Νέα υψηλά καταγράφουν οι τιμές των ενοικίων σε όλη τη χώρα, αλλά και στη Μεσσηνία ειδικότερα. Οι τιμές συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία, σε ένα ανεξέλεγκτο “ράλι” αυξήσεων από το 2021 μέχρι σήμερα. Όπως δημοσιεύτηκε στον τοπικό Τύπο, το β’ τρίμηνο του 2025 οι αυξήσεις στη Μεσσηνία έφτασαν στο 6,4% και μαζί με τις υπέρογκες αυξήσεις στις τιμές των ακινήτων – από τις μεγαλύτερες στην Ελλάδα – εκτινάσσουν το κόστος στέγασης, πιέζοντας ασφυκτικά τα νοικοκυριά.
Η χώρα μας καταγράφει τις χειρότερες επιδόσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά στην επιβάρυνση των νοικοκυριών: Ένα στα τρία ξοδεύει πάνω από το 40% του εισοδήματός του για ενοίκιο, σχεδόν οι μισοί δεν μπορούν να καλύψουν βασικά έξοδα στέγασης, και οι χαμηλόμισθοι ενοικιαστές σε ποσοστά που αγγίζουν το 90% ξοδεύουν πάνω απ’ το μισό τους εισόδημα για ενοίκιο!
Την ώρα που η στεγαστική κρίση πλήττει όλο και περισσότερους, η κυβέρνηση καταφεύγει σε επικοινωνιακά τρικ, όπως η «επιστροφή ενοικίου» των 800 ευρώ ετησίως. Το μέτρο αυτό παρουσιάζεται ως κοινωνική στήριξη, όμως στην πράξη πρόκειται για ένα ακόμα δώρο στους ιδιοκτήτες και στην κερδοσκοπία στην αγορά ακινήτων – δεν είναι πραγματική ανακούφιση των ενοικιαστών.
Σε μια αγορά χωρίς καμία ρύθμιση, όπου τα ενοίκια αυξάνονται ανεξέλεγκτα, η λεγόμενη «επιστροφή» απλώς ενσωματώνεται στις απαιτήσεις των ιδιοκτητών, οι οποίοι θα το χρησιμοποιήσουν σαν πρόσχημα για να ζητήσουν και άλλες αυξήσεις των ενοικίων. Δε μειώνει το βάρος των ενοικιαστών• αντιθέτως, τους επιβαρύνει μακροπρόθεσμα. Η επιδότηση αυτή δεν είναι κοινωνική πολιτική – είναι μηχανισμός διατήρησης μιας άδικης κανονικότητας.
Η αποτυχία τέτοιων πολιτικών είναι ήδη τεκμηριωμένη. Παρόμοιες επιδοτήσεις σε άλλες χώρες, όπως το ιταλικό παράδειγμα του άρθρου 11 του Ν. 431/1998, όχι μόνο δεν προστάτευσαν τους ευάλωτους, αλλά ενίσχυσαν τις προσόδους των ιδιοκτητών και οδήγησαν σε περαιτέρω αύξηση των τιμών.
Η κρίση στη στέγαση δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Είναι το αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών: η πλήρης απουσία δημόσιας πολιτικής για κοινωνική κατοικία, η μετατροπή της κατοικίας σε χρηματοπιστωτικό προϊόν, η ανεξέλεγκτη εξάπλωση των βραχυχρόνιων μισθώσεων και των επενδυτικών funds, και η ανυπαρξία προστασίας για τους ενοικιαστές έχουν διαμορφώσει μια συνθήκη ασφυξίας.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, η Νέα Αριστερά προτείνει μια εναλλακτική στρατηγική με δύο άξονες: αυστηρή ρύθμιση της αγοράς με πλαφόν στα ενοίκια, ανώτατα όρια αυξήσεων, μεγαλύτερη ελάχιστη διάρκεια συμβολαίων και έλεγχο της αισχροκέρδειας• και ταυτόχρονα, ανάπτυξη δημόσιων, κοινωνικών και συνεργατικών μορφών κατοικίας, ώστε να διασφαλιστεί προσιτή στέγη για όλους, με έμφαση στα νοικοκυριά που δαπανούν πάνω από το 30% του εισοδήματός τους για στέγαση.
Η επιδοματική πολιτική χωρίς πλαίσιο και ρυθμίσεις είναι όχι απλά ανεπαρκής, αλλά επικίνδυνη. Η λεγόμενη «επιστροφή» δεν αποτελεί λύση – είναι μια ανακύκλωση της κρίσης με νέα ρούχα. Δημόσιο χρήμα κατευθύνεται για ακόμη μια φορά στους λίγους, ενώ οι πολλοί συνεχίζουν να στενάζουν κάτω από το βάρος της ακρίβειας.
Η κυβέρνηση οφείλει να εγκαταλείψει τα επικοινωνιακά τεχνάσματα και να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα. Η κοινωνική πίεση δεν κατευνάζεται με ημίμετρα. Χρειάζονται γενναίες, διαρθρωτικές λύσεις για το δικαίωμα στην κατοικία – για να πάψει η στέγη να είναι εμπόρευμα και να ξαναγίνει δικαίωμα.