεφαλήν ΑΕΠ, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS), χαμηλότερο από αυτό του μέσου όρου της Ε.Ε. Οι πιο φτωχές Περιφέρειες της χώρας ήταν το Βόρειο Αιγαίο, η Ήπειρος και η Ανατολική Μακεδονία – Θράκη, στις οποίες το μέσο ΑΕΠ ανά κάτοικο κυμάνθηκε μεταξύ 16.100 και 17.100 PPS, επίπεδα που αντιστοιχούν μόλις στο 43,9% και 46,6% εκείνου της Περιφέρειας Αττικής, η οποία κατέγραψε το 2023 το υψηλότερο περιφερειακό κατά κεφαλήν εισόδημα (36.700 PPS).

Στην Περιφέρεια Πελοποννήσου καταγράφηκε το 5ο υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ με 22.600 PPS.

Συγκριτικά με το 2009, όλες οι Περιφέρειες της χώρας κατέγραψαν το 2022 μείωση αμοιβών εξαρτημένης εργασίας ανά ώρα εργασίας, που υπερέβαινε το 25%.

Στον τομέα για το ποσοστό απασχόλησης ανά Περιφέρεια, τόσο στο σύνολο του πληθυσμού όσο και μεταξύ ανδρών και γυναικών το 2024, παρατηρείται ότι και οι 13 Περιφέρειες της χώρας κατέγραψαν ποσοστά απασχόλησης χαμηλότερα του μέσου όρου της Ε.Ε. (70,8%), ενώ στις περισσότερες εξ αυτών τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν χαμηλότερα του μέσου όρου της χώρας (63,3%). Αντίθετα, εδώ η Περιφέρεια Πελοποννήσου κατέγραψε από τα υψηλότερα από το μέσο όρο της χώρας ποσοστά απασχόλησης, με 67,9%.

Όσον αφορά βασικούς δείκτες της ποιότητας ζωής των κατοίκων τους, στις περισσότερες Περιφέρειες της χώρας το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού παρέμεινε το 2024 σε επίπεδο υψηλότερο του μέσου όρου της Ε.Ε.

Τα υψηλότερα ποσοστά εντοπίζονται, μεταξύ άλλων, στις Περιφέρειες Ιονίων Νήσων (41,4%), Δυτικής Μακεδονίας (36,3%), Δυτικής Ελλάδας (35,2%), Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης (33,8%), Βορείου Αιγαίου (33,2%) και Πελοποννήσου (32,3%).

Παρά ταύτα, σε σύγκριση με το 2019, το ποσοστό αυτό για την Περιφέρεια Πελοποννήσου εμφανίζεται μειωμένο κατά περίπου 3 ποσοστιαίες μονάδες.

Τέλος, άλλο ένα ενδεικτικό στοιχείο από τα πολλά που παρουσιάζει η έκθεση για το χαμηλό επίπεδο διαβίωσης είναι τα σχετικά υψηλά ποσοστά πολιτών που αδυνατούν να πραγματοποιήσουν ιατρικές εξετάσεις εξαιτίας οικονομικής στενότητας, μεγάλης λίστας αναμονής ή απόστασης.

Μάλιστα, η Περιφέρεια Πελοποννήσου έχει από τα υψηλότερα ποσοστά, ποσοστό το οποίο μάλιστα σχεδόν διπλασίασε σε σχέση με το 2021. Το 2021 ήταν 12,9% και το 2024 εκτοξεύτηκε στο 21%!

Της Βίκυς Βετουλάκη