Από Φιλιατρά, Αθήνα και από Αθήνα, Καλαμάτα… μια υπέροχη πορεία ενός ανθρώπου του οποίου η ψυχή είναι γεμάτη μουσική.
Έπειτα από πολλά χρόνια και πολλές συνεργασίες με μεγάλους τραγουδιστές στις μουσικές σάλες των Αθηνών, ο Γιάννης Καλογερόπουλος (ο μαέστρος) αποφάσισε να έρθει κοντά μας και να μας κάνει παρέα με τους μαγικούς δαχτυλισμούς του, «χαϊδεύοντας» τη μεγάλη του αγάπη, το πιάνο, αλλά και με τη δυνατή φωνή του.
Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που τον γνώρισα, μιλήσαμε, τραγουδήσαμε, γίναμε φίλοι.
Αυτό που διαπίστωσα είναι ότι με τον Γιάννη δεν ισχύει η παροιμία που λέει «στους στραβούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος». Σας πληροφορώ ότι έχει και τα δύο του μάτια μια χαρά και, μάλιστα, βλέπει πολύ καλά, σε ένα χώρο πολύ δύσκολο, σύμφωνα με τα δεδομένα της επαρχίας που ζούμε.
Για να καταλάβετε τι εννοώ, διαβάστε την όμορφη κουβέντα που κάναμε πριν από λίγες μέρες:
-Γιάννη, να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας από τα Φιλιατρά και τη στιγμή που μπαίνει το μικρόβιο της μουσικής στο αίμα σου. Πώς ξεκίνησες;
Όταν ήμουν πέντε χρόνων, μια μέρα ο πατέρας μου ήρθε στο σπίτι φέρνοντας ένα κασετοφωνάκι και τέσσερις κασέτες. Μου τις έδωσε, λέγοντάς μου: «άκου και μάθε». Στις κασέτες ήταν διάφορες φωνές της εποχής, Αγγελόπουλος, Γαβαλάς, Αναγνωστάκης, Καζαντζίδης κ.ά. Αυτοί ήταν και τα πρώτα ακούσματά μου. Κι αν θες το πιστεύεις, τα έχω ακόμα μέσα μου.
Κάποια άλλη μέρα ο πατέρας μού έφερε ένα μπουζούκι. Το πήρα αγκαλιά κι άρχισα να το γρατζουνώ. Ήμουν έξι χρόνων τότε. Η πρώτη μου δημόσια εμφάνιση, θυμάμαι, ήταν στις γιορτές των Χριστουγέννων. Βρέθηκα ανεβασμένος σε μια καρέκλα στο καφενείο του χωριού να λέω τα κάλαντα. Ήταν το πρώτο μου χαρτζιλίκι.
-Είσαι ανεβασμένος σε μια καρέκλα και βγάζεις το πρώτο σου χαρτζιλίκι… Η ζωή κυλά σαν νερό… Πώς κολυμπάς μετά;
Στα δεκαπέντε μου έφτιαξα ένα συγκρότημα, το «Κύτταρο», εκεί στα Φιλιατρά. Είχαμε πάρει, θυμάμαι, όλες τις δουλειές σχεδόν στη Μεσσηνία. Ως συγκρότημα είχαμε ελληνικό ρεπερτόριο, «Τα παιδιά από την Πάτρα», «Ζιγκ ζαγκ», σχήματα που ακούγονταν τότε, πιο παλιά τραγούδια, παραδοσιακά, καλαματιανά κ.λπ.
Στα δεκαοκτώ μου ανέβηκα Αθήνα για σπουδές. Τελείωσα με το πιάνο, πήρα το πτυχίο μου, πήρα και το πτυχίο ενοργάνωσης, ενώ είχα την τύχη να συνεργαστώ με πάρα πολλούς. Η πρώτη μου συνεργασία ήταν με τον Μιχάλη Τρανουδάκη, τον μουσικοσυνθέτη, ο οποίος με πρότεινε στο Δήμο Περιστερίου ως καθηγητή πιάνου, οπότε δίδασκα και διδασκόμουν παράλληλα.
-Πολύ καλό μού ακούγεται αυτό για την ηλικία που ήσουν. Πότε ξεκινάς να μπαίνεις στη «νύχτα»;
Από τα δεκαοκτώ μου που ανέβηκα στην Αθήνα. Ήταν πολύ πρόσφορο το έδαφος τότε στη νυχτερινή Αθήνα και γενικά στη διασκέδαση. Δουλεύαμε επταήμερα ακατάπαυστα και δεν ξεχωρίζαμε Σάββατο από Δευτέρα. Κάθε μέρα τα μαγαζιά ήταν γεμάτα. Τις περισσότερες φορές ως πιανίστας, έκανα όμως και επτά χρόνια πίστα ως λαϊκός τραγουδιστής. Δούλεψα με πολλούς παλιούς και μεγάλους τραγουδιστές: Χαρούλα Λαμπράκη, Ρένα Ντάλμα, Θανάσης Κομνηνός, Γιώργος Σαρρής, Θέμης Αδαμαντίδης, Ρένα Κουμιώτη, Μιχάλης Βιολάρης. Τι να πρωτοθυμηθώ!
-Γιάννη, τι έχεις πάρει από όλους αυτούς τους μεγάλους με τους οποίους συνεργάστηκες;
Πήρα τα καλύτερα. Προσπαθούσα να πάρω ό,τι και όσα περισσότερα για να ενισχύσω τη μουσικότητά μου. Τα παλιά τα χρόνια, ακόμα και στα μικρότερα μαγαζάκια, τις δουλειές αναλάμβαναν μαέστροι, οπότε τα προγράμματα ήταν στημένα, παρτιτούρες κ.λπ. Θυμάμαι τον Σούκα, τον μουσικοσυνθέτη, που ρωτούσε έναν έναν τους μουσικούς ξεχωριστά: «το έχεις το κομμάτι;». Κι αφού περνούσε από όλους, μας έλεγε: «το έχουμε;» και το προβάραμε όλοι μαζί για να μας ακούσει.
-Έπειτα από όλα αυτά τα ωραία, γιατί έφυγες από την Αθήνα;
Γιατί πλέον υπήρξε ένας κορεσμός, μουσικός θα έλεγα. Είχα αρχίσει να κουράζομαι από τα μεγάλα μαγαζιά και τα σχήματα με τους πολλούς μουσικούς. Δούλεψα τέσσερα χρόνια στου Ψυρρή, σε ένα μικρό μαγαζί, και μου άρεσε όλο αυτό που ήταν: ένα παρεάκι.
Εκείνη την εποχή μού έγινε μια πρόταση να κατέβω στην Καλαμάτα να αναλάβω να στήσω ένα πρόγραμμα στο «Μετέωρο» στη Βέργα. Έτσι έγινε η πρώτη γνωριμία μου με την Καλαμάτα. Παρότι είμαι από τα Φιλιατρά, με την Καλαμάτα δεν είχα επαφές από παιδί. Μια φορά, θυμάμαι, είχαμε έρθει βόλτα με το σχολείο ως εκδρομή.
Ερχόμουν από την Αθήνα κάθε Παρασκευή απόγευμα να δουλέψω και ως δια μαγείας εξαφανίζονταν όλα τα προβλήματα και τα άγχη της Αθήνας. Αυτό ήταν το έναυσμα για να κάνω την αποκέντρωσή μου.
-Ξεκινάς από «Μετέωρο», και μετά τι; Φαντάζομαι, έφτιαξες δική σου ομάδα…
Σιγά σιγά άρχισα να μπαίνω σε ξενοδοχεία και διάφορα μαγαζιά της πόλης. Όσο για την ομάδα, στην αρχή, όταν κατέβαινα από την Αθήνα, συνεργαζόμουν με ντόπιους μουσικούς, γιατί έχουμε πολύ καλούς ντόπιους μουσικούς και καλές φωνές. Αυτό στην αρχή. Μετά θέλησα να κάνω το δικό μου σχήμα, σύμφωνα με τα πρότυπα της Αθήνας που είχα μάθει. Γνώρισα, λοιπόν, το παρεάκι μου, τη Μαρία Ξυπολύτου. Μου τη σύστησαν συνάδελφοι, μου άρεσε πάρα πολύ η φωνή της, μου άρεσε ο τρόπος που αντιμετώπιζε την όλη κατάσταση, σωστή επαγγελματίας, κι από τότε, δεκαέξι χρόνια τώρα, πορευόμαστε μαζί στον καλλιτεχνικό χώρο, αλλά και στη ζωή.
-Είσαι δεκαέξι χρόνια στην Καλαμάτα, Ιούλιο και Αύγουστο έχεις ζήσει και έχεις κάνει πανηγύρι. Πες μου την άποψή σου γενικώς για τα πανηγύρια…
Τα πανηγύρια τα έζησα συνολικά τέσσερα χρόνια. Όταν ήρθα στην Καλαμάτα, δεν ήξερα τι σημαίνει πανηγύρι. Όταν ήρθα εδώ, λοιπόν, μου έγινε η πρόταση να κάνω το πρώτο πανηγύρι. Το θυμάμαι χαρακτηριστικά, στη Σκάλα ήταν. Μόλις πήγα και είδα το σανίδι με το πανί πίσω και τα πολύχρωμα λαμπιόνια πάνω από το κεφάλι μας, έπαθα πολιτισμικό σοκ, γιατί δεν είχα συνηθίσει. Μπήκα, όμως, με τα μπούνια που λένε. Το συνήθισα, μου άρεσε και πήγε πολύ καλά.
Για μένα η δουλειά σε οποιονδήποτε χώρο είναι πρόκληση, Κώστα. Εφόσον αναλαμβάνω, οφείλω να τα βγάλω πέρα και να αφήσω τις καλύτερες εντυπώσεις. Έτσι, λοιπόν, το έκανα τέσσερα χρόνια, είπα «φτάνει» και το σταμάτησα.
-Αυτό που γίνεται στα πανηγύρια τα τελευταία χρόνια τι ακριβώς είναι, όπως και πόσο «παραδοσιακό» είναι;
Θα μου επιτρέψεις να σου πω ότι έχει αλλάξει πάρα πολύ το πανηγύρι πλέον έτσι όπως το βλέπω εγώ. Έχει γίνει ένα απέραντο λαϊκό μαγαζί (μπουζούκια-σκυλάδικο), φώτα, λουλούδια, σαμπάνιες, κάτι που βλέπαμε εμείς που δουλεύαμε σε ανάλογα μεγάλα μαγαζιά στην Αθήνα.
Το να έρχονται μεγάλα ονόματα από την Αθήνα δεν είναι κακό, αλλά το να στήνουμε ένα πανηγύρι με σαμπάνιες, λουλούδια και ελάχιστη κατανάλωση στις πρώτες θέσεις, εμένα με βρίσκει αντίθετο. Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι απλά τα μεγάλα ονόματα παίρνουν τη χειμερινή δουλειά της Αθήνας και τη βγάζουν το καλοκαίρι στην επαρχία ως πανηγύρι.
-Οι συνάδελφοι στη Μεσσηνία πώς σε υποδέχτηκαν;
Θυμάμαι χαρακτηριστικά στο «Μετέωρο», όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε, ακούστηκε στην «πιάτσα» ότι «έχει έρθει κάποιος από την Αθήνα, ο οποίος έχει στήσει ένα πρόγραμμα και πάμε να τον ακούσουμε».
Στην αρχή ήταν όλοι επιφυλακτικοί και καχύποπτοι, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι. Κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή είχα και συναδέλφους από κάτω για να ακούσουν. Μέχρι που είδαν ότι είχε μεγάλη επιτυχία εκείνη τη σεζόν το «Μετέωρο» και τις τρεις μέρες που παίζαμε, ειδικά την Κυριακή που ήταν το μεσημέρι. Ξαφνικά βρισκόμουν με κάρτες συναδέλφων για συνεργασίες. Δεν είχα παράπονο, το παράπονό μου είναι ότι «έκαστος εφ’ ω ετάχθη». Αυτό είναι και το μότο μου, που σημαίνει «καθένας για το σκοπό που είναι προορισμένος».
Υπάρχουν μουσικοί οι οποίοι δουλεύουν και ζουν αποκλειστικά από αυτό το επάγγελμα. Τους βγάζω το καπέλο και είμαι συνοδοιπόρος με αυτούς. Υπάρχουν, όμως, και μουσικοί που είναι ερασιτέχνες και βλέπουν τη δουλειά μας ως ένα έξτρα για να ενισχύσουν το εισόδημά τους, με αποτέλεσμα, όταν θα πάμε εμείς για δουλειά και ζητήσουμε ένα μεροκάματο σύμφωνα με τις γνώσεις, τις σπουδές και την εμπειρία μας, να πηγαίνει κάποιος άλλος με πολύ λιγότερα, και να το πω σε εισαγωγικά, «να χαλά την πιάτσα». Δυστυχώς, πολλά χρόνια τώρα η «πιάτσα» είναι χαλασμένη.
-Θα ήθελα να πάμε για λίγο και σε ένα άλλο κομμάτι της παρουσίας σου εδώ, ως μαέστρος της Φιλαρμονικής Γαργαλιάνων. Πώς πρόεκυψε;
Ναι, ήμουν για πέντε χρόνια. Φοβερή εμπειρία. Γενικά με τις φιλαρμονικές ήμουν μπλεγμένος από πιτσιρίκι επτά χρόνων, γιατί πάντα έψαχνα να ασχοληθώ με τη μουσική. Έχω δουλέψει σε πολλές Φιλαρμονικές και στην Αθήνα, αλλά και στη Φιλαρμονική του στρατού. Ήταν άλλη μια πρόκληση για μένα όταν μου έγινε η πρόταση για τη Φιλαρμονική. Το έκανα με χαρά. Ήταν μια Φιλαρμονική που για αρκετό καιρό ήταν ανενεργή και μέσα στα πέντε χρόνια καταφέραμε να έχουμε 400 παιδιά γραμμένα στους καταλόγους της.
-Προσφέρει μια Φιλαρμονική στα παιδιά που θέλουν να ασχοληθούν με τη μουσική;
Η Φιλαρμονική για μένα είναι το εφαλτήριο για να ξεκινήσει κάποιο παιδί την επαφή του με τη μουσική. Είναι ευτύχημα που η Καλαμάτα διαθέτει μία από τις καλύτερες Φιλαρμονικές στην Ελλάδα, με καταξιωμένους μαέστρους και πολύ καλούς ντόπιους μουσικούς. Άποψή μου είναι ότι θα έπρεπε Φιλαρμονικές να υπάρχουν, αν ήταν δυνατόν, και στο μικρότερο χωριό, είναι πολιτισμός.

-Μελλοντικά σχέδια;
Η μουσική για μένα δεν τελειώνει ποτέ κι όποιος πει «είμαι ένας μουσικός που έχω μάθει τα πάντα», ψεύδεται ασύστολα. Η μουσική είναι μια διαρκής αναζήτηση, ένα μάθημα που δεν τελειώνει ποτέ και πρέπει να είσαι πάντα διαβασμένος εάν θες να είσαι στις επάλξεις. Για μένα «τελειώνω τη μουσική» σημαίνει ότι σταματώ να δουλεύω νύχτα.
Τα τελευταία χρόνια έχω επιλέξει τα ξενοδοχεία. Είναι χώροι που μου αρέσουν πολύ και ευελπιστώ ότι για αρκετά χρόνια θα συνεχίσω να το κάνω. Εκεί είναι τελείως διαφορετικά τα ακούσματα από τα προγράμματα της ταβέρνας, των πανηγυριών, των πριβέ εκδηλώσεων, των κρουαζιερόπλοιων. Δεν έχουν καμία σχέση. Στα ξενοδοχεία κάνεις το πρόγραμμά σου, ο κόσμος σε ακούει και, το κυριότερο, σε σέβεται.
-Τελευταία ερώτηση για να κλείσουμε. Γιάννη, πού μπορούμε να σε ακούσουμε αυτή την περίοδο;
Κοίτα, αυτή την περίοδο δουλεύω σε ξενοδοχεία, κάθε Παρασκευή στο «Φιλοξένια» και κάθε Σαββάτο στην Costa Navarino, στο εστιατόριο «Ο Μοριάς». Το χειμώνα, επειδή έχω μια πολύ καλή συνεργασία 4 χρόνια τώρα, θα είμαι για πέμπτη περίοδο στο εστιατόριο «Καρνάγιο» στην Κυπαρίσσια, με ένα δικό μου σχήμα, τους «Γη και Ύδωρ». Είμαστε εγώ, ο Θοδωρής Δρούγας στο μπουζούκι και η Μαρία Ξυπολύτου, το παρεάκι μου, στο τραγούδι.
Και κάπως έτσι και με τον ίδιο σεβασμό που δείχνει ο κόσμος προς τον πρόσωπο του μουσικού και μαέστρου Γιάννη Καλογερόπουλου, κλείσαμε την κουβέντα μας. Τον ευχαριστώ πολύ και εύχομαι καλή αντάμωση με τις μουσικές του.
Ο Γιάννης Καλογερόπουλος με το παρεάκι του, Μαρία Ξυπολύτου.
Δεκαέξι χρόνια τώρα πορεύονται μαζί στον καλλιτεχνικό χώρο, αλλά και στη ζωή
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ, Ο ΠΙΑΝΙΣΤΑΣ
Ο Πιανίστας είναι το ψευδώνυμο με το οποίο βάφτισαν τα ΜΜΕ τον Γερμανό Αντρέας Γκρασλ (γερμ. Andreas Grassl) που βρέθηκε στην Αγγλία το 2005, ο οποίος παρέμενε άγνωστος επί μακρόν εξαιτίας της άρνησής του να μιλήσει. Αντίθετα, επικοινωνούσε μέσω σκίτσων και παίζοντας πιάνο.
Η ταυτότητά του αποκαλύφθηκε από τον ίδιο έπειτα από 4 μήνες και επιπλέον. Γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου του 1984.
Ως αποτέλεσμα αυτού, οργίασαν οι φήμες των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης σε όλο τον κόσμο, αλλά και η προσοχή που δόθηκε στην υπόθεση ήταν μεγάλη.
Ο άνδρας βρέθηκε από την Αστυνομία να περιφέρεται στους δρόμους με ένα βρεγμένο κοστούμι και μία γραβάτα, στο Σίρνες του Κεντ στην Αγγλία, στις 7 Απριλίου 2005. Δεν απαντούσε στις ερωτήσεις των αστυνομικών.
Καθώς παρέμενε σιωπηλός, το προσωπικό του νοσοκομείου στο Medway Maritime του έδωσε στιλό και χαρτί, ελπίζοντας ότι θα έγραφε το όνομά του. Αντ’ αυτού, ο μυστηριώδης άνδρας άρχισε να φτιάχνει σχέδια ενός μεγάλου πιάνου και όταν του έδωσαν για πρώτη φορά ένα πιάνο, εκείνος λέγεται ότι άρχισε να παίζει μουσική όλων των ειδών (από κλασική του Τσαϊκόφσκι μέχρι ποπ των Μπιτλς). Έπαιζε χωρίς σταματημό επί 4 ώρες, μέχρι που το προσωπικό του νοσοκομείου τον έβγαλε έξω.
ΤΟ ΠΙΑΝΟ. Το πιάνο (παλαιότερη ελληνική απόδοση: κλειδοκύμβαλο) είναι μουσικό όργανο που εντάσσεται στην κατηγορία των πληκτροφόρων (κατ’ άλλους θεωρείται χορδόφωνο) και μπορεί να θεωρηθεί έγχορδο ή κρουστό. Είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος μουσικό όργανο μετά το εκκλησιαστικό όργανο. Ο μουσικός που χειρίζεται το πιάνο λέγεται πιανίστας (παλαιότερα κλειδοκυμβαλιστής). Παίζεται με πλήκτρα, σε οριζόντια διάταξη, τα οποία όταν πατηθούν από τα δάκτυλα του πιανίστα σηκώνουν σφυράκια που χτυπούν τις χορδές του, παράγοντας έτσι ήχους. Εφευρέτης του πιάνου είναι ο Ιταλός Μπαρτολομέο Κριστόφορι. Η δυνατότητα να δίνει μια διαφορετική νότα από το κάθε πλήκτρο και να κάνει κάθε νότα απαλή ή δυνατή, δίνει στο πιάνο μια εκπληκτική ποικιλία έκφρασης. Το πιάνο μπορεί να αποδώσει μουσική είτε ως σόλο όργανο είτε μέσα σε μια ορχήστρα. Αν και πολλοί πιστεύουν πως χρησιμοποιείται κυρίως στην κλασική μουσική, το πιάνο κατέχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην τζαζ, την μπλουζ και το ροκ εν ρολ, καθώς και στη λαϊκή και στην κλασική μουσική, όπου είτε κυριαρχεί είτε λειτουργεί ως βοηθητικό για άλλα όργανα.
Του Κώστα Δεληγιάννη