Απάτες και στη Μεσσηνία από τη μεγάλη σπείρα των τσιγγάνων

Απάτες και στη Μεσσηνία από τη μεγάλη σπείρα των τσιγγάνων

Με καταγωγή από Καλαμάτα δυο εκ των συλληφθέντων
 
 
Δράση και στη Μεσσηνία είχε η μεγάλη εγκληματική οργάνωση τσιγγάνων που εξαρθρώθηκε από την Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Δυτικής Αττικής για σωρεία απατών, είτε με πωλήσεις οχημάτων είτε με αγορές εμπορευμάτων από ανυποψίαστες εταιρείες.
Επίσης, δύο από τα 33 μέλη που συνελήφθησαν, ένας άντρας και μια γυναίκα, έχουν καταγωγή από την Καλαμάτα. Πρόκειται για μια 26χρονη γυναίκα και έναν 34χρονο άντρα, που έχουν δηλώσει τόπο κατοικίας τη Νέα Κίο Αργολίδας.
Από τη μέχρι στιγμής έρευνα των αστυνομικών Αρχών στην Αθήνα έχει εξακριβωθεί ότι η σπείρα έχει εξαπατήσει ένα Μεσσήνιο για την αγορά μιας μοτοσικλέτας, καταφέρνοντας να του αποσπάσουν 500 ευρώ. Επίσης, επιχείρησαν να εξαπατήσουν άλλον ένα Μεσσήνιο για αγορά αυτοκινήτου, αλλά δεν τα κατάφεραν. Κατάφεραν, όμως, να εξαπατήσουν επιχείρηση στην Καλαμάτα και να προμηθευτούν τον Οκτώβριο του 2017, εν όψει ελαιοκομικής περιόδου, 630 ελαιόπανα, αξίας περίπου 15.000 ευρώ.
 
Επιχείρηση με 200 αστυνομικούς
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε ο εκπρόσωπος Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας, αστυνομικός υποδιευθυντής Θεόδωρος Χρονόπουλος, τα ξημερώματα της Τετάρτης πραγματοποιήθηκαν συντονισμένες επιχειρήσεις στις περιοχές Βλυχό Μεγάρων, Ζευγολατιό Κορινθίας, Κουτσοπόδι και Νέα Κίο Αργολίδας. Συνελήφθησαν συνολικά 33 Έλληνες (ηλικίας από 19 έως 72 ετών), στη συντριπτική τους πλειοψηφία Ρομά, μεταξύ των οποίων οι πέντε αρχηγοί. Επιπλέον, ταυτοποιήθηκαν και αναζητούνται τέσσερα από τα βασικά μέλη και 23 από τα περιφερειακά μέλη (ηλικίας από 22 έως 71 ετών).
Στις επιχειρήσεις συμμετείχαν περισσότεροι από 200 αστυνομικοί της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Δυτικής Αττικής, της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, της Διεύθυνσης Αστυνομίας Δυτικής Αττικής, της Διεύθυνσης Αστυνομικών επιχειρήσεων Αττικής, της Διεύθυνσης Ειδικών Αστυνομικών Δυνάμεων, της Αστυνομικής Διεύθυνσης Κορινθίας, της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αργολίδος, ομάδες ΟΠΚΕ, διμοιρία ΔΙ.Α.Τ. και συνοδοί αστυνομικών σκύλων.
Από τη μέχρι στιγμής έρευνα προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι από το 2015, μέχρι και σήμερα, έχουν διαπράξει περισσότερες από 237 αξιόποινες πράξεις, έχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος το οποίο εκτιμάται ότι υπερβαίνει κατά πολύ τα 2.000.000 ευρώ.
Παράλληλα, εξετάζεται η συμμετοχή τους σε εκατοντάδες ακόμη παράνομες πράξεις που έχουν διαπραχθεί με την ίδια μεθοδολογία σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Ορισμένοι δε από τους συλληφθέντες εμπλέκονται σε 41 ακόμη αξιόποινες πράξεις σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Καθώς κάποιοι από τους συλληφθέντες έχουν ξαναπασχολήσει με παρόμοια αδικήματα, η εμπειρία ετών στο συγκεκριμένο «αντικείμενο» και τα λάθη του παρελθόντος τούς οδήγησαν στη χρήση μιας σύνθετης και πολυδιάστατης μεθοδολογίας δράσης, η οποία εφαρμοζόταν απαρέγκλιτα με τη μορφή τέλεσης δύο διαφορετικών ειδών απατών. Η μία αφορούσε στην πώληση οχημάτων και η άλλη στην αγορά εμπορευμάτων.
 
Πωλήσεις οχημάτων
Οι δράστες αναρτούσαν σε διαδικτυακές ιστοσελίδες ψευδείς αγγελίες πώλησης παντός τύπου μεταχειρισμένων οχημάτων και εξαρτημάτων σε ιδιαίτερα συμφέρουσες τιμές, αρκετά χαμηλότερες σε σχέση με αυτές της υπόλοιπης αγοράς, προσελκύοντας έτσι το ενδιαφέρον πληθώρας υποψήφιων αγοραστών.
Αναρτούσαν προς πώληση οχήματα παλαιάς και νέας τεχνολογίας, οικονομικά και πολυτελή, μηχανές μικρού και μεγάλου κυβισμού, αυτοκίνητα Ι.Χ.Ε. και Ι.Χ.Φ., τροχόσπιτα, αγροτικούς ελκυστήρες (τρακτέρ), τροχόσπιτα, νταλίκες, επικαθήμενα, ανατρεπόμενες καρότσες, μηχανήματα έργων, φορτωτές, κλαρκ, σκάφη αναψυχής κ.ά.
Τις φωτογραφίες των οχημάτων προμηθεύονταν είτε από το ίντερνετ, από ήδη υπάρχουσες αγγελίες εσωτερικού ή εξωτερικού, είτε από προσωπική τους έρευνα.
Σε ελάχιστες περιπτώσεις είχαν αναρτήσει και αγγελίες πώλησης μουσικών οργάνων και κινητών τηλεφώνων.
Στις αγγελίες δήλωναν ότι το προς πώληση όχημα βρίσκεται σε απομακρυσμένη περιοχή (συνήθως νησί), με σκοπό οι υποψήφιοι αγοραστές να μη δηλώσουν πρόθεση για έλεγχό του.
Στους ενδιαφερόμενους αγοραστές προσποιούνταν τους καταξιωμένους επιχειρηματίες, ιδιοκτήτες στόλου οχημάτων, τα οποία συνήθως «δεν είχαν ανάγκη», για να δικαιολογήσουν την πώληση σε χαμηλή τιμή. Επιστράτευαν συνεργούς τους που είχαν επιφορτισθεί με το ρόλο του υποτιθέμενου λογιστή ή του οδηγού της μεταφορικής εταιρείας που θα τους παρέδιδε το προς πώληση όχημα.
Επίσης, προσποιούνταν τους εύπορους και προστατευτικούς γονείς, οι οποίοι πωλούσαν σε χαμηλή τιμή όχημα το οποίο χρησιμοποιείται από το παιδί τους, είτε επειδή φοβούνται τροχαίο ατύχημα (ιδίως σε περιπτώσεις πώλησης μηχανών μεγάλου κυβισμού) είτε επειδή το παιδί τους έχει μετοικήσει ή πρόκειται να μετοικήσει στο εξωτερικό.
Παρουσιάζονταν ιδιαίτερα διαλλακτικοί και δεκτικοί στη διαπραγμάτευση, κερδίζοντας εύκολα την εμπιστοσύνη του θύματος και όταν έρχονταν σε προφορική συμφωνία για την αγοραπωλησία, αξιολογούσαν το επίπεδο ευκολοπιστίας του και ανάλογα αποσπούσαν όσα περισσότερα χρήματα μπορούσαν.
Αρχικά αποσπούσαν χρηματικό ποσό ως προκαταβολή για την αγορά του οχήματος, την κατοχύρωσή του λόγω της μεγάλης ζήτησής του από έτερους υποψήφιους αγοραστές και τη διαγραφή της αγγελίας πώλησης.
Στη συνέχεια, αποσπούσαν όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα με τη χρήση διάφορων προσχημάτων, όπως πληρωμή ΦΠΑ, έκδοση τιμολογίων, πληρωμή των μεταφορικών εξόδων, πληρωμή των εξόδων μεταβίβασης.
Σε πολλές περιπτώσεις, προκειμένου να κερδίσουν την εμπιστοσύνη κάποιου δύσπιστου θύματος, χρησιμοποιούσαν το τέχνασμα της εικονικής επιστροφής χρημάτων.
Μάλιστα, είχαν εξελίξει τη δράση τους: αφού έβρισκαν αληθινές αγγελίες οχημάτων, επικοινωνούσαν με τους αληθινούς πωλητές και, προσποιούμενοι τους ενδιαφερόμενους, αντλούσαν στοιχεία του οχήματος. Στη συνέχεια, δημοσίευαν δική τους αγγελία και παρουσιάζονταν αυτοί ως πωλητές με τα στοιχεία που είχαν αντλήσει από τους πραγματικούς.
Όσο για την «ιντερνετική» δουλειά της οργάνωσης συνδέονταν στο διαδίκτυο από καταστήματα ή δημόσιους χώρους.
Σε ορισμένες περιπτώσεις που κάποιος αντιλήφθηκε την απάτη και επικοινώνησε μαζί τους, δε δίστασαν να απειλήσουν τη ζωή του, προκειμένου να τον αποτρέψουν να πάει στην Αστυνομία.
 
Αγορές εμπορευμάτων
Στην άλλη μορφή απάτης, οι δράστες έρχονταν σε επαφή με επιχειρήσεις, αλλά και με ιδιώτες, υποδυόμενοι τους υποψήφιους αγοραστές και αποσπούσαν εμπορεύματα και διάφορα αντικείμενα.
Με τη χρήση της μεθόδου αυτής απέσπασαν τουλάχιστον 430 μουσαμάδες, 630 ελαιόπανα από επιχείρηση της Καλαμάτας, 645 κιλά κατεψυγμένων θαλασσινών, πριν από τη Σαρακοστή, καθώς και 900 κιλά ξηρών καρπών, 102 κιλά καφέ, 60 φιάλες ποτού ουίσκι, διάφορα ανταλλακτικά αυτοκινήτων και άλλα αντικείμενα.
Συγκεκριμένα, τηλεφωνούσαν ή έστελναν μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή παρουσιάζονταν αυτοπροσώπως σε επιχειρήσεις ή ιδιώτες που εμπορεύονταν προϊόντα που τους ενδιέφεραν. Κατά την περίπτωση της αυτοπρόσωπης εμφάνισης το ρόλο επωμίζονταν μέλη της οργάνωσης που τοποθετούνταν χαμηλά στην ιεραρχία της. Στη συνέχεια, υψηλότερο στην ιεραρχία μέλος ανέφερε τηλεφωνικά στο υποψήφιο θύμα ότι τα προαναφερόμενα άτομα ήταν υπάλληλοι της υποτιθέμενης επιχείρησής του.
Αφού έρχονταν σε προφορική συμφωνία και ολοκληρωνόταν η παραγγελία, κατάρτιζαν πλαστό αποδεικτικό εικονικού εμβάσματος προς το λογαριασμό του θύματος, το οποίο στη συνέχεια τους έστελναν ως απόδειξη εξόφλησης της παραγγελίας.
Συχνά έλεγαν στα θύματά ότι τα χρήματα που κατέθεσαν θα φανούν στο λογαριασμό έπειτα από λίγες ημέρες και τα υποψήφια θύματα πείθονταν κι έστελναν στους δράστες το εμπόρευμα που είχαν παραγγείλει, είτε με λεωφορείο είτε με μεταφορική, ανάλογα με τον όγκο. Σε πολλές δε περιπτώσεις η παράδοση έγινε σε καταυλισμό που διέμεναν τσιγγάνοι.
Για τις επικοινωνίες και για να δυσχεραίνουν τον εντοπισμό τους, προμηθεύονταν και χρησιμοποιούσαν μεγάλο αριθμό «επιχειρησιακών» τηλεφωνικών συνδέσεων και συσκευών.
Τα δε ποσά που κατετίθεντο στους λογαριασμούς τους αφαιρούνταν άμεσα από τον αρχικό λογαριασμό, προκειμένου να μη τα χάσουν σε περίπτωση μπλοκαρίσματός του από την τράπεζα.
Τα αρχηγικά και βασικά μέλη της οργάνωσης διαβιούσαν πλουσιοπάροχα, διαχειρίζονταν υπέρογκα χρηματικά ποσά, διέμεναν σε πολυτελείς κατοικίες και οδηγούσαν αυτοκίνητα μεγάλης ιπποδύναμης, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση σε αυτοκίνητα συγκεκριμένης μάρκας. Ήταν δε και καλοί πελάτες των καζίνο.
 
 
Της Βίκυς Βετουλάκη