Δολοφονημένος την 14η Ιουλίου

Δολοφονημένος την 14η Ιουλίου

Εκείνο το μεσημέρι του 1992, στα γραφεία του περιοδικού «Ταχυδρόμος», επικρατούσε κλίμα τύπου «παιδική χαρά». Όπως πάντα άλλωστε. Ημασταν νέοι, κάναμε μια δουλειά που αγαπούσαμε πολύ – χωρίς τις δυσκολίες και τους ψυχαναγκασμούς που επιβάλλουν οι συνθήκες σήμερα – τραμπαλιζόμασταν ανέμελα ανάμεσα στην πρώτη νιότη και στα πρώτα thirties και, για να είμαστε ειλικρινείς, αισθανόμασταν μοναδικοί, όπως αισθάνονται οι περισσότεροι σε αυτήν την ηλικία.

Ειδικά εκείνη την ημέρα όμως, το «πάρτι» είχε γαλλική εσάνς εξ αιτίας της 14ης Ιουλίου – ζούσαμε ακόμη τον απόηχο της εποχής του Λανγκ και του Σεγκελά. Μιλούσαμε, στα πλαίσια της επιθεωρησιακής καθημερινότητάς μας, για κρεμ μπρουλέ και …πασμαντερί και τραγουδούσαμε Πιάφ. «Padam, padam, padam, des “je t’ aime‘’ de quatorze juillet».

Σε αυτήν τη διάθεση, ξεκινήσαμε με έναν συνάδελφο για να πάρουμε σάντουιτς από ένα καινούργιο σαντουϊτσάδικο που είχε ανοίξει κάτω από το Υπουργείο Οικονομικών. Το γραφείο ήταν στην οδό Κορνάρου, ένα δρομάκι κάθετο στην Ερμού. Βγήκαμε Καραγεώργη Σερβίας, στρίψαμε δεξιά και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε προς το Σύνταγμα – μιλάμε για μια διαδρομή ούτε τριών λεπτών. Κι έτσι όπως η μνήμη συγκρατεί απίθανες λεπτομέρειες, θυμάμαι ότι φορούσα κόκκινα παπούτσια με λευκές σόλες. Ισως γιατί στον δρόμο ψιλοχορεύαμε με τον συνάδελφο συνεχίζοντας να τραγουδάμε «Padam, padam, padam».

Εκεί, πάνω στο «padam» και ενώ πλησιάζαμε στη διασταύρωση με τη Βουλής, ακούστηκε το «μπαμ». Κρότος αλλόκοτος, όχι σαν τους συνηθισμένους της πόλης, που ανέτρεψε από τη μία στιγμή στην άλλη την καλοκαιρινή, ράθυμη κανονικότητα του αθηναϊκού δρόμου. Απο ‘κει και μετά, τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Σαν ο χρόνος να είχε ρευστοποιηθεί, δεν ξεχώριζες τα λεπτά από τα δευτερόλεπτα. Ουρλιαχτά, κλάματα, ένας πανζουρλισμός. Η φωτιά, οι καπνοί, η σκόνη που σηκώθηκε μας έκοβαν το οπτικό πεδίο. Όχι, δεν είδα τον Θάνο Αξαρλιάν να κείτεται νεκρός στο πεζοδρόμιο. Ένοιωσα όμως τη μυρωδιά της δολοφονίας του. Και τη νοιώθω ακόμη.

Ο τυχαίος θάνατος ενός περαστικού

Το παλικάρι πρέπει να περπατούσε λίγα μέτρα μπροστά από εμάς αφού, όπως είπαν μετά, ανέβαινε κι εκείνος την Καραγεώργη Σερβίας. Θεωρητικά, την ώρα του «padam» πρέπει να έβλεπα την πλάτη του, την μπλε μπλούζα του. Αν ο Θάνος περπατούσε πιο γρήγορα, αν εμείς δεν χορεύαμε στον δρόμο, αν δεν μας καθυστερούσε ένας συνάδελφος που, τελευταία στιγμή, άλλαξε την παραγγελία του, αν, φεύγοντας από το γραφείο, περιμέναμε το ασανσέρ και δεν κατεβαίναμε με τα πόδια, αν, αν, αν, θα ήμασταν εμείς στη θέση του. Εκείνος, τη μοιραία στιγμή, θα βρισκόταν ήδη στη διασταύρωση με τη Νίκης, θα γύριζε πίσω του να δει τι έγινε, θα σοκαριζόταν. Και σήμερα, θα πλησίαζε τα πενήντα και θα διηγούταν αυτήν την εμπειρία στα παιδιά του. Ισως και να τους έλεγε πως αν δεν βιαζόταν, αν είχε σταθεί να χαζέψει μια βιτρίνα, αν, αν, αν, θα ήταν αυτός το θύμα.

Έχει καμία σημασία αν το θύμα λεγόταν Θάνος, Νίκος ή Πέπη; Μόνο για τους οικείους του. Ο τυχαίος θάνατος ενός περαστικού είναι κάτι εντελώς ασήμαντο για τους τρομοκράτες και, όπως αποδεικνύεται, για ένα μέρος της κοινωνίας, για αυτούς που «γεννήθηκαν 17 Νοέμβρη». Για μια παράπλευρη απώλεια πρόκειται, πώς είναι μωρέ εκείνα τα σκουπιδάκια που κλωτσάμε στην άκρη καθώς περπατάμε; Βιαζόταν, λέει, ο Κουφοντίνας να πάει διακοπές γι’ αυτό δεν πέτυχε η ρουκέτα τον στόχο της που ήταν το αυτοκίνητο του, τότε, υπουργού Οικονομικών Γιάννη Παλαιοκρασσά. Και όταν ο εχθρός της αστικής δημοκρατίας πρόκειται να υπηρετήσει την απόλυτη αστική σύμβαση – όπως θεωρούν οι «επαναστάτες» τις διακοπές (των άλλων) – τι σημασία έχει ο τυχαίος θάνατος ενός περαστικού;

Της Πέπης Ραγκούση για Τα Νέα