Έρπουσα διαφθορά και οικονομία


 

 

Του Νίκου Ευστρ. Μαραμπέα

 

Αν η διαφθορά είχε μόνο ποσοτικό περιεχόμενο, θα ήταν μικρό το κακό. Γιατί με συνειδητή προσπάθεια των κυβερνώντων θα ήταν δυνατή η καταπολέμησή της. Δυστυχώς, η διαφθορά έχει και ποιοτικό περιεχόμενο. Με αυτό τον όρο εννοώ τον τρόπο σκέψης σε καθημερινού χαρακτήρα ενέργειες, που τελικά περνάει στην πράξη. Αυτή την ονομάζω έρπουσα διαφθορά.

 

Η αντιμετώπιση της είναι δύσκολη, γιατί απαιτεί γενικευμένου χαρακτήρα προγραμματισμούς, αλλά και μακροχρόνιας αναμονής αποτελέσματα. Και πάντα με την προϋπόθεση ότι το πολιτικό και εκπαιδευτικό περιβάλλον θα στέλνει σταθερά μηνύματα καταπολέμησής της για μακρό χρονικό διάστημα, αφού έχει προηγηθεί η εκδήλωση της συνειδητής βούλησης και έχει πείσει τους πολίτες ότι η καταπολέμηση της διαφθοράς αποτελεί πρώτιστο εθνικό καθήκον. Αλλιώς από το βούλιαγμα στους βάλτους της διαφθοράς θα πνιγούμε σύντομα όλοι, το έθνος και πολίτες του.
Ίσως κάποιοι από τους φίλους αναγνώστες δε συμφωνήσουν με αυτές τις απόψεις. Αλλά τα οικονομικά στοιχεία είναι αδιάψευστα και οδηγούν στα συμπεράσματα που προανέφερα. Εννοώ τα στοιχεία που δείχνουν ότι οι καταθέσεις των ιδιωτών σε τράπεζες εσωτερικού ή εξωτερικού είναι διπλάσιες από το δημόσιο χρέος που δημιουργήθηκε στο ίδιο χρονικό διάστημα. Το πρώτο συμπέρασμα από αυτά τα στοιχεία είναι ότι ένα μεγάλο μέρος από τις καταθέσεις αυτές μεταφέρθηκαν σε ιδιώτες από τα χρήματα που δανειστήκαμε και τις λοιπές δαπάνες του κράτους. Ασφαλώς η μεταφορά αυτή έγινε με κάποιου είδους αντιπαροχή των ιδιωτών προς το κράτος. Από το ύψος, όμως, των καταθέσεων προκύπτει λογικά ότι το έργο που προσφέρθηκε και τα χρήματα που καταβλήθηκαν γι’ αυτό δεν ήταν αντίστοιχα. Γιατί, αν αυτό συνέβαινε, θα δημιουργείτο στο κράτος η δυνατότητα για ξεπληρωμή των δανεικών του.

 

Δε συμφωνώ με την άποψη ότι όλοι οι πολιτικοί πλούτισαν αξιοποιώντας για ιδιωτικό χρηματικό όφελος τις δυνατότητες που τους έδινε η διαχείριση των κοινών υποθέσεων. Όμως, πολλοί από αυτούς, στο όνομα της πολιτικής τους καριέρας, προτίμησαν λύσεις διαχείρισης που ευνοούσαν τη διατήρηση της θέσης που κατείχαν. Τόσο με τις επιλογές προσώπων που δε διέθεταν δυνατότητες για αυξημένες αποδοτικότητες όσο και με επιλογές λύσεων στα θέματα της αρμοδιότητάς τους που πολύ απείχαν από το να είναι οι άριστες. Οι ωφελούμενοι απ’ αυτές τις επιλογές εισέπρατταν αμοιβές πολύ υψηλότερες από την προσφορά έργου που παρείχαν, διαμορφώνοντας έτσι την ευρεία βάση της διαφθοράς ποιοτικού χαρακτήρα που προανέφερα.

 

Τελικά, απ’ αυτές τις μακροχρόνιου χαρακτήρα επιλογές δημιουργήθηκε η παγιωμένη αντίληψη στο μέσο πολίτη ότι είναι θεμιτό να δικαιούται και να διεκδικεί περισσότερα από την αξία που έχει το προσφερόμενο έργο του. Είναι η αντίληψη του μη προνομιούχου, που ήταν το κυρίαρχο πολιτικό σύνθημα δεκαετιών. Ήταν ταυτόχρονα, όμως, και η κύρια βάση της έρπουσας διαφθοράς που διείσδυσε βαθιά στο κοινωνικό σώμα. Γιατί δημιούργησε τη λογική ότι τελικά κανένας δεν είναι προνομιούχος και όλοι δικαιούνται να έχουν ολοένα και υψηλότερες αμοιβές!

 

Δυστυχώς, αυτές οι αντιλήψεις, παρά τις λίγες φιλότιμες προσπάθειες για καταπολέμησή τους, συνεχίζονται με μειωμένη ίσως ένταση, κατά τα τρία και πάνω τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης. Και ανατροφοδοτούν, στο όνομα του ίδιου χαρακτήρα «πολιτικών συμφερόντων», την έρπουσα διαφθορά. Διαμορφώνεται έτσι ένας νέος λαϊκισμός, που, τελικά, εμποδίζει τον απλό πολίτη να ξεφύγει από τη σύγχυση και να προβληματιστεί πάνω στα ουσιαστικά δεδομένα της κοινωνικής και οικονομικής κατάπτωσης της χώρας. Ένας λαϊκισμός, όμως, που οδηγείται σε αδιέξοδο, αφού δεν υπάρχει η δυνατότητα να δημιουργήσει μέσω δανείων ευνοϊκά οικονομικά αποτελέσματα για τους πολίτες. Το μόνο που μπορεί να δημιουργήσει είναι αγανάκτηση που θα στρέφεται με κατάλληλους χειρισμούς εκεί που οι χειριστές του τον κατευθύνουν. Το «εκεί» για μένα σημαίνει την κατεύθυνση της πολιτικής εξουσίας που επιδιώκουν να καταλάβουν οι ελίτ που τον υποκινούν. Ελίτ που σε ένα μεγάλο μέρος συμμετείχαν στην εξουσία και κατά την προηγούμενη φάση έκρηξης λαϊκισμού, εκείνη που οδήγησε στην κοινωνική και οικονομική κρίση που βρισκόμαστε. Αυτή η διαδρομή, όμως, είναι αδιέξοδη, γιατί διαμορφώνει τις απαρχές συγκρούσεων των κοινωνικών ομάδων, που το τελικό τους αποτέλεσμα είναι βαθιές πληγές στην εθνική μας οντότητα. Αυτονόητα προβάλλει το χρέος όλων μας να συμβάλλομε στην αποφυγή τους. Μας φθάνουν οι προηγούμενες τόσο βαθιές πληγές, που η ανάμνησή τους είναι ακόμα νωπή και οδυνηρή!