Αύξηση κερδών 29,56% εμφάνισε η «Καρέλιας» το πρώτο τρίμηνο του 2016


Μεταξύ των πιο κερδοφόρων εισηγμένων εταιρειών και το πρώτο τρίμηνο του 2016 συγκαταλέγεται η καπνοβιομηχανία Καρέλια. Η εισηγμένη εμφάνισε ενοποιημένα καθαρά κέρδη μετά φόρων ύψους 20,621 εκατ. ευρώ, έναντι κερδών 15,915 εκατ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2015, καταγράφοντας αύξηση 29,56%, σύμφωνα με την εφημερίδα «Καθημερινή».
Οι ενοποιημένες πωλήσεις ανήλθαν στα 200,565 εκατ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο 2016 και ήταν αυξημένες κατά 11,53% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2015, οπότε έφθασαν τα 179,822 εκατ. ευρώ.
Η λειτουργική κερδοφορία (ΕBITDA) ανήλθε σε 26,731 εκατ. ευρώ και παρουσίασε αύξηση 17,7% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, όπου το EBITDA είχε διαμορφωθεί στα 22,711 εκατ. ευρώ.
Η μεγαλύτερη εγχώρια καπνοβιομηχανία το πρώτο τρίμηνο του 2016 απασχόλησε συνολικά 533 άτομα έναντι 514 ατόμων την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.
Η παραγωγική δραστηριότητα του ομίλου διενεργείται, όσον αφορά στα τσιγάρα και τον κομμένο καπνό, αποκλειστικά στην Ελλάδα, στην οποία και είναι εγκατεστημένα όλα σχεδόν τα περιουσιακά του στοιχεία. Από το σύνολο των πωλήσεων, οι εξαγωγές κατέχουν ποσοστό 82% και γίνονται σε πάνω από 60 χώρες.
Η καπνοβιομηχανία Καρέλια σήμερα διαθέτει θυγατρικές στο Λονδίνο, στη Σόφια, στην Κωνσταντινούπολη και στις Βρυξέλλες. Η γενική συνέλευση για την παρελθούσα οικονομική χρήση πρόκειται να συγκληθεί την 15η Ιουνίου 2016. Το Διοικητικό Συμβούλιο της καπνοβιομηχανίας έχει προτείνει μέρισμα συνολικού ποσού 23.460.000 ευρώ, που αντιστοιχεί σε μεικτό μέρισμα 8,50 ευρώ ανά μετοχή.
Το προτεινόμενο μέρισμα είναι μειωμένο κατά 8,60% σε σχέση με αυτό της χρήσης του έτους 2014 και διαμορφώνει μερισματική απόδοση της τάξης του 3,41%, με βάση τη χρηματιστηριακή τιμή της μετοχής την 31η Δεκεμβρίου 2015.
Σε ό,τι αφορά τον κλάδο καπνού, η διοίκηση της εταιρείας τονίζει πως στον τομέα της φορολογίας καπνικών προϊόντων είναι έντονη πλέον η πεποίθηση ότι οποιαδήποτε επιπλέον αύξηση της ήδη δρακόντειας φορολογίας θα σημάνει μείωση των κρατικών εσόδων, αλλά και περαιτέρω αύξηση του λαθρεμπορίου, το ύψος του οποίου έχει ήδη ξεπεράσει το 20% της συνολικής κατανάλωσης.