Άμα βγη κανείς στη Νέα Κορώνη (Καντιάνικα) και προχωρήσει λίγο, θα δη μέσα σε μια εκτεταμένη πλατεία μια αρκετά καλή και μεγάλη εκκλησία, την εκκλησία των Γενεθλίων της Θεοτόκου. Προχθές λοιπόν ήτο το πανηγύρι που σημαίνει γλέντι, ξεφάντωμα, επίδειξις νέων κουστουμιών, λούσων μόδας, ευμορφιάς, νυφοπάζαρο και ζωοπάζαρο, θόρυβος, σκόνη – προπάντων σκόνη, γιατί έτσι νοείται πανηγύρι στο χωριό και γιατί έτσι ο φτωχός, όπως και ο πλούσιος, πρέπει να μετάσχη αυτού.
Και πρώτον και κύριον για να φάη το ψητό του. Α, όλα κι όλα, το έχει σε γρουσουζιά να το στερηθή, γιατί αυτό θα τον προδιαθέση άσκημα (για λογαριασμό του βέβαια) για τη νέα χρονιά και θα του δείξη – πιστέψετέ το – αν αυτή θα ’ναι καλή ή ψυχρή κι ανάποδη! Αν δε φάη, λοιπόν, ψητό, όλο το χρόνο, πιθανότατα σε κάθε οικονομική του αναποδιά, αμέσως αυτό θα θυμάται κι ας μη φταίει βέβαια καθόλου αυτό το κακόμοιρο.
Έτσι ο καθένας θα πη: Δε βαριέσαι, καϋμένε, πάμε να φάμε το ψητό, να ξεσκάσωμε. Όθεν θα πάρη και το γαϊδουράκι του – με το συμπάθιο – που θα του βάλη κι ένα κλαράκι από εληά επάνω για να δείχνη ότι πωλείται τις περισσότερες φορές, και θα πάρη την άγουσα για το πανηγύρι, όπου για λίγες ώρες θα ιδή, θα γλεντήση, θα χαρή μακρυά από το σκληροχώμα στο χωράφι του.
Τώρα εκεί βέβαια θα ιδή κανείς πολλά πράγματα, νούμερα, όπως θα λέγαμε, εάν επρόκειτο για ένα θίασο ποικιλιών ή επιθεωρήσεως (γιατί και το πανηγύρι ένας μεγάλος θίασος ποικιλιών είναι).
Μία λοιπόν και η σειρά έτσι το ’φερε, ας πούμε μερικά. Ας καθήσωμε στην πρώτη μπύρα που βρίσκουμε μπροστά μας και ας κοιτάξουμε γύρω μας τα άλλα τραπεζάκια.
Δίπλα μας… Α, να μια νεαρή κυρία που κάθεται σε ύφος χιλίων Νόρμαν Σήσερ ή Μπριγκίτε Χελμ. Με τα φρύδια επιμελώς μαδημένα (πώς τις έχεις και κείνες με τα μαδημένα φρύδια;) που περιτριγυρίζεται από μερικές άλλες Γκάρμπο ή ναζιάρες Νταριέ που φλυαρούν και που σε κάποια στιγμή στη φλυαρία τους απάνω χάνουν εκείνο το μοιραίο ύφος, που με χίλιες προσπάθειες παίρνουν και που υποχωρεί μπρος το φυσικό τους, το κάθε άλλο παρά μοιραίο.
Όπως ακούσαμε, άθελά μας, η νεαρή κυρία είναι διδασκάλισσα από τα περίχωρα και ευνόητον τώρα είναι ότι η καϋμένη ήθελε φαίνεται κι αυτή να μετάσχη στο καλλίτερο κοσμικό γεγονός της περιοχής και που θάταν το πανηγύρι.
Ας είναι. Πίσω μας βλέπουμε σ’ ένα τραπεζάκι πάνω από 50 ποτήρια μπύρας, άδεια και γεμάτα και απορούμε βλέποντας ότι για λίγη ώρα δύο και μόνον νεαροί τα αδειάζουν. Ξαφνιαστήκαμε όμως όταν μια γρηά ήρθε και παρακαλούσε και κατόπιν φοβέριζε τον έναν απ’ αυτούς (γυιό της) να φύγη και να μη χαλάη τα λεφτά του: «Έλα, παιδάκι μου, σήκω να σου πω…».
Έπειτα: «Άσε με τώρα».
Κι έπειτα: «Γκαρσόνι, φέρε δύο ποτήρια της μάνας μου».
Κι η μάνα του έσπευσε να γεμίση το στόμα της και να σωπάση, χωρίς όμως και να σωπάση κάποιος άλλος, που πολύ καλά είπε: «Ωραίο! Ποιος ξαίρει πόσο καιρό θα δούλευε για να ρθη τώρα να τα χαλάση όλα αδικαιολόγητα. Κι έπειτα σου λένε πεινάνε και πως τους φταίει η κατάσταση!».
Κάποια χωρική αρραβωνιασμένη, με το γεμενί καλοβαλμένο – όλος ο κόσμος δικός της – ζήτησε απ’ το συνοδό της να πιή μπύρα. Όταν την έβαλε στο στόμα της, την άφησε – δεν της άρεσε φαίνεται – κάτω μ’ ένα ξύνισμα του προσώπου της, που ο συνοδός της – αρραβωνιαστικός, άρχισε να βλαστημάη την ώρα που την πήρε κοντά του λέγοντας: «Άει, μωρή Βγενιά, σώπα και μας κοιτάνε γύρω…».
Ακόμα ήταν και οι νεαρές που καμάρωναν σαν να τις κρατούσεν αλύγιστες κάποιο ραβδί μέσα τους και αντήλλασσαν οφθαλμοβολές με τους νεαρούς που τα γεωμετρικώτατα χωρισμένα μαλλιά τους, με τη σκόνη και την μπριγιαντίνη είχαν μεταβληθή σε στρώματα λάσπης! Τέλος πάντων πολλά ακόμη έβλεπε κανείς.
Αλλά ας φύγουμε να κάνουμε και καμιά βόλτα κατά την αγορά του πανηγυριού.
Εκεί κάποια στιγμή που στεκόμαστε απ’ έξω από μια παράγκα – εμπορικό – πλησίασε κάποιος συμπαθητικός χωρικός με το παιδάκι του, για να του πάρη ρούχα. Ρώτησε τον πωλητή δείχνοντάς του ένα ρολό από καινούριο και… αρίστης ποιότητος στρατσόπανο, ενώ το παιδάκι χοροπηδούσε από… τη χαρά του. «Δε μου λες, κουμπαράκι, βάφεται τούτο δω για να πάρω του παιδιού;». Πάλι καλά, αφού το ήθελε βαμμένο!
Πάρα πάνω, βλέπουμε κάποια εύθυμη συνάθροιση. Προσέχουμε καλλίτερα και βλέπουμε έναν νεαρό κομψευόμενο (όνομα και μη χωριό) μ’ ένα κλαράκι εληάς, επιτήδεια καρφωμένο στην πλάτη του και που προχωρούσε επιδιδόμενος στην κατάκτηση των… μοιραίων μπεμπεκών. Κάποιος φαίνεται, ενεπνεύσθη από το σήμα της πωλήσεως ζώων και θέλησε να κατατάξη και τον καϋμένο το δανδή μας (από δανδήδες – τρακαδόρους άλλο τίποτε στο πανηγύρι) σ’ αυτή τη… συμπαθητική τάξη!
Ας είναι το πανηγύρι είχε κι άλλα ευτράπελα. Αλλά πού να τα θυμηθή όλα κανείς;
Κ.Π.Σ.
Φώτο ίντερνετ