Ανησυχίες για την κατάχωση των αρχαίων της Υπαπαντής

Ανησυχίες για την κατάχωση  των αρχαίων της Υπαπαντής

Απαντήσεις για τον τρόπο και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν ζητά ο γεωτεχνικός Μιχάλης Αντωνόπουλος

Έντονο προβληματισμό προκαλεί επιστολή του γεωλόγου – γεωτεχνικού Περιβάλλοντος, Μιχάλη Αντωνόπουλου, σχετικά με τον τρόπο και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατάχωση των αρχαιολογικών ευρημάτων επί της οδού Χρυσοστόμου Θέμελη στην Καλαμάτα, εκεί που έχουν αποκαλυφθεί τμήματα των τειχών των αρχαίων Φαρών.

Η επιστολή, η οποία απευθύνεται στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας και κοινοποιείται στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) και το Δήμο Καλαμάτας, ζητά επίσημη διερεύνηση για το αν η μέθοδος και τα υλικά που εφαρμόστηκαν πληρούν τις διεθνώς αναγνωρισμένες προδιαγραφές προστασίας αρχαιολογικών χώρων.

Αμφιβολίες
Σύμφωνα με τον κ. Αντωνόπουλο, κατά την αυτοψία που πραγματοποίησε στην περιοχή, τα αρχαιολογικά κατάλοιπα καλύφθηκαν με πλαστικό φύλλο και στη συνέχεια με μίγμα άμμου, χαλίκων και γαιωδών υλικών.

Όπως επισημαίνει, η επιλογή αυτών των υλικών δημιουργεί ένα υψηλά διαπερατό στρώμα, το οποίο επιτρέπει τη διείσδυση και την ανύψωση του υπόγειου νερού μέσα στην κατάχωση.

Η συγκεκριμένη μέθοδος, υπογραμμίζει ο γεωλόγος, είναι ιδιαίτερα προβληματική για ένα σημείο που βρίσκεται πολύ κοντά στον ποταμό Νέδοντα, καθώς η στάθμη του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα παρουσιάζει σημαντικές εποχιακές διακυμάνσεις. «Αυτό σημαίνει ότι τα αρχαιολογικά ευρήματα εκτίθενται σε εναλλαγές ύγρανσης και αποστράγγισης», αναφέρει χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πως αυτή η διαδικασία μπορεί να προκαλέσει:

-διάβρωση και αποσάθρωση των λίθων και των κονιαμάτων

-οξείδωση των δομικών στοιχείων

-σχηματισμό αλάτων και ρύπανση από τα διεισδύοντα νερά.

Η διεθνής πρακτική
Ο κ. Αντωνόπουλος επικαλείται τα διεθνή πρωτόκολλα της UNESCO και της ICCROM, τα οποία καθορίζουν σαφείς προδιαγραφές για την προσωρινή κατάχωση αρχαιολογικών χώρων.

Σύμφωνα με αυτά, τα υλικά που χρησιμοποιούνται πρέπει να είναι χαμηλής διαπερατότητας, όπως αργιλικά ή λεπτοϊλυώδη εδάφη, ή να τοποθετείται γεωμεμβράνη στεγανοποίησης (με συντελεστή περατότητας μικρότερο του 10⁻⁷ m/s) σε συνδυασμό με γεωύφασμα προστασίας.

Η πρακτική αυτή, εξηγεί, εξασφαλίζει σταθερό μικροπεριβάλλον για τα ευρήματα, αποτρέποντας τις εναλλαγές υγρασίας που οδηγούν σε φθορά. Αντίθετα, η χρήση άμμου και χαλίκων, αν και χημικά αδρανής, δημιουργεί υδροδυναμικό περιβάλλον με υψηλό ρυθμό κυκλοφορίας νερού, το οποίο επιτείνει τη φυσικοχημική διάβρωση.

Φυσικό περιβάλλον και διατήρηση για 3.000 χρόνια
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρατήρησή του ότι τα τείχη των αρχαίων Φαρών είχαν διατηρηθεί επί τρεις χιλιετίες χάρη στην ύπαρξη φυσικών αργιλικών ιζημάτων στην περιοχή, τα οποία προστάτευαν από την υγρασία.

Η σημερινή πρακτική, τονίζει ο γεωλόγος, αντιστρέφει πλήρως αυτή τη φυσική προστασία, εκθέτοντας τα ευρήματα σε συνθήκες διαρκούς διαβροχής.

Ο ίδιος επισημαίνει, επίσης, ότι κατά τη διάρκεια της κατάχωσης παρατηρήθηκε συγκέντρωση νερού μέσα στα σκάμματα, καθώς και πλευρικές εισροές από τα ανάντη, γεγονός που εντείνει τους κινδύνους αστάθειας και φθοράς, καθώς μέρος των τειχών είναι βυθισμένα στο νερό.

Με βάση όλα αυτά, ο κ. Αντωνόπουλος ζητά:

-Να ελεγχθεί αν η μέθοδος και τα υλικά κατάχωσης είναι σύμφωνα με τις διεθνείς προδιαγραφές συντήρησης

-Να δοθεί στη δημοσιότητα η τεχνική μελέτη ή η έκθεση που τεκμηριώνει την επιλογή των συγκεκριμένων υλικών και τη διαδικασία εφαρμογής

-Να γίνει επανεκτίμηση της κατάχωσης με τη συμμετοχή ειδικών επιστημόνων – γεωλόγου, υδρογεωλόγου και συντηρητή αρχαιολογικών υλικών – ώστε να διασφαλιστεί η μακροχρόνια προστασία των τειχών.

Ο κ. Αντωνόπουλος καλεί τις αρμόδιες υπηρεσίες να αντιμετωπίσουν το ζήτημα «με τη δέουσα προσοχή και επιστημονική ευθύνη», επισημαίνοντας ότι η προστασία των ευρημάτων δεν είναι μόνο αρχαιολογικό, αλλά και γεωτεχνικό και περιβαλλοντικό ζήτημα.

Με ενδιαφέρον αναμένεται η αντίδραση – απάντηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας και του ΚΑΣ, καθώς και η πιθανή ανάληψη πρωτοβουλιών για επαναξιολόγηση των τεχνικών επιλογών που έγιναν στο πεδίο.

Της Βίκυς Βετουλάκη