Κλίνατε το γόνυ, βγάλετε τον πίλον σας – αν φοράτε – ή λάβετε τη στάση προσοχής και χαιρετήσατε την καλαματιανή ακρογιαλιά. Μέσα στο γκρίζο φόντο της, στεφανωμένη με μια λεπτή λευκή φιδοειδή λωρίδα, απλώνεται μπροστά σας. Στο βάθος, απροσδιόριστα μαυραδάκια, τα βαποράκια της γραμμής, οργώνουνε τα ήσυχα νερά της και η πλώρη σεγκοντάρει το νερό και το νερό την πλώρη. Κάποιοι γλάροι ακολουθούν τ’ αυλάκωμα του νερού, πότε ιπτάμενοι και πότε προσγειωνόμενοι.
Οι Καλαματιανοί σήμερα έχουν κάνει γενική έξοδο. Τους το επιτρέπει η ημέρα. Είναι Κυριακή. Από την μπεμπέκα ή το βρέφος των 10 μηνών, μέχρι των 70 Νοεμβρίων άνθρωπο, έχουν κάνει γενική έξοδο για την κατάκτηση της μαγεμένης θάλασσας. Φωνή, αντάρα και χαχανητά ταράζουνε τον ανάλαφρο θόρυβο του φλοίσβου. Ισχυρίζονται ότι στην θαλασσινή ακτή δεν φυτρώνουν ποτέ λουλούδια.
Εμείς αντιθέτως διαπιστώνουμε, ότι υπάρχουν λουλούδια του βουνού και του κάμπου, του καλλιεργημένου και του ακαλλιέργητου ανθοκήπου, λουλούδια φανταχτερά και ωραία, με ποικίλους χρωματισμούς, με μίσχους δροσερούς και με χυμό πολύ, που θολώνει το μάτι στη θέα, κι ανοίγει η όρεξις στη γεύση. Όλοι οι κοινοί θνητοί έχουν παραδοθεί στα χάδια και φιλιά της δια να δροσίσουν τα φλογισμένα μέλη τους. Όλα τα κορμιά μπρούτζινα, από τον καυτερό ήλιο και την άρμη της θάλασσας παρουσιάζουν εξαίσιο θέαμα. Όλοι Τρίτωνες, όλες Αφροδίτες. Έχουν έλθει απ’ όλες τις γωνιές της Καλαμάτας να πλατσουρίσουν στα λουλακένια της νερά, να παίξουν, να γελάσουν, απ’ το φτωχό αμαξά με τον ντορή και τον ψαρή του, μέχρι της πιο ξωτικής και «λαγγεμένης» λάμιας.
***
Ομάδες – ομάδες οι λουόμενοι χαίρονται το σιγοντάρισμα του κύματος και η αναπνοή τους δέχεται τον άρμικο αέρα. Μα μέσα σ’ όλη αυτή την έκταση, υπάρχει και αρκετή πεζότης. Η Πόπη της παρέας έπεσε. Αυτή τη φορά όμως, όχι στο χαλικένιο δάπεδο, αλλά στην αγκαλιά του Μίμη. Παρέκει η Λώρα πάτησε κάτι και ξεφωνίζει. Η παρέα σπεύδει προς τα εκεί. Κάποιος ρωτά:
-Τι έπαθες, γοργόνα μου;
-Πάτησε έναν τενεκέ!
-Και για ένα τόσο δα πραγματάκι κάνεις, καϋμένη, έτσι;
***
Στοπ. Πρέπει να σταματήσουμε. Ρίχνουμε μια τελευταία ματιά κι άθελά μας γινόμαστε ποιηταί.
Οι στίχοι φθάνουν στα χείλη μας:
Θάλασσα! Με την απέραντη γαλήνη
Πάρε και μένανε στην αγκαλιά σου
Που δέχεσαι πολλούς, σαν σμήνη
Για να δεχθώ τα χάδια, τα φιλιά σου…
Εκείνη άκουσε, μα δεν απάντησε. Παίρνουμε τ’ αυτοκινητιστικό όχημα και τραβάμε για το κέντρο. Κλείνουμε τα μάτια μας, για να κρατήσουμε άθικτα τις ωραίες της εικόνες, μα το εισπρακτοράκι κόβει τους ρεμβασμούς μας:
-Τα εισιτήριά σας, κύριοι…
ΔΗΜ. ΝΙΚΟΛΗΣ