Jean-Marc Barr στο «Θ»: «Επιτυχία είναι να μπορείς να λες τη γνώμη σου»

Jean-Marc Barr στο «Θ»: «Επιτυχία είναι να μπορείς να λες τη γνώμη σου»

Ο πρωταγωνιστής του «Απέραντου Γαλάζιου» επισκέπτεται την Καλαμάτα 37 χρόνια μετά την ταινία, που συνδέθηκε όσο καμία άλλη με τα γαλαζοπράσινα ελληνικά νερά και την Αμοργό

Η πρώτη φορά που επισκέφθηκε την Ελλάδα ήταν το 1988 για τα γυρίσματα του «Απέραντου Γαλάζιου», μιας ταινίας γαλλικής παραγωγής που έμελλε να συνδεθεί άρρηκτα με το ελληνικό παραθαλάσσιο τοπίο και την Αμοργό.

Ο λόγος για τον Jean-Marc Barr, που κουβαλά ακόμη στις «αποσκευές» του εκείνη την εμπειρία και την τεράστια επιτυχία που γνώρισε τότε η ταινία στη χώρα.

Το 2017 ήρθε ξανά για την αμερικανική επανεκτέλεση της ταινίας, ενώ εδώ και λίγες μέρες βρίσκεται πάλι στην Ελλάδα, αυτή τη φορά ως επίτιμος καλεσμένος στη Διεθνή Φωτογραφική Συνάντηση που φιλοξενείται στην Καλαμάτα, μια πρωτοβουλία της Φωτογραφικής Ομάδας της πόλης.

Έχοντας περάσει 37 χρόνια από εκείνη την πρώτη του επαφή με τη χώρα, ο Jean-Marc Barr επιστρέφει με μια πλούσια διαδρομή στο ενεργητικό του. Πέραν της υποκριτικής, ασχολήθηκε με τη σκηνοθεσία, ενώ, όπως λέει ο ίδιος, «η ερασιτεχνική φωτογραφία είναι μια ακόμη δημιουργική του διέξοδος».
Με αφορμή την άφιξή του στην Καλαμάτα και τη συμμετοχή του στην πρώτη Φωτογραφική Συνάντηση, ο Jean-Marc Barr μιλά στο «Θ» για το «Απέραντο Γαλάζιο», τη σχέση του με την Ελλάδα, αλλά και τη δική του ματιά στο τι σημαίνει επιτυχία και ελευθερία στην τέχνη.Άλλωστε ο ίδιος, κι έχοντας γνωρίσει την επιτυχία του γαλλικού σινεμά εκ των έσω, δεν ακολούθησε τις συμβάσεις που αυτή υπαγόρευε. Αντίθετα, προτίμησε να χαράξει το δικό του, ανεξάρτητο δρόμο.

Ο λόγος στον ίδιο:

-Τι σημαίνει για εσάς να είστε το τιμώμενο πρόσωπο σε αυτή την έκθεση στην Καλαμάτα;

Μετά το «Απέραντο Γαλάζιο» είχα την ευκαιρία να γυρίζω τον κόσμο και να δουλεύω σε διάφορες χώρες ως ένας «παγκόσμιας κλάσης αλήτης». Έβλεπα τον κόσμο, και μιας και δε γράφω (είμαι περισσότερο άνθρωπος της εικόνας), μπορούσα να χρηματοδοτώ προσωπικά πρότζεκτ και να μάθω μια νέα μορφή τέχνης, στην οποία εγώ έπαιρνα όλες τις αποφάσεις. Δεν περίμενα ποτέ την επιτυχία, κι όταν ήρθε, κατάλαβα πόσο περιοριστική μπορεί να γίνει…

-Ωστόσο, πώς ξεκίνησε η ιδέα για τη συγκεκριμένη έκθεση;

Ασχολούμαι με τη φωτογραφία ερασιτεχνικά εδώ και 30–40 χρόνια. Είχα κάνει κάποιες εκθέσεις και ένα φωτογραφικό βιβλίο στη Γαλλία. Οι προηγούμενες εκθέσεις που έχω κάνει ήταν πιο γενικού περιεχομένου. Περιλάμβαναν πορτρέτα, φωτογραφίες δρόμου, διάφορες εικόνες. Αυτή τη φορά ήθελα να σκεφτώ τι πραγματικά θέλω να δείξω. Ήθελα να αποτυπώσω κάτι πιο προσωπικό και ουσιαστικό.

Η δεκαετία του ’90 ήταν για μένα μια έντονη περίοδος. Ήμουν ένας ελκυστικός άντρας και αισθανόμουν την επιθυμία να έρχεται από παντού. Γνώρισα πολλές απίστευτες γυναίκες – όχι όλες ως συντρόφους. Υπάρχει, όμως, κάτι στο βλέμμα μιας γυναίκας που σε έχει ερωτευτεί. Αυτή η ένταση με ενέπνευσε. Αυτές τις φωτογραφίες, όπου απεικονίζονται νεαρές γυναίκες και εκτίθενται τούτες τις μέρες στην Καλαμάτα, τις χρειάζομαι ως ένα είδος “lifting”, γιατί έχω περάσει τα 60 και αρχίζω να ζω τη νέα πραγματικότητα του γήρατος. Κρατάω αυτές τις φωτογραφίες ως μαρτυρία εκείνης της έντασης, της ενέργειας που είχα τότε. Ήταν μια εποχή που οι άνθρωποι γύρω μου – κι εγώ – έμοιαζαν τέλειοι.

-Είναι η πρώτη φορά που επισκέπτεστε την Καλαμάτα;

Ναι, είναι η πρώτη φορά που έρχομαι στην Καλαμάτα. Όταν γυρίζαμε το «Απέραντο Γαλάζιο», ήταν και η πρώτη μου φορά στην Ελλάδα γενικότερα. Την αγάπησα αμέσως. Αγαπώ τη χώρα, αγαπώ τους ανθρώπους. Η γυναίκα μου είναι Γιουγκοσλάβα και βλέπω πολλές ομοιότητες με την Ελλάδα. Έχουν κοινά μεσογειακά, νότια ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Υπάρχει αυτή η ομοιότητα.

Από τότε δεν είχα επιστρέψει για 30 χρόνια. Ώσπου το 2017 με προσκάλεσαν να κάνω ένα ντοκιμαντέρ – επανεκτέλεση για το «Απέραντο Γαλάζιο» στην Αμοργό. Έτσι ξαναήρθα, και ήταν σαν να βρίσκω ξανά κάτι που είχα αφήσει ανοιχτό.

Φωτογραφία από Francine Kreiss/Paris Match

Επιστρέφοντας εδώ, ο εγωισμός μου το χάρηκε πολύ! Στην Καλιφόρνια, όταν μεγαλώνεις, μαθαίνεις για την ελληνική μυθολογία, την Οδύσσεια, τα νησιά… Όλα αυτά είναι βασικό κομμάτι της παιδείας μας. Και ξαφνικά βρίσκομαι σε ένα ελληνικό νησί και έβλεπα το “Big Blue Hotel”, το “Grand Blue Cafe”… Ήταν σαν να ήμουν κι εγώ ένας από τους θεούς. Ήταν υπέροχο!

-Πώς βιώσατε την επιτυχία του «Απέραντου Γαλάζιου»;

Είχα την τύχη να μην τη ζήσω από πρώτο χέρι. Ζούσα στην Αγγλία όταν κυκλοφόρησε η ταινία, κι εκεί έπαιξε μόνο για μία εβδομάδα. Στην Αμερική, τη χώρα μου, την αγόρασαν στην ίδια τιμή με την οποία τη γύρισαν οι Γάλλοι, αλλά την άλλαξαν τελείως. Στην αμερικανική εκδοχή της ταινίας αφαίρεσαν 20 λεπτά, άλλαξαν τη μουσική και -το χειρότερο- άλλαξαν το τέλος. Στην αμερικανική έκδοση ο ήρωας επιστρέφει στην επιφάνεια, κάτι που ακυρώνει όλο το νόημα της ταινίας. Ουσιαστικά, δεν την είδε κανείς εκεί. Έτσι, δεν μπορούσα να πάρω ούτε τον εαυτό μου ούτε την επιτυχία στα σοβαρά.

-Τι θυμάστε σήμερα από εκείνα τα γυρίσματα;

Η Αμοργός, με χαρά το λέω, δεν έχει αλλάξει καθόλου. Δε θυμάμαι το ακριβές όνομα της περιοχής όπου γυρίζαμε, αλλά δεν είχε αλλάξει καθόλου. Δεν είχε καταστραφεί όπως καταστράφηκε η Σαντορίνη.

Όταν γυρίζαμε, τη δεκαετία του ’80, η Ελλάδα ήταν πολύ πιο φτωχή. Όταν γύρισα το 2017, έβλεπες ότι υπήρχε ζωή. Έβλεπες ότι υπήρχε χρήμα για πρώτη φορά. Είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ και την Αθήνα για πρώτη φορά.

Και ναι, όταν σε αντιμετωπίζουν με εκτίμηση, είναι ξεχωριστό, γιατί ξέρω ότι το «Απέραντο Γαλάζιο» είχε μεγάλη επιτυχία εδώ… Δεν μπορείς παρά να νιώσεις ευτυχισμένος, όταν βρίσκεσαι σε έναν τόπο που οι άνθρωποι εκτιμούν το έργο σου.

-Έχετε σκηνοθετήσει και δικές σας ταινίες. Πείτε μας γι’ αυτό…

Ναι, έχω σκηνοθετήσει τρεις ταινίες σε τρία χρόνια. Ήμουν από τους πρώτους που γύρισαν σε ψηφιακό. Η μία γυρίστηκε στο Παρίσι, η δεύτερη λεγόταν “Lovers” και η τρίτη “Too Much Flesh”. Ήταν ένα κοινωνικό δράμα στο Ιλινόις, στην πόλη του πατέρα μου.

-Τελικά, ποια ήταν η δική σας εσωτερική ανάγκη που σας ώθησε στην τέχνη;

Το «Απέραντο Γαλάζιο» μου έδωσε την ευκαιρία να βρίσκομαι σε μια θέση που να μπορώ να πάρω ρίσκα. Πήρα ρίσκο να κάνω πράγματα με τα οποία ένιωθα πλήρης, κι αυτός είναι ο λόγος που έγινα ηθοποιός. Ήθελα να επαναστατήσω σε όλα όσα μας επιβάλλονται αδιακρίτως. Ήθελα να επαναστατήσω. Μεγάλωσα στην Καλιφόρνια, όντας ένας λευκός άνδρας με προνόμια. Ο πατέρας μου ήταν συνταγματάρχης στην Πολεμική Αεροπορία και ήταν με μια Γαλλίδα, είκοσι χρόνια νεότερή του, που ήταν κατά του πολέμου – και τσακώνονταν για αυτό. Έτσι ξεκίνησε η πολιτική μου συνείδηση. Γιατί στην πραγματικότητα… δεν είμαι Αμερικανός. Δεν είμαι ούτε Γάλλος. Γεννήθηκα σε στρατιωτική βάση στη Γερμανία. Οπότε, στην πραγματικότητα, δεν έχω εθνικούς δεσμούς. Τη δεκαετία του ’70 ο κόσμος στις ΗΠΑ αντιστάθηκε στην κυβέρνηση. Ένιωθες ότι μπορείς να αποφασίσεις μόνος σου.

-Αν είχατε την ευκαιρία να γυρίσετε πίσω, στην αρχή της καριέρας σας, θα ακολουθούσατε τον ίδιο δρόμο;

Η διαδρομή διαμορφώνεται για εσένα. Είναι συγκυρίες. Είναι τύχη. Είναι καθαρές συμπτώσεις. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να είσαι έτοιμος, όταν αυτές οι στιγμές έρθουν.

Θυμάμαι ότι ήμουν μόλις στην αρχή της καριέρας μου όταν γνώρισα το σκηνοθέτη του «Απέραντου Γαλάζιου», Λυκ Μπεσόν. Ο Κριστόφ Λαμπέρ επρόκειτο να παίξει το ρόλο του Ζακ στην ταινία, αλλά λίγο πριν από τα γυρίσματα αποσύρθηκε. Και ξαφνικά, ο Λυκ έψαχνε απεγνωσμένα αντικαταστάτη. Εγώ ήξερα γαλλικά, αγγλικά, ενώ είχα κάνει και καταδύσεις. Ήταν καθαρή σύμπτωση ότι επέλεξαν εμένα για το ρόλο.

Όταν βγήκε το «Απέραντο Γαλάζιο», οι κριτικοί τη φτύνανε. Τη μίσησαν. Αλλά το κοινό την αγάπησε. Κι αυτό έκανε όλη τη διαφορά. Ήταν το κοινό που πήγαινε και την έβλεπε, αυτό που της έδωσε σημασία.

Ξαφνικά, από το πουθενά, έγινα ήρωας για τους Γάλλους. Αλλά εγώ δεν μπορούσα να το αποδεχτώ εύκολα. Το πρόβλημα ήταν ότι ζητούσα πολλά από καλλιτεχνικής άποψης. Είχα αλαζονεία, ήταν κομμάτι της αμερικανικής μου ταυτότητας. Είχα σύμπλεγμα ανωτερότητας. Δεν μπορούσα να πάρω στα σοβαρά αυτό το γαλλικό «σταριλίκι» που μου προσέφεραν. Τους έλεγα: «Δεν είμαι Γάλλος». Μιλούσα γαλλικά, αλλά δεν ένιωθα ότι ανήκα εκεί.

-Ζείτε στη Γαλλία, αλλά έχετε δεσμούς με την Ελλάδα και με τις ΗΠΑ. Σήμερα βλέπουμε ότι συχνά ο πολιτισμός υποφέρει από περιορισμένη δημόσια χρηματοδότηση. Ποια είναι η γνώμη σας για την κατάσταση στο χώρο του πολιτισμού, όπως στον κινηματογράφο, τις εκθέσεις και γενικότερα;

Είναι καλή ερώτηση, γιατί δεν ξέρω πώς να απαντήσω.

Βλέπεις, στην Αμερική, η λέξη πολιτισμός δεν ενδιαφέρει κανέναν ιδιαίτερα. Ίσως να έχει κάποιο βάρος στη Νέα Υόρκη, στο Σαν Φρανσίσκο, σε μερικές πόλεις. Εκεί μπορεί να σημαίνει κάτι, να λειτουργεί ως σύνθεση των πόρων και των επιθυμιών μιας κοινωνίας μέσα από ένα έργο τέχνης.

Αλλά η έμπνευσή μου, όταν ήρθα στην Ευρώπη, ήταν το σινεμά των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Επαναστατικό. Ειδικά στη Γαλλία, με ανθρώπους όπως ο Γκοντάρ. Όμως, τότε συνειδητοποίησα ότι όσοι Γάλλοι ήξεραν τον Γκοντάρ στη Γαλλία, άλλοι τόσοι περίπου τον ήξεραν και στην Αμερική.

Έζησα στη Γαλλία, όταν εκλέχθηκε ο Μιτεράν – τότε ξαφνικά υπήρξε χρηματοδότηση για τον πολιτισμό. Και ήταν μια τυχερή συγκυρία. Όμως, παρά την ενίσχυση, κατάλαβα γρήγορα πως το γαλλικό σινεμά λειτουργεί σαν βιομηχανία, όχι σαν δημιουργική έκφραση. Η προτεραιότητα δεν είναι να φτιάξεις καλές ταινίες, αλλά να παράγεις ταινίες. Να λειτουργεί η «μηχανή».

Δε νομίζω ότι η Γαλλία έχει βγάλει πραγματικά σπουδαίες ταινίες τα τελευταία 20-25 χρόνια. Τίποτα στο επίπεδο του Lars von Trier, του Λάνθιμου.

Και το πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι σήμερα για να φτιάξεις μια ταινία, αντί να προσλάβεις 20 άτομα, προσλαμβάνεις 40, μόνο και μόνο για να απασχοληθεί κόσμος. Οπότε μια ταινία που θα μπορούσε να κοστίζει 500.000, φτάνει να κοστίζει 3 εκατομμύρια.

Και το χειρότερο; Δεν την κατέχεις ποτέ. Ο παραγωγός παίρνει χρήματα από τις τηλεοράσεις, που τα πήραν από τις τράπεζες. Όταν η ταινία τελειώσει, πουλάς δικαιώματα διανομής και χάνεις κάθε έλεγχο.

Έχω κάνει δικές μου ταινίες. Ξέρω πώς λειτουργεί το σύστημα. Ο παραγωγός δεν είναι πραγματικός παραγωγός. Παίρνει χρήματα, διεκπεραιώνει το έργο, καλύπτει τα έξοδα της χρονιάς και προχωρά στο επόμενο. Καμία αγάπη για την ταινία. Καμία καλλιτεχνική επιθυμία. Είναι απλά business.

-Άρα θεωρείτε ότι ο σύγχρονος πολιτισμός φθίνει;

Το βλέπω ξεκάθαρα: ο πολιτισμός εξαφανίζεται. Δεν πηγαίνω πια σινεμά. Κι αυτό δεν είναι απλώς θέμα ηλικίας. Είναι το φαινόμενο Walmart: ένα γιγαντιαίο αμερικανικό κατάστημα για φτωχούς. Πατάς μέσα και έχεις 15 είδη γάλακτος, 20 είδη τυριού, μια υπερπληθώρα από σαβούρα. Και στο τέλος δε θες να αγοράσεις τίποτα. Αυτό συμβαίνει τώρα και με την εικόνα. Μπαίνεις στο Netflix και χάνεις 45 λεπτά μόνο για να αποφασίσεις τι να δεις, γιατί όλα μοιάζουν ίδια, όλα είναι υπερπαραγωγές χωρίς ψυχή.

Και μου λείπει αυτό το παλιό, συλλογικό βίωμα: να βρίσκεσαι σε ένα σκοτεινό σινεμά, με άλλους ανθρώπους, και να μοιράζεστε την ίδια ιστορία. Ήταν σαν εκκλησία. Κι αυτό χάνεται.

Το βλέπω στο παιδί μου. Είναι μικρός, αλλά είναι μέσα στην τεχνολογία. Παίρνει τις ενδορφίνες του από την οθόνη του κινητού. Και αναρωτιέμαι: όταν περάσουν 20 χρόνια, θα έχει την υπομονή να διαβάσει Ντοστογιέφσκι; Δεν είμαι σίγουρος.

Είναι μια παράξενη εποχή, κι εγώ βρίσκομαι πλέον σε μια παράξενη κατάσταση, επειδή είμαι μεγαλύτερης ηλικίας πια. Έχω ένα νεότερο γιο, και θέλω να μπορώ να του μεταφέρω κάτι. Η μητέρα του είναι, επίσης, μια υπέροχη επαναστάτρια. Οπότε θέλω να τον κάνω να έχει το στοιχείο αυτό. Αλλά ποιος ξέρει… μπορεί να γίνει τραπεζίτης! (γέλια) Οπότε ίσως το συνδυάσουμε όλο αυτό με την τεχνολογία και την τεχνητή νοημοσύνη, και το πάμε αλλού. Δεν ξέρω πια!

-Μιλήσατε για αυτό στην ομιλία σας στην Καλαμάτα -για την τεχνητή νοημοσύνη στον κινηματογράφο και τη φωτογραφία. Ποια είναι η γνώμη σας για το πώς θα είναι τα πράγματα σε δέκα χρόνια από τώρα στη δουλειά σας, είτε στη φωτογραφία; Πώς πιστεύετε ότι θα επηρεαστούμε από αυτό;

Δεν ξέρω. Για κάποιον λόγο δε φοβάμαι την τεχνητή νοημοσύνη. Είναι σαν ένα τεράστιο Google που κάνει όλη τη δουλειά για σένα. Δε φέρνει κάτι καινούργιο.

Για μένα, είναι ένα εργαλείο. Αλλά εγώ, ως μεγαλύτερος πια, το αψηφώ, με την έννοια ότι δε με νοιάζει. Κι έχω μάθει να διατηρώ την ατομικότητά μου. Ακόμα κι αν είμαι φτωχός, δεν έχει σημασία. Οι επιλογές που έκανα ως ηθοποιός, τα ρίσκα που πήρα, μου έδωσαν χαρακτήρα. Μπορώ να είμαι φτωχός, ακόμα και άστεγος, δε με νοιάζει. Ξέρω ποιος είμαι. Και αυτή η γνώση είναι χρυσάφι. Αυτό αφήνεις πίσω σου. Όταν πεθαίνεις, αυτό φεύγει μαζί σου. Και θα ήθελα να πεθάνω χωρίς τίποτα, με τα χέρια άδεια.

Επίσης, πιστεύω ότι υπάρχει μια πραγματική χαρά μέσα στην απόλυτη άγνοια και στην αντίσταση απέναντι σε όλη αυτή την τεχνολογία – να μην την έχεις, να έχεις τα κότσια να αντισταθείς και να δεις τι θα γίνει. Γιατί σου την επιβάλλουν.

Και θα αλλάξει τον κόσμο, στ’ αλήθεια. Πολλές από τις δουλειές που υπήρχαν, πλέον μπορούν να γίνουν από την τεχνητή νοημοσύνη.

-Η Γαλλία, όπως και η Ελλάδα ή η Αμερική βιώνουν πολιτικές αναταραχές. Πιστεύετε ότι οι καλλιτέχνες έχουν ρόλο να μιλούν δημόσια; Να παρεμβαίνουν;

Δεν ξέρω. Ίσως πρέπει να δει κανείς τι κάνουν οι «μεγάλοι» καλλιτέχνες σήμερα, κι αν αυτό έχει όντως κάποιο αποτέλεσμα. Το πρόβλημα είναι ότι οι περισσότεροι είναι ελεγχόμενοι.

Θυμάμαι στις εκλογές τα στούντιο ανάγκασαν όλους τους ήρωες της Marvel να εμφανιστούν σε ένα κοινό Zoom. Ο Robert Downey Jr., όλοι τους. Και να πουν: «Υποστηρίζουμε την Kamala Harris». Ήταν η πρώτη φορά που τους είδα να δουλεύουν για τα λεφτά που βγάζουν. Γιατί παίρνουν τόσα πολλά, που δεν μπορούν πια να πάνε κόντρα στο σύστημα.

-Υπήρξαν, όμως, εποχές που οι καλλιτέχνες έπαιξαν καθοριστικό πολιτικό ρόλο. Το ’60 για παράδειγμα…

Ναι, τότε ήταν αλλιώς. Η Jane Fonda, ο Marlon Brando, ο Paul Newman, μιλάμε για πραγματικό θάρρος. Η Fonda πήγε στο Βόρειο Βιετνάμ. Υπάρχουν φωτογραφίες της πάνω σε τανκ του «εχθρού». Οι Αμερικανοί τη μίσησαν, τη φτύσανε. Ο πατέρας της, ο Henry Fonda, δεν της μιλούσε. Αλλά είχε δίκιο. Κι εμένα με ενέπνευσε.

Σήμερα; Βλέπεις τύπους, όπως ο Sean Penn, κι άλλους ηθοποιούς να συμπεριφέρονται σαν πολιτικοί… μα δεν είναι πολιτικοί. Η μόνη μας δύναμη είναι όταν παραμένουμε «κλόουν». Όταν είσαι ο κλόουν και σε ρωτήσουν, τότε μπορείς να μιλήσεις. Αλλά να βγεις έξω και να το παίξεις πολιτικός; Όχι.

Αλλά τώρα; Ο πρόεδρος είναι ένας ηθοποιός. Ο Τραμπ, ο οποίος έγινε γνωστός απ’ το “Apprentice”. Παίζει έναν ρόλο. Ο Ζελένσκι το ίδιο. Κι εγώ έφυγα από την Αμερική όταν βγήκε ο Ρίγκαν. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ένας ηθοποιός θα γινόταν πρόεδρος. Και τώρα… το Χόλιγουντ και η Ουάσινγκτον αντάλλαξαν θέσεις.

-Αν έπρεπε να περιγράψετε την Ελλάδα, ποιες λέξεις θα χρησιμοποιούσατε;

Δεν τη γνωρίζω σε βάθος, αλλά τη νιώθω. Την έχω αγγίξει μέσα από εμπειρίες, κυρίως μέσα από την επαφή μου με τη Γιουγκοσλαβία, εκεί έμαθα να καταλαβαίνω πράγματα που, ως Αμερικανός, δε θα είχα ποτέ σκεφτεί.

Η Ελλάδα έχει αυτό το μοναδικό, και το ένιωσα έντονα όταν ήρθα εδώ, όπως και στην Πορτογαλία: πρόκειται για παλιά, αυτοκρατορικά έθνη, που κάποτε υπήρξαν σπουδαία, αλλά τώρα δεν είναι πια τόσο σπουδαία. Και τι με αυτό; Υπάρχει μια ηρεμία, μια ταπεινότητα, που εκτιμώ βαθιά.

Γνωρίζω πόσο σημαντικό είναι για τους ανθρώπους να αναγνωρίζουν τη φυλή τους -κι αυτό είναι μια πραγματική φυλή. Στην Αμερική δεν έχουμε φυλή. Είμαστε μια χώρα που συγκροτείται με την προπαγάνδα, με το Χόλιγουντ, με την εικόνα. Όταν έρχεσαι στην Ελλάδα, δεν υπάρχει αυτή η ένταση. Έχετε δύο ή τρεις χιλιάδες χρόνια ιστορίας, που σβήνουν την Αμερική από το χάρτη. Και αυτή τη γνώση, αυτή τη σοφία, τη νιώθεις στους ανθρώπους και δε μετριέται με τίποτα άλλο…

Οπότε όταν έρχομαι εδώ, εκτιμώ την ηρεμία. Βρίσκω την Καλαμάτα πολύ ήρεμη για τα ελληνικά δεδομένα. Και βλέπω ότι υπάρχει σοφία, και αυτή η σοφία έρχεται μέσα από την ταπεινότητα.

Μιλώντας στην ημερίδα για την τεχνητή νοημοσύνη, οι συμμετέχοντες στο τέλος δεν έκαναν ελαφριές ερωτήσεις. Ήταν άμεσες ερωτήσεις, κι αυτό σημαίνει ότι έχετε ένα πραγματικό κοινό.

-Τι σημαίνει επιτυχία για εσάς; Εξακολουθεί να έχει την ίδια έννοια με αυτή που είχε στο ξεκίνημά σας;

Καλή ερώτηση. Για μένα, επιτυχία δεν είναι τα λεφτά. Επιτυχία είναι να μπορώ να μπαίνω στο μετρό και να κοιτάζω τους ανθρώπους, να παίρνω ενέργεια από τους ανθρώπους, να μην είμαι το κέντρο της προσοχής, να έχω τη δυνατότητα να σκέφτομαι μόνος μου, και να μπορώ να μοιράζομαι αυτή τη σοφία.

Ξέρεις, η επιτυχία είναι κάτι παράξενο. Ο μόνος τρόπος να το εξηγήσεις είναι μέσα από τη δύναμη του κινηματογράφου, κι αυτό φάνηκε όταν ο Τσάρλι Τσάπλιν επέστρεψε στην Αγγλία μετά δέκα χρόνια στο Χόλιγουντ και έγινε μια συγκέντρωση στο Χάιντ Παρκ. Υπήρχε τριπλάσιος κόσμος απ’ ό,τι για τον βασιλιά.

Αυτό λέει πολλά. Γιατί ξαφνικά όλος ο κόσμος έβλεπε ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν κάτι σημαντικό. Άρα η δύναμη της εικόνας υπάρχει. Είναι το πώς τη χρησιμοποιείς. Οπότε, νομίζω πως επιτυχία είναι να μπορείς να λες τη γνώμη σου.

Ίσως αυτό είναι και το ζητούμενο: να λες τη γνώμη σου. Αλλά δεν έχει να κάνει με το να βρίσκεσαι στα περιοδικά, γιατί εγώ πλέον ούτε στον κινηματογράφο πηγαίνω. Για μένα, οι τελευταίοι πραγματικά σπουδαίοι σταρ ήταν αυτοί της δεκαετίας του ’70.

Υπήρχαν κάποιοι, όπως ο Ντάστιν Χόφμαν, που συνέχισαν, αλλά οι σταρ του σήμερα… δεν μπορώ καν να σου πω ποιος είναι ποιος. Είναι καλοί ηθοποιοί, αλλά κάνουν ανοησίες.

-Υπάρχουν μελλοντικά σχέδια για σινεμά ή φωτογραφία;

Αυτή τη στιγμή είναι δύσκολα, γιατί πρέπει να δουλεύω για να ταΐζω το παιδί μου. Έχω παίξει το ρόλο του επαναστάτη -κι αυτό κάποιες φορές μου γυρίζει μπούμερανγκ. Δε φοβάμαι, αλλά ξέρω ότι δεν παίζω το παιχνίδι. Δεν είμαι στη λίστα εκείνων που είναι υπέρ του σιωνισμού, οπότε αυτό σημαίνει πως δεν πρόκειται να δουλέψω και πολύ. Θα το παλέψω. Δε με νοιάζει.

Έχω ζήσει την καριέρα μου. Ελπίζω ως καλλιτέχνης, ως ηθοποιός, να είμαι πολύ καλύτερος απ’ ό,τι ήμουν πριν από 30 χρόνια, και πιστεύω πως έχω κάτι ουσιαστικό να προσφέρω. Και υπάρχουν κάποιοι που το βλέπουν, οπότε θα είμαι έτοιμος για αυτούς. Πρέπει να διατηρηθώ ως ένας καλός άνθρωπος, κι αυτό από μόνο του είναι ήδη πάρα πολλά. Και το κάνω, γιατί κάθε μέρα πρέπει να το αντιμετωπίζω, δεν έχω μια περιουσία πίσω μου. Δεν ξέρω πώς θα είναι το μέλλον.

Σε δύο χρόνια θα βγω σε σύνταξη, αλλά ποιος ξέρει, μπορεί να πέσει η γαλλική κυβέρνηση και να μην πάρω ποτέ τη σύνταξη (γέλια). Εγώ ήμουν ένα παιδί της δεκαετίας του ’70. Η επανάσταση που ένιωσα απέναντι στον πόλεμο στο Βιετνάμ ήταν που μου δημιούργησε την επιθυμία να γίνω ηθοποιός, γιατί πίστευα πως οι ηθοποιοί ήταν οι προφήτες της εποχής. Δεν πίστεψα ποτέ ότι θα γίνω επιτυχημένος. Όταν είπα στον πατέρα μου στο τηλέφωνο ότι θέλω να γίνω ηθοποιός, επικράτησε απόλυτη σιωπή…

Της Χριστίνας Μανδρώνη

*Συμπτωματικά απόψε είναι η τελευταία θερινή προβολή της Κινηματογραφικής Λέσχης Καλαμάτας και θα προβληθεί η ταινία «Απέραντο Γαλάζιο». Όσοι αναπολούν τα υπέροχα πλάνα της Αμοργού –και όχι μόνο- μπορούν να ξαναδούν ή να γνωρίσουν την ταινία στις 9.00 μ.μ. στον υπαίθριο χώρο του ξενοδοχείου “Vista Marina”.