Είναι γεγονός ότι ο κόσμος εδώ εις τας Καλάμας, την πραγματικώς θαλασσινήν αυτήν πόλιν, έχει φθάσει να φοβήται την θάλασσαν περισσότερον από ό,τι πρέπει. Άλλως δεν εξηγείται πώς δεν κατακλύζεται από επιβάτας Καλαμών – Αθηνών το ατμόπλοιον «Λέων», που αναχωρεί καθ’ έκαστον Σάββατον εσπέραν δια Πειραιά.
Είναι ίσως αληθές ότι έχει καταντήσει να θεωρείται από τον πολύν κόσμον ως δύσκολον και κάθε άλλο παρά ευχάριστον το ταξείδι με βαπόρι από Καλαμάτας δι’ Αθήνας.
Δια πολλούς λόγους, κυριώτερος των οποίων ήτο η έλλειψις του καταλλήλου πλοίου, επροτιμάτο πάντοτε η σιδηροδρομική διαδρομή εξασφαλίζουσα αναμφιβόλως την ταχυτέραν, αν μη ανωτέραν μετάβασιν. Ήτο παροιμοιώδης «η μυρωδιά» των παλαιοτέρων πλοίων, η οποία είχε συντελέσει ώστε να απομακρυνθούν οι επιβάται από τα βαπόρια, εφ’ όσον τούτο καθίστατο δυνατόν. Το τακτικόν εξ άλλου της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας απερρόφησεν ολόκληρον την επιβατικήν κίνησιν. Από τίνος όμως χρόνου ώφειλεν από μίαν κοινωνίαν ως η των Καλαμών να έχη γίνει αντιληπτόν ότι την μεταξύ Καλαμών – Πειραιώς γραμμήν εκτελεί άπαξ της εβδομάδος ατμόπλοιον δια το οποίον θα έπρεπε να σεμνύνεται η μεσσηνιακή πρωτεύουσα δια την σπουδαιοτάτην εξυπηρέτησιν και τιμήν που της κάμνει να την ενώνη κατά θαυμάσιον και αξιοζήλευτον τρόπον με τας Αθήνας και πέραν αυτών, ακόμη με την Θεσσαλονίκην.
Το πλοίον αυτό, το άγνωστον από τους πολλούς και γνωστόν μόνον από εκείνους που ηυτύχησαν και ευτυχούν να το χρησιμοποιούν ως μέσον μεταβάσεώς των εις Πειραιά, είναι το θαλαμηγόν «Λέων».
Όσον δήποτε και αν θελήση τις κατόπιν ενός ταξειδίου με τον «Λέοντα» να περιγράψη τας αρετάς του ατμοπλοίου αυτού και την ευχαρίστησιν και την άνεσιν που ησθάνθη ταξειδεύσας, θα υστερήση εις το να αποδώση την πραγματικότητα.
Έμψυχον και άψυχον συστατικόν του «Λέοντος» δεν είναι φτιαγμένο παρά μόνον για την άνεσιν και την ευχαρίστησιν του επιβάτου.
Αι μηχαναί του που του εξασφαλίζουν μίαν καταπληκτικήν και ασυνήθη δια τα μέρη μας ταχύτητα, οι ευρύχωροι πολυτελείς αίθουσαι, τα αναπαυτικά διαμερίσματα ύπνου, οι ευρείς διάδρομοι και το ωραιότατον από πρύμνης μέχρι πρώρας διήκον κατάστρωμά του, χαρίζουν εις τον επιβάτην ό,τι θα ειμπορούσε να ζητήση δι’ ένα μαγευτικό θαλάσσιο ταξίδι.
Από τον ανώτερον αξιωματικόν του πλοίου μέχρι τον κατώτερον θαλαμηπόλον θα συναντήση ο επιβάτης τους ανθρώπους που έχουν συναίσθησιν της εκπληρώσεως ενός καθήκοντος. Και καθήκον όλων αυτών των ανθρώπων βλέπει τις αμέσως πως είναι να προσφέρουν την ευγένειάν των, την προθυμίαν των, την στοργήν των προς τους επιβάτας του «Λέοντος».
Ο επιβάτης εισερχόμενος εις τον «Λέοντα» σχηματίζει πάραυτα την εντύπωσιν ότι φιλοξενείται και είναι η καλή εκδήλωσις της φιλοξενίας αυτής εν συνδυασμώ με την από τεχνικής απόψεως παροχήν πάσης ευκολίας που δημιουργούν την ωραίαν ατμόσφαιραν εντός της οποίας εξελίσσεται το ταξίδι.
Από υγιεινής απόψεως το ταξίδι αυτό είναι ένα αληθές λουτρόν υγείας. Σώμα και πνεύμα ξεκουράζονται και η διέλευσις δια λίαν ενδιαφερόντων και εξόχως μαγευτικών μερών, όπως είναι αι άκραι του Ταινάρου και του Μαλέα, εν συνδυασμώ με την προβολήν μίας σπανίας ζωντανής κινηματογραφικής ταινίας που εμφανίζει την μαγευτικήν Παραλίαν του Γυθείου, την ωραιοτάτην άποψιν των Βοιών, την τραχείαν ακτήν των Κυθήρων, την μεγαλοπρέπειαν της Μονεμβάσιας, αφήνουν μίαν ευχάριστον και ευεργετικήν εντύπωσιν εις το πνεύμα του επιβάτου. Ιδίως κατά την εποχήν του θέρους, την θαυμασίαν αυτήν εποχήν των θαλασσίων σπορ, όπου η γαληνιαία θάλασσα εξασφαλίζει και το αδιατάρακτον του ταξειδίου, είναι αξιοκατάκριτος η παράλειψις της ευκαιρίας να κάμνη τις το ταξείδιόν του μέχρι Πειραιώς δια του «Λέοντος», συμπληρών ούτω το ταξείδιον της ανάγκης με εκείνο της αναψυχής.
Του ιατρού Δ.Γ. Κυβέλου