Αγγελική Τριανταφύλλου στο «Θ»: Η Ελλάδα είναι μια περίεργη «αρένα» στο κομμάτι της έρευνας

Αγγελική Τριανταφύλλου στο «Θ»: Η Ελλάδα είναι μια περίεργη  «αρένα» στο κομμάτι της έρευνας

Η Ελληνίδα βιοτεχνολόγος, που έχει διαπρέψει στη Σουηδία για την παραγωγή του πρώτου γάλακτος βρώμης, μιλά για την επιστημονική της διαδρομή, αλλά και το αφιλόξενο περιβάλλον της πατρίδας της

Σε μια εποχή που η λέξη «γάλα» έχει πάψει να ταυτίζεται μονάχα με προϊόντα ζωικής προέλευσης, η διακεκριμένη βιοτεχνολόγος που βρίσκεται πίσω από την παραγωγή του πρώτου γάλακτος από βρώμη, Αγγελική Τριανταφύλλου, παραδέχεται ρίχνοντας μια σύντομη ματιά στη διαδρομή της ότι η μετεγκατάσταση στη Σουηδία συνέβαλε καθοριστικά στην επίτευξη των ερευνητικών της στόχων.

Το μακρινό πια 1993, με τον Σουηδό ερευνητή Ρίκαρντ Έστε, δουλεύοντας από κοινού στο εργαστήριο, κατάφεραν να ανακαλύψουν το ένζυμο που λίγο αργότερα θα δημιουργούσε την καινοτομία που σήμερα θεωρούμε αυτονόητη: το γάλα βρώμης.

Παρότι η δημιουργία ενός υγρού υποκατάστατου γάλακτος βρήκε αρχικά επιφυλακτική την αγορά, ακόμη και για τα δεδομένα της Σουηδίας, εδώ και αρκετά χρόνια το γάλα βρώμης αποτελεί ένα από τα ταχύτερα αναπτυσσόμενα εναλλακτικά ροφήματα στον κόσμο.

Δύο άνθρωποι, λοιπόν, χωρίς να το επιδιώκουν βρέθηκαν στην καρδιά μιας νέας πολιτισμικής και διατροφικής εποχής, εάν συμφωνήσουμε ότι έφεραν στο προσκήνιο ζητήματα όπως η βιωσιμότητα, η υγεία και η ηθική στην κατανάλωση τροφίμων.

Σε ό,τι αφορά την ελληνικότητα της πατέντας που κατοχύρωσαν με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, αυτή εντοπίζεται στο πρόσωπο της Αγγελικής Τριανταφύλλου, η οποία έχει λάβει βραβεύσεις σε Σουηδία και Κύπρο για την επιτυχία των ερευνών της. Η ίδια, όμως, δε μένει εκεί, καθώς η ματιά της στρέφεται πλέον σε μια αντίστοιχη παραγωγή υποκατάστατου γάλακτος με βάση το μπιζέλι!

Έλκοντας την καταγωγή της από τη Μεσσηνία, η κα Τριανταφύλλου επιλέγει την ευρύτερη περιοχή της Καλαμάτας ως τόπο ξεκούρασης και με αυτή την αφορμή μιλά σήμερα στο «Θάρρος» για τη διαδρομή, τις δοκιμασίες και την απόφασή της να βγει εκτός Ελλάδας.

Γιατί, τελικά, πίσω από κάθε διατροφική μετάβαση, υπάρχει μια ιστορία. Κι αυτή εδώ αξίζει να τη γνωρίσουμε:

-Από που ξεκίνησε η πορεία σας μέχρι να φτάσετε στην παραγωγή γάλακτος από βρώμη;

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, όπως και οι περισσότεροι λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης των προηγούμενων ετών. Σπούδασα αρχικά Χημεία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Μετά, βέβαια, ήθελα να ασχοληθώ με το αντικείμενό μου, όμως λόγω του ότι ήταν δύσκολο να βρω επαγγελματικά κάτι που να με καλύπτει στην Ελλάδα, σκέφτηκα να πάω στη Σουηδία για να κάνω ένα μεταπτυχιακό.

Η Βιοτεχνολογία τότε ήταν ένας ανερχόμενος κλάδος και ενδιαφέρων, οπότε πήγα έχοντας την ιδέα να μάθω για το τμήμα μη διαθέτοντας κάποιον ή κάτι περισσότερο ως γνώση.

Έτσι κι έγινε. Πήγα κι έμεινα κάνοντας το διδακτορικό μου στη Βιοτεχνολογία και συγκεκριμένα στο Πανεπιστήμιο του Λούντ, με αντικείμενο τη δράση των ενζύμων. Αυτό ήταν καθοριστικό και για τη μετέπειτα δουλειά μου, γιατί τελικά ασχολήθηκα με τη χρήση ενζύμων σε ένα άλλο περιβάλλον: για την παραγωγή αυτού του νέου τροφίμου που ήταν η βρώμη, ώστε από τη βρώμη να παραχθεί μια σειρά γαλακτοκομικών προϊόντων.

-Πώς προέκυψε η ιδέα για την ενασχόλησή σας με τη βρώμη συγκεκριμένα;

Πρόκειται για μια ιδέα που γεννήθηκε στο Πολυτεχνείο του Λούντ, στο Τμήμα των Τροφίμων κυρίως, γιατί ο παλιός καθηγητής εκεί ήταν αυτός που ανακάλυψε την αιτία που οι ενήλικες έχουμε δυσανεξία στη λακτόζη. Αυτή ήταν η ανακάλυψή του όταν δούλευε στο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια ως μεταδιδακτορικός ερευνητής.

Επίσης, τη δεκαετία του 1980 γινόταν μεγάλη έρευνα στην Αμερική, κυρίως για τις φυτικές ίνες και τις Β-γλυκάνες συγκεκριμένα της βρώμης.

Αποτέλεσμα της παραπάνω έρευνας ήταν ότι επιτράπηκε σε ένα παραδοσιακό τρόφιμο, όπως είναι η βρώμη, να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον των ντόπιων στη Σουηδία, προκειμένου να κινηθούν κατάλληλα, αυξάνοντας την αξία του ως τροφίμου. Ήταν εκεί που ο ερευνητής Ρίκαρντ Έστε δούλεψε μαζί μου. Η σκέψη ήταν η μετατροπή της βρώμης σε υγρό από κολλώδες χυλό ή ημι-στερεό, χρησιμοποιώντας ορισμένα συγκεκριμένα ένζυμα που κάνουν ακριβώς αυτό που θέλεις: μετατρέπουν το άμυλο σε μαλτόζη, χωρίς να καταστρέφουν τις υγιεινές ιδιότητες της πρώτης ύλης.

Αυτό έγινε ευρεσιτεχνία και σιγά σιγά ένα μικρό ερευνητικό πρότζεκτ. Στη συνέχεια η βρώμη μετατράπηκε σε pilot plant. Πέρασαν πολλά χρόνια, καταβλήθηκε πολλή προσπάθεια, ενώ ακολούθησαν πολλές απογοητεύσεις. Από την άλλη, όμως, είμαι ευγνώμων που βρέθηκα λίγο-πολύ τυχαία στη Σουηδία, που είναι μια χώρα που δίνει ευκαιρίες, παίρνει ρίσκα, δοκιμάζει και, τελικά, προάγει!

Προσωπικά, πιστεύω ότι σε άλλες κοινωνίες δε θα είχα τις ίδιες δυνατότητες να κάνω τα πράγματα που θα ήθελα να κάνω ή να βοηθηθώ από οργανισμούς. Αυτό είναι κι ένα δείγμα της φιλοσοφίας που υπάρχει στη Σουηδία.

-Πώς συνεχίστηκε το ερευνητικό σας έργο έπειτα από την παραγωγή γάλακτος από βρώμη;

Βάσει αυτού, υπήρχε πολλή έρευνα στο Πανεπιστήμιο του Λούντ για τη δυσανεξία λακτόζης, την αλλεργία στην πρωτεΐνη γάλακτος, και έτσι δούλευαν με το γάλα σόγιας. Οπότε υπήρχε ένα τέτοιο περιβάλλον.

Πέραν αυτού, προχωρήσαμε σε έναν τύπο γάλακτος εμπλουτισμένου με ασβέστιο και πρωτεΐνες, ειδικά για παιδιά με αλλεργίες, γιαούρτια και παγωτά σε διάφορες παραλλαγές. Λίγο αργότερα, περί το 2012, προχωρήσαμε στην παραγωγή ενός barista γάλακτος βρώμης, για το οποίο στη συνέχεια δέχθηκα βραβείο καινοτομίας.

Λίγα χρόνια πιο μετά, το 2021, εγώ και ο Ρίκαρντ μοιραστήκαμε το βραβείο Polhem, ενώ έπειτα από την αναγνώριση που είχε προηγηθεί, επικοινώνησαν μαζί μου οι άνθρωποι της φιλανθρωπικής οργάνωσης “Who Is Who International Awards” και έγινε ένα γκαλά. Εκεί βραβεύτηκα για τη διαδρομή μου.

Ήταν μια πολύ ωραία πορεία, η οποία προχωρούσε παράλληλα με την οικογένειά μου, λόγω του καλού κλίματος –σε ερευνητικό και επαγγελματικό επίπεδο- που υπήρχε στη Σουηδία. Από ένα ερευνητικό πρότζεκτ, άλλωστε, από το οποίο φτάσαμε στην παραγωγή γάλακτος βρώμης προέκυψε η Oatly, η οποία αργότερα μπήκε στο χρηματιστήριο και λίγο μετά πωλήθηκε σε ένα βελγο-κινέζικο fund, έχοντας ολοκληρώσει πια το στόχο της.

Παράλληλα, επειδή προσωπικά πάντοτε μου άρεσε η δημιουργικότητα και το να μπορώ να την εκφράσω σε ένα μικρότερο περιβάλλον, όπου οι αποφάσεις παίρνονται γρήγορα, πήρα την απόφαση να ξεκινήσω μια νέα εταιρεία, τη Cerealiq, με δύο παλιούς φίλους από το χώρο.

Αυτή τη στιγμή δραστηριοποιούμαστε στην ανάπτυξη συγκεκριμένων ενζύμων για να ταιριάξουν σε διάφορους χρήστες. Δουλεύουμε με εργοστάσια που θέλουν να κάνουν γάλατα ή γαλακτοκομικά προϊόντα βρώμης, και προσέχουμε ώστε να έχουν ένα προϊόν με καλή ποιότητα. Το άσχημο είναι να βγαίνουν άσχημης ποιότητας προϊόντα, μιας και εδώ στο ελληνικό περιβάλλον υπάρχουν αρκετές τέτοιες κακές αντιγραφές και γρήγορες πατέντες.

Αυτή την περίοδο, δε, κάνουμε κάποια καινούργια βήματα, ώστε να είμαστε σε θέση να παραγάγουμε ένα καινοτόμο γάλα από μπιζέλι, με την ίδια αφετηρία όπως και στη βρώμη, όσον αφορά στη χρήση ενζύμων και με γνώμονα τη βιωσιμότητα.

-Φεύγοντας για τη Σουηδία είχατε ένα πρώτο πλάνο για τη μετέπειτα δραστηριοποίησή σας ή συνέβαλαν καθοριστικά και οι συγκυρίες που ακολούθησαν;

Σίγουρα ήταν οι συγκυρίες. Δεν είχα ακριβώς μια εικόνα του τι θα μπορούσε να ακολουθήσει, μιας και η επιστήμη της Χημείας, όταν αποφοίτησα από το Χημικό, ήταν σε πιο πρώιμο στάδιο από ό,τι σήμερα, καθώς όλες οι επιστήμες εξελίσσονται. Οπότε σε εκείνο το στάδιο έψαχνα λίγο στα τυφλά, έχοντας φυσικά μια γενική ιδέα πού ήθελα να κατευθυνθώ. Ταυτόχρονα, στην Ελλάδα εκείνη την εποχή η προφανής επιλογή σταδιοδρομίας θα ήταν να κάνω αίτηση για μια θέση καθηγήτριας σε σχολείο, κάτι το οποίο δεν ήταν ιδανική επιλογή για μένα. Ήθελα πραγματικά να δουλέψω πάνω στο αντικείμενό μου, χωρίς να γνωρίζω εάν θα είναι τα τρόφιμα, τα φάρμακα ή οτιδήποτε άλλο.

Εκεί, επειδή παρασύρθηκα από το περιβάλλον στη Σουηδία, όπου μου φάνηκαν όλα εύκολα, αποφάσισα να μείνω και να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο κομμάτι της έρευνας. Ήταν ένα ρίσκο που πήρα χάριν και του νεαρού της ηλικίας μου, όπως αντίστοιχα ήταν ένα ρίσκο και η αποχώρησή μου από την Oatly, μιας και δεν ήταν δεδομένη η μετέπειτα δημιουργία της νεότερης εταιρείας στον ίδιο τομέα.

Όπως και να έχει, όμως, νομίζω ότι κάθε κομμάτι της ζωής μας εμπεριέχει ένα ρίσκο, έτσι αν κάνεις αυτή την υπέρβαση, βλέπεις μετά ότι τα περισσότερα πράγματα «βγαίνουν».

-Αναφερθήκατε νωρίτερα στις δυσκολίες που συναντήσατε στην έρευνα. Τι είδους καταστάσεις ήταν αυτές που αντιμετωπίσατε;

Σίγουρα ήταν διαρκώς ένα ζήτημα το να ψάξεις για χορηγίες και κρατικά κονδύλια που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν κάθε νέα έρευνα. Ήταν όλο αυτό ένας αγώνας, παράλληλα με το ότι εκείνη τη χρονική περίοδο δεν ήταν ώριμη η αγορά για το συγκεκριμένο προϊόν, καθώς ξένιζε ακόμα. Όλο αυτό πήρε πολύ καιρό μέχρι να πάρει εμπρός. Αυτό, βέβαια, το είδα εκ των υστέρων και στην Ελλάδα, μιας και έχω κάνει πολλές προσπάθειες να ενθουσιάσω εδώ τον κόσμο γύρω από αυτό το κομμάτι. Αρχικά όλοι έκλεισαν πόρτες, όμως αργότερα, όταν είδαν τη διεθνή ζήτηση τέτοιων προϊόντων, τα πρόσθεσαν στην γκάμα τους, απλά τα περισσότερα δεν είναι καλής ποιότητας. Θεωρώ ότι το βασικό είναι να έχεις εσύ ο ίδιος την πεποίθηση ότι κάνεις κάτι χρήσιμο και καλό για να μπορέσεις να αντέξεις τις αντιξοότητες που σίγουρα θα ακολουθήσουν.

Παλαιότερα, τη δεκαετία του 1990, ήταν δύσκολο στη Σουηδία, τη δεκαετία του 2010 ήταν δύσκολο στην Ελλάδα, μιας και η χώρα είναι 20-30 χρόνια πίσω στη συγκεκριμένη αγορά.

-Θα λέγατε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να υποστηρίξει τέτοιου είδους εργαστηριακές μελέτες;

Η Ελλάδα είναι μια περίεργη «αρένα» στο κομμάτι της έρευνας. Καμία φορά βλέπεις κάποια φωτεινά παραδείγματα, αλλά συνήθως είναι η οικογενειοκρατία που παίρνει το «πάνω χέρι». Εκεί νομίζω ότι είναι λίγο άδικο γι’ αυτούς που κάνουν καλή δουλειά σε οικογενειακές επιχειρήσεις, γιατί ποτέ δεν παίρνεις εσύ τα εύσημα. Δηλαδή, είσαι ο γιος του τάδε ή η κόρη του δείνα. Είναι κρίμα, γιατί μπορεί οι νέοι να κάνουν πολύ καλή δουλειά, αλλά είναι δύσκολο να βγουν και να πουν ότι εγώ τα κατάφερα με τις δικές μου δυνατότητες και ικανότητες, και όχι πατώντας κάπου.

Από την άλλη πλευρά, βλέπω ότι εάν δεν έχεις αυτό το ελάχιστο βοήθειας από τον κύκλο σου και της οικογένειας, κρίνοντας ίσως και από τους παλιούς συμφοιτητές μου από τα Ιωάννινα, δύσκολα μπορείς να εξελιχθείς σε εγχώριο επίπεδο.

Υπό αυτές τις συνθήκες, βέβαια, έχω προσπαθήσει να εγκατασταθώ στην Ελλάδα και να δουλέψω στην Ελλάδα ή με την Ελλάδα και δεν τα έχω καταφέρει, παρότι δεν ξεκίνησα από το μηδέν. Δηλαδή, είχα κάτι να παρουσιάσω ως χειροπιαστό παράδειγμα. Ταυτόχρονα, η γραφειοκρατία, η έλλειψη κάποιας βοήθειας, δε βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση. Ευελπιστώ ότι σιγά σιγά κάπως γινόμαστε πιο ομογενείς σαν Ευρώπη, κάποιες διαδικασίες θα απλοποιηθούν, μιας η Ευρώπη οφείλει να γίνει πιο ανταγωνιστική.

Αυτή τη στιγμή εάν δεν έχεις την Αμερική να «ακουμπάς» στον ώμο της, οφείλεις να δραστηριοποιηθείς. Νομίζω ότι με πολύ αργά βήματα πάμε προς το καλύτερο. Θα ευχόταν κανείς, όμως, να ήταν πιο μεγάλα και πιο γρήγορα αυτά τα βήματα.

-Μέχρι σήμερα συνεχίζετε να δραστηριοποιείστε στη Σουηδία που είναι η βάση σας, αλλά και στην Κύπρο. Η δεύτερη αποτέλεσε ένα νέο κεφάλαιο στη διαδρομή σας;

Η Κύπρος άνοιξε ως κεφάλαιο, γιατί είναι μια μικρή, οργανωμένη «α λά του Ηνωμένου Βασιλείου» χώρα. Πολλά πράγματα, όπως η γραφειοκρατία που επικρατούσε πριν από μια δεκαετία στην Ελλάδα, στην Κύπρο ήταν πολύ πιο απλά. Η κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα ήταν αυτή που με αποθάρρυνε στο να δραστηριοποιηθώ εδώ. Οπότε, αφού έκανα τις προσπάθειές μου και δεν ευοδώθηκαν, αποφάσισα να μη συνεχίσω.

-Τι άλλο εκτιμάτε ότι έχει να παρουσιάσει η Βιοτεχνολογία στον κλάδο των τροφίμων;

Γνωρίζουμε ότι ο πληθυσμός αυξάνεται ραγδαία στον πλανήτη, ενώ παράλληλα ο κόσμος δεν τρώει σωστά ή δεν τρώει καθόλου. Βλέπουμε, λοιπόν, περιστατικά παχυσαρκίας σε αυξημένα ποσοστά ανά τον κόσμο, με τα παιδιά της Μεσογείου να διατηρούν τα υψηλότερα.

Από την άλλη, βλέπουμε ολοένα το κλίμα να αλλάζει και να παίρνει μεγαλύτερα ποσοστά η κλιματική αλλαγή, παρότι πολιτικοί ηγέτες ενδεχομένως να υπερασπίζονται το αντίθετο.

Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να βρούμε πιο έξυπνους τρόπους για να παράγουμε τρόφιμα. Υπάρχουν κάποια παραδείγματα, μιας κι εγώ πιστεύω στη διαδικασία να μπορείς να παράγεις τρόφιμα ή ζωοτροφές με κάποια μέθοδο πιο άμεση και αποτελεσματική. Δεν μπορείς να κόβεις δάση στη Νότια Αμερική ή την Ινδονησία για να μπορείς να έχεις φοινικέλαια και σόγια.

Νομίζω ότι πρέπει να βρούμε προϊόντα με σεβασμό στο περιβάλλον, με ηθική παραγωγή και που να μπορεί να γίνει σε μεγάλη κλίμακα, ώστε να έχει ένα νόημα.

-Ποια η σύνδεσή σας με τη Μεσσηνία;

Ο παππούς μου ήταν βέρος Καλαματιανός μιας άλλης εποχής, στρατιωτικός, αλλά με αγάπη για τον τόπο του και τους ανθρώπους. Φαίνεται ότι είχε πιστέψει στον αγώνα, συμμετέχοντας με τον εθελοντή αδερφό του στον Μακεδονικό Αγώνα, ενώ πέθανε το 1954 στην Καλαμάτα.

Της Χριστίνας Μανδρώνη