Υπάρχουν ήρωες του αγώνα του 1821 που έδωσαν τα πάντα για την Ελλάδα, αλλά οι κακόβουλοι άνθρωποι τους παραγκώνισαν και τους ξέχασαν, για πολιτική σκοπιμότητα, και όχι μόνο:
Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς
Ο δοξασμένος αυτός ήρωας συμπατριώτης μας γεννήθηκε στη Μεγάλη Αναστάσοβα της Μεσσηνίας το 1782. Όταν οι Τούρκοι σκότωσαν τον πατέρα και τον αδελφό του, παιδί ακόμα πήγε στα βουνά κοντά στο θείο του, Θοδωράκη Κολοκοτρώνη. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες. Στην Καλαμάτα, στο Βαλτέτσι, στα Δολιανά, στην Τρίπολη και αλλού. Οι ηρωικές του πράξεις τού είχαν δώσει το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος».
Οι ηρωισμοί του βάδιζαν αγκαλιά με την αξιοπρεπή τιμιότητά του. Δεν καταδεχόταν ποτέ να πάρει λάφυρα από τα πεδία των νικηφόρων μαχών.
Τo 1839, επί Βασιλείας Όθωνος, συκοφαντήθηκε ότι συνωμοτούσε εναντίον της Βασιλείας και φυλακίστηκε. Ο ιστορικός Ιωάννης Κουμπούρογλου γράφει ότι στη φυλακή υπέστη πολλές ταλαιπωρίες, με αποτέλεσμα να προσβληθεί από ζακχαρώδη διαβήτη, ο οποίος υπήρξε και η αιτία της τύφλωσής του.
Όταν το 1841 αποφυλακίστηκε με την επέμβαση του Μακρυγιάννη, ήταν σχεδόν τυφλός.
Όταν τον αντίκρισε η κόρη του Σοφία, έπαθε «σοκ» και άρχισε να λέει ασυνάρτητα λόγια. Έπειτα από λίγο τρελάθηκε.
Το δράμα του ήρωα συνεχίστηκε. Έπρεπε να συντηρεί την άρρωστη γυναίκα του και τον εαυτό του, χωρίς να έχει καμία κρατική βοήθεια. Έτσι αναγκάστηκε να επαιτεί στους δρόμους του Πειραιά και, κυρίως, μπροστά απ’ την εκκλησία «Ευαγγελίστρια». Πέθανε το 1849 σ’ ένα υπόγειο του Πειραιά, με την πίκρα της εγκατάλειψης και της αχαριστίας των ανθρώπων.
Η «άπτερος νίκη» τον δαφνοστεφάνωσε και η ιστορία του έθνους υμνεί τα ηρωικά του κατορθώματα και τον ευγνωμονεί.
Οδυσσέας Ανδρούτσος
Γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1790 και πέθανε στην Αθήνα το 1852. Υπήρξε κορυφαίος οπλαρχηγός του αγώνα του 1821. Δοξάστηκε στο Χάνι της Γραβιάς, εναντίον του Ομέρ Βρυώνη και στα στενά της Μεγαρίδος, εμποδίζοντας την υποχώρηση του Δράμαλη.
Το 1823 στην Ακράτα κατέστρεψε και τα υπολείμματα του Δράμαλη.
Το 1824, αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητά της κατάστασης που επικρατούσε μεταξύ κυβέρνησης Κωλέττη και στρατιωτικών, θέλησε να χαλιναγωγήσει τους πολιτικούς και τότε ενεπλάκη και κατηγορήθηκε ως προδότης.
Οδηγήθηκε σιδεροδέσμιος σε φυλακή – σπηλιά της Ακρόπολης, δεξιά από την είσοδο των Προπυλαίων.
Στις 5 Ιουνίου του 1825 βρίσκεται νεκρός, πεσμένος κάτω απ’ τον Ιερό Βράχο.
Οι κυβερνητικές εφημερίδες έγραψαν τότε ότι σκοτώθηκε προσπαθώντας να δραπετεύσει. Λίγα χρόνια αργότερα, όμως, η «θεία δίκη» θέλησε να ξεσκεπάσει τους κυβερνητικούς δολοφόνους (Γιάννη Γκούρο και άλλους τρεις) που τον στραγγάλισαν και πέταξαν το πτώμα του κάτω απ’ την Ακρόπολη.
Ο δεσμοφύλακας Κων. Καλαντζής είδε κρυμμένος, μετά την αλλαγή της βάρδιάς του, τέσσερις άνδρες, με επικεφαλής το πρώην πρωτοπαλίκαρό του Γιάννη Γκούρα, να μπαίνουν ξημερώματα στο κελί του σιδηροδέσμιου Ανδρούτσου.
«Ωρέ, ξέρω καλά ποιος σας έστειλε και γιατί ήρθατε τέτοια ώρα εδώ μέσα. Αυτούς δεν τους συνερίζομαι, μα, συ, μωρέ Γιάννη, γιατί;».
Ο Ανδρούτσος δολοφονήθηκε και το πτώμα του πετάχτηκε στο κενό, κάτω απ’ την Ακρόπολη, για να φανεί σαν αποτυχημένη απόδραση. Η κηδεία του την επομένη – σύμφωνα με την ομολογία του Καλαντζή – ήταν χειρότερη κι απ’ του τελευταίου κατάδικου.
Μαντώ Μαυρογένους
Γεννήθηκε στην Τεργέστη το 1796 και πέθανε στην Πάρο το 1840. Πάμπλουτη κληρονόμος απ’ τον πατέρα της Νικόλαο Μαυρογένη, μεγαλέμπορο της Τεργέστης και Σπαθάρη της Μολδαβίας.
Με την έκρηξη του Αγώνα, διαπνεόμενη από τα ιδανικά του, εξόπλισε πλοία με έξοδά της και κατεδίωξε τους πειρατές που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Καρυστίας και αργότερα στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα και στη Λειβαδιά, μαζί με το Γρηγόρη Σάλα.
Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, ξεσήκωσε τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας και πετυχαίνοντας συμπαράσταση στους κατεστραμμένους πληθυσμούς της Ελλάδος. Για τον Αγώνα διέθεσε όλη την περιουσία που κληρονόμησε απ’ τον πλούσιο πατέρα της.
Για τις θυσίες και την πολεμική της δραστηριότητα, ο Καποδίστριας της απένειμε – τιμή μοναδική σε γυναίκα – το αξίωμα της επιτίμου αντιστρατήγου.
Έπειτα απ’ την επανάσταση, απογοητευμένη από την άτυχη ερωτική περιπέτειά της με τον Δημήτριο Υψηλάντη και διωγμένη από τον πρωθυπουργό Ιωάννη Κωλέττη, ξαναγύρισε στη Μύκονο και έπειτα από λίγα χρόνια πέθανε στην Πάρο πολύ φτωχή και λησμονημένη.
Αλέξανδρος Υψηλάντης
Υπήρξε ο μπροστάρης της ελευθερίας. Γιος Φαναριώτη ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας, πρίγκιπας και υποστράτηγος του τσαρικού στρατού, αποδέχθηκε με πατριωτικό ενθουσιασμό το ρόλο του αρχηγού της «Φιλικής Εταιρείας», βοηθώντας οικονομικά και αξιοποιώντας όλες του τις γνωριμίες για την ευόδωση του εθνικού στόχου.
Ύψωσε για πρώτη φορά τη σημαία της ανεξαρτησίας στη Μολδαβία, στις 24 Φεβρουαρίου του 1821, αλλά μετά την ήττα του στη μάχη του Δραγατσανίου, συνελήφθη στις 7 Ιουνίου 1821 για τη δράση του απ’ τους Αυστριακούς και κλείστηκε στις μεσαιωνικές φυλακές του Μπούγκατς.
Παρότι στον υγρό αυτό τάφο η υγεία του ευγενούς Αλέξανδρου Υψηλάντη κλονίστηκε ανεπανόρθωτα, ακόμα και τότε μοναδικό του μέλημα ήταν η επικράτηση της επανάστασης.
Αυτό δείχνει το γράμμα που έστειλε στον αδελφό του, Δημήτριο: «Πεθαίνω, αλλά η αγαπημένη μου πατρίς σώζεται. Ο εχθρός αυτής εταπεινώθη, οι δε συμπολίται μου θέλουσιν εκδικηθή μέχρι τέλους την τυραννίαν τούτου. Μόνην λύπην αισθάνομαι ότι δεν ηυτύχησα να εναγκαλισθώ πάλιν εκείνους μεθ’ ων πολέμησα δια την πατρίδα μου».
Στις 28 Φεβρουαρίου του 1828 πεθαίνει λόγω της κλονισμένης υγείας του. Η τελευταία του επιθυμία ήταν να μείνει «η καρδιά του» στην αγαπημένη του Ελλάδα. Έτσι, το 1964, έπειτα από 136 ολόκληρα χρόνια, εκπληρώθηκε η επιθυμία του. Σήμερα, η καρδιά του φυλάσσεται στο ναό του Αμαλίειου Ορφανοτροφείου, ενώ τα λείψανά του ευρίσκονται στο ναό των Αγίων Ταξιαρχών στο πεδίο του Άρεως, στην Αθήνα.
Αντώνης Οικονόμου
Ήταν πλοίαρχος στην Ύδρα. Από τη στιγμή που μυήθηκε στη «Φιλική Εταιρεία», μετατράπηκε σε φλογερό αγωνιστή για την απελευθέρωση της πατρίδας. Ύψωσε την πρώτη σημαία της επανάστασης στην Ύδρα, ζητώντας απ’ όλους τους συμπατριώτες του να προσφέρουν ζωή και ιδιοκτησία στον εθνικό αγώνα. «Όσοι έχετε καράβια μικρά ή μεγάλα, αρματώστε τα και ενωθείτε με τον ελληνικόν στόλον των Υδραίων, των Σπετσιωτών και των Ψαριανών. Μη δειλιάσετε, απόγονοι του Μιλτιάδου και του Θεμιστοκλέους. Μη φανήτε ανάξιοι της ελευθερίας. Ο πόλεμος γίνεται δια την πίστην και την πατρίδα».
Όμως, χειρότεροι αντίπαλοί του κι απ’ τους Τούρκους αποδείχθηκαν οι πρόκριτοι του νησιού, που βλέποντας τη λαϊκή αποδοχή του και τον κίνδυνο να χάσουν την πολιτική και οικονομική εξουσία του νησιού, επιχειρούν να τον δολοφονήσουν, οπότε αναγκάζεται να καταφύγει στον επαναστατημένο Μοριά.
Εκεί, οι Μοραΐτες, θεωρώντας τον Οικονόμου υπεύθυνο για τη μη συμμετοχή των Υδραίων στον Αγώνα, τον περιορίζουν σε μοναστήρι των Καλαβρύτων.
Όταν απέδρασε από εκεί, για να παρευρεθεί στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, οι πρόκριτοι της Ύδρας, μ’ επιστολή τους – τελεσίγραφο – εκβιάζουν τον Δημήτριο Υψηλάντη: «Ή ο Οικονόμου ή εμείς». Ο Υψηλάντης αποδέχεται τον εκβιασμό και στέλνει απόσπασμα, που τον συλλαμβάνει αρχικά και εν συνεχεία τον δολοφονεί, πριν προλάβει να επέμβει η ομάδα διακοσίων παλικαριών που έστελνε ο Κολοκοτρώνης για να τον διασώσει.
Ένας ακόμα αγωνιστής για την απελευθέρωση της πατρίδας που έφυγε με την πικρία της μη αναγνώρισης των υπηρεσιών του, χάριν της πολιτικής σκοπιμότητας.
Παλαιών Πατρών Γερμανός
Μέλος κι αυτός της «Φιλικής Εταιρείας», συμμετείχε ενεργά στην προετοιμασία της επανάστασης.
Ευρισκόμενος το 1824 στο επίκεντρο του πολέμου που είχε ξεσπάσει μεταξύ των αντιμαχόμενων οπλαρχηγών και αρνούμενος να πάρει θέση στην εμφύλια διαμάχη, αποτραβήχτηκε στη Μονή Χρυσοποδαρίτισσας.
Όμως, εκεί το στρατιωτικό απόσπασμα του Γιάννη Γκούρα τον συλλαμβάνει και πεζός, σε πορεία κακοποίησης και εξευτελισμού, οδηγείται σιδηροδέσμιος στη φυλακή.
Ο Π.Π. Γερμανός με επιστολή του προς τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Κουντουριώτη, του περιγράφει την άδικη περιπέτειά του, και με κυβερνητική διαταγή αφήνεται ελεύθερος.
Λίγους μήνες, όμως, μετά πεθαίνει ξαφνικά στις 30 Μαΐου του 1826, με επίσημη αιτία, ως ανεκοινώθη, τον εξανθηματικό τύφο.
Όμως, ο Γ.Ι. Παπούλιας, αρκετά χρόνια μετά, θα αναφέρει ως αιτία θανάτου του τη δηλητηρίαση. Τον είχε δηλητηριάσει ένας καφετζής, ο οποίος με τη σειρά του είχε βρεθεί δολοφονημένος λίγο αργότερα.
Θοδωρής Κολοκοτρώνης
Αυτός ο μεγάλος πολεμιστής και ήρωας της επανάστασης του ’21, ο «Γέρος του Μωριά», έφυγε κι αυτός με την πίκρα της απάνθρωπης μεταχείρισης από μέρους των πολιτικάντηδων.
Τα πόσα πρόσφερε στην πατρίδα Ελλάδα επί 49 χρόνια είναι αναρίθμητα.
Χάρις σ’ αυτόν υποχρεώθηκε ο Σουλτάνος ν’ αναγνωρίσει την ύπαρξη του πρώτου ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους. Στη συμβολή του οφείλεται η περίφημη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, η οποία έκρινε την τύχη της επανάστασης. Χωρίς αυτόν, η μεγάλη επανάσταση του ’21 θα είχε συντριβεί.
Μετά την απελευθέρωση στάθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια. Η δολοφονία του κυβερνήτη και οι μηχανορραφίες των προστάτιδων δυνάμεων, τον είχαν εξοργίσει. Αλλά σύντομα θα γνώριζε κι αυτός δοκιμασίες και ταπεινώσεις. Η τότε Αντιβασιλεία διέλυσε τις ένοπλες δυνάμεις της επανάστασης και καταδίκασε τους οπλαρχηγούς στην ανεργία και στη φτώχεια.
Η βαυαρική Αντιβασιλεία, μαζί με τη σύμφωνη γνώμη των πρεσβευτών Αγγλίας και Γαλλίας, αποφασίζουν να συλλάβουν τους μεγάλους αρχηγούς. Ο Κολοκοτρώνης συλλαμβάνεται το 1833 με την κατηγορία της ανατρεπτικής δράσης και εσχάτης προδοσίας.
Ο «Γέρος του Μωριά» είναι τότε 64 ετών, ταλαιπωρημένος και εξαντλημένος από μια ζωή γεμάτη αγώνες. Κλείνεται στις φυλακές του «Ιτς – καλέ», για να προετοιμαστεί η δίκη του.
Ψευδομάρτυρες υπάρχουν πολλοί και η δίκη αρχίζει τον Απρίλιο του 1834. Εισαγγελέας είναι ο Άγγλος Μάσσων και ζητάει την κεφαλή του Κολοκοτρώνη «επί πίνακι», καταδικάζοντάς τον σε θάνατο.
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Α. Πολυζωίδης και ο δικαστής Γ. Τερτσέτης αρνούνται να υπογράψουν μια τέτοια άδικη απόφαση.
Η λαϊκή αγανάκτηση αποκορυφώθηκε και ξέσπασαν εξεγέρσεις τέτοιες, που η Αντιβασιλεία δεν τόλμησε να εκτελέσει τις ποινές.
Ο Κολοκοτρώνης φυλακίστηκε στο φρούριο του Ναυπλίου και έζησε κυριολεκτικά σε μία τρώγλη, που μόλις μπορούσε να μετακινείται (σημ. ο γράφων έχει επισκεφθεί αυτή τη φυλακή).
Εκεί παρέμεινε, με άθλιες και απάνθρωπες συνθήκες, μέχρι τον ερχομό του Βασιλιά Όθωνα, που τον απελευθέρωσε και του απέδωσε μεγάλες τιμές.
Ένας ακόμα μεγάλος ήρωας της ελληνικής επανάστασης του ’21 που έφυγε με την πίκρα της μη αναγνώρισης των προσφορών του και της αχαριστίας εξαιτίας της πολιτικής σκοπιμότητας.
Για την ιστορική έρευνα: Βασίλης Ι. Μανιάτης