Ηλίας Κανέλλης: «Είμαστε ό,τι τρώμε, αλλά και ό,τι σκεφτόμαστε»

Ηλίας Κανέλλης: «Είμαστε ό,τι τρώμε,  αλλά και ό,τι σκεφτόμαστε»

Παρουσίαση δυο βιβλίων του Μεσσήνιου δημοσιογράφου σήμερα στην Καλαμάτα

Στην Καλαμάτα επιστρέφει σήμερα το απόγευμα ο Ηλίας Κανέλλης, δημοσιογράφος, κριτικός και συγγραφέας, με αφορμή την παρουσίαση δύο νέων βιβλίων του: «Κι αυτοί είναι η Ελλάδα», μια συλλογή συνεντεύξεων με σημαντικούς διανοούμενους, και “Duck Soup”, μια κοινωνιολογική ματιά στις διατροφικές μας συνήθειες.

Μέσα από τις σελίδες των δύο αυτών βιβλίων συναντιούνται η πνευματική αναζήτηση, η κοινωνική παρατήρηση και η δημοσιογραφική του ματιά, προσφέροντας δύο διαφορετικές αλλά συνάμα συγκλίνουσες οπτικές για την Ελλάδα του σήμερα.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο συγγραφέας μιλά για την πορεία του στη δημοσιογραφία, τονίζοντας πως παραμένει «δοκιμιογράφος του Τύπου» και πως τα κείμενα μας περιέχουν όσο κι εμείς αυτά. Επίσης, μιλά για τα βιβλία του, αλλά και για τον ελληνικό Τύπο.

Σήμερα, λοιπόν, στις 8.00 το βράδυ, ο δημοσιογράφος, αρθρογράφος των «Νέων» και εκδότης του περιοδικού για το βιβλίο “The Books’ Journal”, με καταγωγή από τον Κάμπο Αβίας, και ο εκδότης, αρθρογράφος, διδάκτωρ Βαλκανικών Σπουδών, Πέτρος Παπασαραντόπουλος, με καταγωγή από την Καλαμάτα, θα παρουσιάσουν τα δύο νέα βιβλία στον πεζόδρομο μπροστά από το Κέντρο Δημιουργικού Ντοκιμαντέρ, στο Ιστορικό Κέντρο της Καλαμάτας.

-Παρουσίαση, λοιπόν, απόψε δύο βιβλίων στη γενέτειρα. Μοιάζουν τόσο διαφορετικά μεταξύ τους ή μήπως τελικά δεν είναι;
Τα βιβλία ξεκίνησαν από την ίδια αφετηρία: τις σελίδες της επιθεώρησης βιβλίου “Τhe Books’ Journal” που εκδίδω και διευθύνω επί δεκαπέντε χρόνια. Το ένα, «Κι αυτοί είναι η Ελλάδα», περιέχει τις συνεντεύξεις που πήρα από σημαντικούς Έλληνες λογοτέχνες και καθηγητές πανεπιστημίων. Το άλλο, “Duck Soup”, είναι το υλικό μιας πετυχημένης ρουμπρίκας που κράτησα στο περιοδικό από το 2013 ως το 2015 με το ψευδώνυμο Κρίτων Ωραιόπουλος – ας πούμε ότι ήταν μια κοινωνιολογία των διατροφικών συνηθειών μας, των εστιατορίων, του φαγητού, συχνά ενισχυμένη από λογοτεχνικές αναφορές. Οι συνεντεύξεις είναι μεγάλες, αναλυτικές και έχουν στόχο να δείξουν τη σκέψη, τους προβληματισμούς και τις ιδέες προσωπικοτήτων της δημόσιας ζωής, που άλλοτε θα ήταν οι ηθικοί καθοδηγητές μας, αλλά σήμερα επισκιάζονται από τα είδωλα της μαζικής κουλτούρας, τους σταρ της και τα παράσιτά της, τους influencer της. Το “Duck Soup” αναδεικνύει τις ευκολίες και τις πλάνες μιας πλευράς του κοινωνικού βίου μας, των διατροφικών συνηθειών μας, που είναι αποτέλεσμα των στραβών επιλογών μας. Είναι δύο διαφορετικά βιβλία, αλλά έχουν και τα δύο μια κοινή γραμμή: περιέχουν πολυπλοκότητες, όπως θα έλεγε ο ποιητής Ουόλτ Ουίτμαν. Προτείνουν, δηλαδή, μια διαφορετική πνευματική στάση, που δυστυχώς δεν είναι δημοφιλής ούτε από τις πολιτικές ηγεσίες ούτε από τα ΜΜΕ. Ούτε στα σόσιαλ μίντια ούτε στα πανεπιστήμια, όπου οριστικοποιούν τη στάση τους απέναντι στα πράγματα οι φοιτητές. Ούτε, βέβαια, στους παραδοσιακούς θεσμούς που άλλοτε υπεδείκνυαν αξίες – στην οικογένεια, στο σχολείο, στην Εκκλησία…

-Δημοσιογράφος, κριτικός, συγγραφέας. Με αυτή τη σειρά ή θα την αλλάζατε; Ποια κερδίζει και σκιαγραφεί καλύτερα τον Ηλία Κανέλλη;
Είμαι επαγγελματίας δημοσιογράφος. Στις εφημερίδες έμαθα να γράφω επαγγελματικά, να στηρίζομαι σε δεδομένα της πραγματικότητας, να επιχειρηματολογώ, να συγκρούομαι. Απέκτησα εμπειρίες πολύ νωρίς, από φοιτητής, λόγω της λόξας μου με τον κινηματογράφο, την οποία εκτίμησε ο φίλος μου Χρήστος Βακαλόπουλος ο οποίος με πρότεινε ως κριτικό κινηματογράφου στο περιοδικό «Αντί» του Χρήστου Παπουτσάκη. Το μαχητικό πνεύμα των κριτικών μου εκτίμησε αργότερα ο εκδότης του περιοδικού «Πολίτης», Άγγελος Ελεφάντης, που με κάλεσε να γράφω σύνθετα κείμενα για τον κινηματογράφο στο περιοδικό του και με βοήθησε να «ξεψαρώσω» ως αρθρογράφος στην εφημερίδα της ανανεωτικής Αριστεράς τα πρώτα χρόνια κυκλοφορίας της, την «Εποχή». Τον επαγγελματισμό της δουλειάς μου τον έμαθα στις εφημερίδες που δούλεψα, στην «Ελευθεροτυπία», στο «Βήμα» και στα «Νέα». Όλα αυτά με έκαναν, ας πούμε, δοκιμιογράφο του Τύπου, μια ειδικότητα που δυστυχώς σήμερα πεθαίνει, μαζί με τις εφημερίδες. Και ως συγγραφέας, λοιπόν, είμαι πρώτα δημοσιογράφος, έστω δοκιμιογράφος. Έχω διαβάσει πολύ στη ζωή μου, γι’ αυτό ίσως εντοπίσετε και μια λογοτεχνικότητα – που, σας διαβεβαιώ, δεν ξεπέφτει στη φλυαρία, αλλά, απλώς, ενισχύει την τεχνική αρτιότητα του κειμένου, στο οποίο πίστευα, πιστεύω και νομίζω ότι θα συνεχίσω να πιστεύω. Τα κείμενα που διαβάσαμε και κατανοήσαμε, τα κείμενα που γράφουμε, μας περιέχουν. 

-Ξεχωριστές συνεντεύξεις συνθέτουν το βιβλίο «Αυτοί είναι η Ελλάδα». Υπάρχει κάποια που ξεχωρίζετε ιδιαίτερα και για ποιον λόγο;
Είναι ξεχωριστές, αλλά διαβάζονται ως ενιαία αφήγηση – αφού τα πρόσωπα αλληλοσυμπληρώνονται, μιλώντας στην ουσία για τα ίδια θέματα: τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα οδηγήθηκε στον οικονομικό, τον πολιτικό, αλλά πρωτίστως τον ηθικό εκτροχιασμό που οδήγησε τη χώρα στον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ – και παραλίγο στην καταστροφή. Ξεχωρίζω τη συνέντευξη με τον μακαρίτη καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου, Σταύρο Τσακυράκη. Όχι επειδή ήταν φίλος μου και η απώλειά του μου κόστισε πολύ. Αλλά, κυρίως, επειδή οι δύσκολες επιλογές της ζωής του ήταν συνυφασμένες με τα πιστεύω του. Στη συνέντευξή του μας θυμίζει ένα περιστατικό με το δάσκαλό του, τον σπουδαίο Αριστόβουλο Μάνεση, στον οποίο είχε υποβάλει τα χαρτιά του για να διοριστεί βοηθός του στη Νομική Σχολή Αθηνών. Όταν ο Μάνεσης έμαθε τη σπουδαία αντιστασιακή του δράση στη χούντα, η οποία τον έστειλε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ όπου βασανίστηκε και κατόπιν στη φυλακή, τον ρώτησε γιατί δεν είχε κάνει αναφορά αυτής της δραστηριότητας. Ήταν η εποχή μετά τη χούντα που όλοι εξαργύρωναν την υπαρκτή, διογκωμένη ή ανύπαρκτη αντιστασιακή τους δράση, και ο Τσακυράκης στην αίτηση για εργασία δεν το ανέφερε. «Δεν ήταν συναφές», είπε στον καθηγητή του.

-Ένας ερασιτέχνης μάγειρας πώς θα εξηγήσει τον κόσμο μας και το χαρακτήρα της κοινωνίας μας μέσα από το “Duck Soup”;
Πολύ απλά. Κατά βάση, είμαστε ό,τι τρώμε.

-Πώς βλέπετε την εξέλιξη του ελληνικού Τύπου τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα του περιφερειακού που αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα επιβίωσης; Τα social media βοήθησαν ή αποδυνάμωσαν τη σοβαρή δημοσιογραφία;
Ο Τύπος στην Ελλάδα είναι ισχυρός, αλλά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν είναι σοβαρός. Οι λειτουργοί του, συχνά, έχουν έλλειμμα παιδείας, αδιαφορία για τους κανόνες, είναι επιρρεπείς στις δημόσιες σχέσεις και το βασικό όραμά τους είναι ο πλουτισμός. Αμαρτήματα όπως ο ναρκισσισμός, η επιδειξιμανία, η σχέση με ισχυρούς επιδεινώνουν την κατάσταση. Η τηλεόραση έκανε χειρότερα τα πράγματα. Τέλος, ο εκδημοκρατισμός της ατομικής έκφρασης στα σόσιαλ μίντια επέτρεψε στα ελαττώματα αυτά να διαχυθούν ακόμα περισσότερο. Δε θα ξεχάσω το κύμα μίσους που επικράτησε την περασμένη δεκαετία στο διαδίκτυο, μετά τη χρεοκοπία, εναντίον των λογικών ανθρώπων που ισχυρίζονταν ότι δεν είναι δυνατόν η χώρα να διατηρήσει το επίπεδο ζωής της χωρίς οδυνηρές μεταρρυθμίσεις. Στις μέρες μας, το κύμα αυτό είναι ζωντανό, πολλαπλασιάζεται, ενώ πλέον η πληροφόρηση κινδυνεύει να μετατραπεί απολύτως σε τρόπο χειραγώγησης κοινωνικών ομάδων και μαζών μέσω των fake news.

Από την άλλη, ο περιφερειακός Τύπος δεν είναι τόσο περιφερειακός. Μέσω του διαδικτύου μπορεί να έχει απήχηση οπουδήποτε διαβάζεται η γλώσσα μας. Τα περιφερειακά ΜΜΕ έχουν ευκολότερη πρόσβαση στις πληροφορίες, απαιτείται μόνο σοβαρότητα στο σχόλιο και ανεξαρτησία. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι η τοπική είδηση έχει αξία χρήσης ευρύτερη, σε ένα κοινό οπουδήποτε στην Ελλάδα ή στον κόσμο που θέλει να επικοινωνεί με τον τόπο καταγωγής του ή με τον τόπο με τον οποίο έχει δεθεί μια περίοδο της ζωής του. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι ο σεβασμός στην είδηση, η ακρίβεια, τα καλά ελληνικά και το προσωπικό στυλ του ρεπορτάζ. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, το τοπικό μπορεί να είναι παγκόσμιο.

*Ο Ηλίας Κανέλλης έχει εργαστεί σε ανεξάρτητα περιοδικά της δημοκρατικής Αριστεράς («Αντί», «Ο Πολίτης») και στις εφημερίδες «Ελευθεροτυπία», «Η Εποχή», «Το Βήμα», «Τα Νέα». Έχει κάνει εκπομπές στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, υπήρξε εκδότης και διευθυντής του περιοδικού «εφ» του Φεστιβάλ Αθηνών, ενώ για πολύ καιρό ήταν κριτικός κινηματογράφου. Επίσης, εκδίδει και διευθύνει το «Books’ Journal».

Της Βίκυς Βετουλάκη