Δέκα χρόνια χαμένης υπεραξίας για το ελαιόλαδο

Δέκα χρόνια χαμένης υπεραξίας για το ελαιόλαδο

Από τη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (2015) στην αγορά του 2025

Το ελαιόλαδο, ο «υγρός χρυσός» της ελληνικής γης, υπήρξε πάντοτε προϊόν στρατηγικής σημασίας για την οικονομία, την υγεία και τον πολιτισμό της χώρας. Ωστόσο, μια δεκαετία χωρίζει τη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας (ΕΤΕ) το 2015 από τα πρόσφατα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στον Οικονομικό Ταχυδρόμο το 2025 – και η εικόνα παραμένει σχεδόν αμετάβλητη: η Ελλάδα εξακολουθεί να χάνει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ ετησίως, αδυνατώντας να κεφαλαιοποιήσει την υψηλή ποιότητα της παραγωγής της.

Η μελέτη της ΕΤΕ είχε περιγράψει με σαφήνεια την κατάσταση: μέση παραγωγή περίπου 310.000 τόνων την περίοδο 2010–2014, εκ των οποίων το 80% ήταν εξαιρετικό παρθένο, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη.

Παρά την ποιοτική υπεροχή, το 70% των εξαγωγών έφευγε χύμα, κυρίως προς την Ιταλία, όπου εμφιαλωνόταν και μεταπωλούνταν ως ιταλικό brand. Η τράπεζα εκτιμούσε τότε ότι η χώρα θα μπορούσε να κερδίζει επιπλέον 250 εκατ. ευρώ τον χρόνο εάν επένδυε στην καθετοποίηση και στο branding. Προειδοποιούσε μάλιστα ότι χωρίς στρατηγικό σχέδιο, η Ελλάδα θα έχανε περαιτέρω μερίδιο σε μια παγκόσμια αγορά που γινόταν όλο και πιο ανταγωνιστική.

Δέκα χρόνια μετά, το άρθρο του Οικονομικού Ταχυδρόμου επιβεβαιώνει δυστυχώς τις προβλέψεις. Η παραγωγή το 2024–25 ανήλθε σε 250.000 τόνους, με το 82% να είναι εξαιρετικό παρθένο. Όμως η εικόνα στις εξαγωγές παραμένει ακριβώς η ίδια – αν όχι χειρότερη. Το 70% εξακολουθεί να φεύγει χύμα, και μόλις το 5% φέρει ελληνικό brand name.

Το αποτέλεσμα είναι οικονομικά οδυνηρό: εκτιμώμενες απώλειες 250–300 εκατ. ευρώ ετησίως, ποσό σχεδόν ταυτόσημο με εκείνο που είχε υπολογίσει η ΕΤΕ το 2015 ως «χαμένη υπεραξία». Η κατάσταση επιδεινώνεται από τις διεθνείς εξελίξεις. Η Ιταλία και η Ισπανία εξακολουθούν να κυριαρχούν στην αγορά, επωφελούμενες από την οργάνωση, την καθετοποίηση και τη στρατηγική μάρκετινγκ. Την ίδια στιγμή, χώρες που παλαιότερα βρίσκονταν στο περιθώριο, όπως η Τουρκία, το Μαρόκο και η Τυνησία, έχουν αναβαθμίσει την παραγωγή τους και επιδιώκουν δυναμική είσοδο σε μεγάλες αγορές όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Η Ελλάδα, αντίθετα, βλέπει τα ποσοστά της σε αυτές τις αγορές να συρρικνώνονται: μόλις 2,6% στις ΗΠΑ και 4,5% στη Βρετανία. Η κριτική δεν μπορεί παρά να είναι σκληρή. Η μελέτη της ΕΤΕ το 2015 λειτούργησε ως καμπανάκι κινδύνου: τόνισε τις διαρθρωτικές αδυναμίες (μικρός κλήρος, αδύναμοι συνεταιρισμοί, υψηλό κόστος παραγωγής) και πρότεινε κατεύθυνση αλλαγής. Δέκα χρόνια μετά, ελάχιστα έχουν αλλάξει. Ο κλάδος δείχνει εγκλωβισμένος σε μια νοοτροπία βραχυπρόθεσμου κέρδους, με παραγωγούς και εμπόρους να προτιμούν την εύκολη λύση της χύμα εξαγωγής, αφήνοντας την υπεραξία σε τρίτους. Η πολιτεία, παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες, δεν έχει κατορθώσει να εφαρμόσει ένα συνεκτικό εθνικό σχέδιο για το ελληνικό ελαιόλαδο.

Η εικόνα που προκύπτει είναι απογοητευτική: δέκα χρόνια χαμένα, με τις ίδιες παθογένειες να αναπαράγονται και τον διεθνή ανταγωνισμό να γίνεται πιο σκληρός. Η Ελλάδα παραμένει ένας αξιόπιστος αλλά «αόρατος» προμηθευτής πρώτης ύλης, την ώρα που άλλες χώρες χτίζουν επώνυμη ταυτότητα και κερδίζουν τις αγορές. Αν υπάρχει ελπίδα, αυτή βρίσκεται στην αναγνώριση του προβλήματος και στη βούληση για αλλαγή. Το ελληνικό ελαιόλαδο έχει αδιαμφισβήτητη ποιότητα, αλλά χρειάζεται επειγόντως στρατηγικό rebranding, ενίσχυση συνεταιριστικών σχημάτων, επενδύσεις σε καθετοποίηση και διεθνές μάρκετινγκ. Διαφορετικά, το 2035 θα γράφουμε ξανά το ίδιο άρθρο, με τις ίδιες χαμένες ευκαιρίες και τις ίδιες διαπιστώσεις.

Του Αντώνη Πετρόγιαννη

Πηγές

• Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (2015), «Κλαδική Μελέτη: Ο Τομέας του Ελαιολάδου στην Ελλάδα».

• Οικονομικός Ταχυδρόμος, Τάσος Μαντικίδης (17/08/2025), «Χάνονται 300 εκατ. ευρώ τον χρόνο από την απουσία brand name στο ελαιόλαδο».