Θεόδωρος Κατσούφρος: «Οι νομικοί τίτλοι της Ελλάδας είναι αδιάσειστοι και η προσφυγή στη Χάγη δεν εγκυμονεί κινδύνους»

Θεόδωρος Κατσούφρος: «Στις συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο η Ελλάδα απέδειξε έμπρακτα την πίστη της στο διεθνές δίκαιο»

«Η εξέλιξη του Δικαίου της Θάλασσας μας δικαιώνει στο σύνολο σχεδόν των ανοικτών ελληνοτουρκικών θεμάτων»

«Υπάρχουν λύσεις για την ακύρωση του τουρκολιβυκού συμφώνου τόσο απλές που φαντάζουν ακατόρθωτες»

24 χρόνια μετά την κρίση των Ιμίων οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται και πάλι σε φάση «κλιμάκωσης». Το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο, τα όσα συμβαίνουν στην Κυπριακή ΑΟΖ, αλλά και οι συνεχείς απαιτήσεις – προκλήσεις της Άγκυρας στα ελληνοτουρκικά, έχουν δημιουργήσει εύλογη ανησυχία στην ελληνική κοινωνία. Προσπαθώντας να δώσουμε «απαντήσεις» σε ερωτήματα του κόσμου, αλλά και να κατανοήσουμε τι σημαίνει προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την επίλυση των διαφορών μας με την Τουρκία, μιλήσαμε με τον κ. Θεόδωρο Κατσούφρο, διεθνολόγο και νομικό, με μακρά εμπειρία στο διεθνές δικαστήριο της Ε.Ε. στο Λουξεμβούργο, όπου εργάστηκε, αλλά και με εξειδίκευση στο Δίκαιο των Θαλασσών.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί, μεταξύ άλλων, ο κ. Κατσούφρος μάς τεκμηριώνει λύσεις απλές, που θα μπορούσαν να επιφέρουν την ακύρωση του τουρκολιβυκού συμφώνου και ταυτόχρονα να «σύρουν» την Τουρκία να δεχθεί, επιτέλους, την εφαρμογή του Διεθνές Δικαίου στο Αιγαίο.

Για όσους έχουν απορίες και μετά τη συνέντευξη με τον κ. Κατσούφρο, ο ίδιος μαζί με το δημοσιογράφο Μανώλη Κοττάκη και τον καθηγητή Πανεπιστημίου Μελέτη Μελετόπουλο θα συνομιλήσουν για τα «ελληνοτουρκικά» με το δικηγόρο Δημήτρη Καούνη, το προσεχές Σάββατο 8 Φεβρουαρίου, στις 6.00 το απόγευμα, στον 4ο όροφο του Πνευματικού Κέντρου Καλαμάτας, σε εκδήλωση που διοργανώνει το βιβλιοπωλείο «Βιβλιόπολις» με τίτλο «Ελλάδα ώρα μηδέν».

Συνέντευξη στον Κώστα Γαζούλη

-Η πρόσφατη παράνομη συμφωνία Λιβύης – Τουρκίας, γνωστή ως μνημόνιο για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών δικαιοδοσίας των δύο χωρών, επιτάχυνε δραματικά τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Πώς πιστεύετε ότι θα ήταν εφικτή η ακύρωσή της;

Αφού σας ευχαριστήσω κατ’ αρχάς, κύριε Γαζούλη, για την ευκαιρία που μου δίδετε να επικοινωνήσω με το αναγνωστικό κοινό της έγκριτης εφημερίδας «Θάρρος», θα ήθελα να διευκρινίσω ότι οι απαντήσεις μου στις ερωτήσεις σας έχουν ως υπόβαθρο το Διεθνές Δίκαιο, με έμφαση στο Δίκαιο της Θάλασσας. Η ανάλυσή μου είναι, δηλαδή, αποκλειστικά δικαιοκεντρική.

Για να έλθω, λοιπόν, στην ερώτησή σας, έχω την αίσθηση ότι, κυρίως επί της διαδικασίας αλλά και επί της ουσίας, η λύση του προβλήματος είναι μονόδρομος για την Ελλάδα. Και εξηγούμαι. Επείγει, ως πρώτο βήμα για την κατάργηση, τόσο από νομική άποψη όσο και στην πράξη, της συμφωνίας, η από κοινού προσφυγή με την Αίγυπτο στο Διεθνές Δικαστήριο που εδρεύει στη Χάγη (ΔΔΧ) μέσω της σύναψης ενός, όπως αποκαλείται, συνυποσχετικού. Αντικείμενο της προσφυγής θα είναι η επακριβής οριοθέτηση των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ) μεταξύ Αιγύπτου και Ελλάδας (η ΑΟΖ απορροφά και την υφαλοκρηπίδα) υπό την ιδιότητά τους ως παράκτιων κρατών με αντικείμενες ακτές. Υπάρχει το προηγούμενο της απόφασης του ΔΔΧ του 1969 (στην υπόθεση της Βόρειας Θάλασσας μεταξύ Γερμανίας, Δανίας και Κάτω Χωρών), η οποία δικαιώνει απολύτως τις θέσεις μας υπό την έννοια ότι οι ακτές της Λιβύης και της Τουρκίας, όπως ακριβώς και οι ακτές της Δανίας και των Κάτω Χωρών, ούτε αντίκεινται ούτε παράκεινται, ότι με άλλα λόγια οι δύο χώρες δεν έχουν κοινά θαλάσσια σύνορα από γεωγραφική άποψη ώστε να νομιμοποιούνται να αντλήσουν τα απορρέοντα από το εθιμικό δίκαιο της θάλασσας δικαιώματα.

Με δεδομένες τις φιλικές σχέσεις μας με την Αίγυπτο και τη μέχρι σήμερα αδυναμία μας να εξεύρουμε κοινά αποδεκτή λύση μέσω διαπραγματεύσεων στο θέμα της οριοθέτησης των ΑΟΖ μας, η σύναψη του συνυποσχετικού θα απαιτήσει ελάχιστο χρόνο λόγω της ωρίμανσης των σημείων διαφωνίας, προκειμένου να ασκηθεί το συντομότερο η προσφυγή ενώπιον του ΔΔΧ. Τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να αιτηθούν την εκδίκαση της υπόθεσης με την προβλεπόμενη από το Καταστατικό του ΔΔΧ ταχεία διαδικασία, ώστε η απόφασή του να εκδοθεί εντός εύλογου χρόνου. Με τον τρόπο αυτό, το ΔΔΧ θα κληθεί να εγκύψει, ως εκ του αντικειμένου της διαφοράς, και στο ζήτημα του ανυπόστατου χαρακτήρα της τουρκολιβυκής συμφωνίας με την αναμενόμενη θετική έκβαση. Πέραν αυτού, όμως, είμαι πεπεισμένος ότι το ΔΔΧ θα επιληφθεί και ζητημάτων, και μάλιστα χωρίς να απαιτείται η συναίνεση της γείτονος Τουρκίας, τα οποία αποτελούν την «καυτή πατάτα» για το Αιγαίο, όπως είναι συγκεκριμένα το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ναυτικά μίλια, το δικαίωμα των ελληνικών νησιωτικών σχηματισμών (π.χ. Κρήτη, Κάρπαθος, Κάσος, Ρόδος) να έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ και ο κομβικός ρόλος της αποκαλούμενης μεθόδου της μέσης γραμμής (δηλαδή, της οριογραμμής η οποία ισαπέχει από τις αντικείμενες ακτές των δύο χωρών) για την οριοθέτηση των αντίστοιχων ζωνών δικαιοδοσίας τους, σημείο το οποίο εμπεριέχει και την απόδοση του ειδικού βάρους που αναλογεί στο νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελλόριζου στο πλαίσιο της σχετικής οριοθετικής διαδικασίας (αν δηλαδή λαμβάνεται πλήρως ή μερικώς υπόψη ή αν αγνοείται για τους σκοπούς της οριοθέτησης της ΑΟΖ).

Μια τέτοια εξέλιξη αναδεικνύει από μόνη της την αυτονόητη ανάγκη να προηγηθεί η διαδικασία που μόλις σας περιέγραψα πριν από οποιαδήποτε δέσμευσή μας για τη συμβατική ή δικαστική επίλυση της διαφοράς μας με την Τουρκία στο Αιγαίο. Αντιλαμβάνεστε πόσο σημαντικό θα είναι αυτό για το νομικό οπλοστάσιο της Ελλάδας σε μία χρονική στιγμή κατά την οποία η οθωμανίζουσα Άγκυρα έχει υπερβεί τον εαυτόν της, διεκδικώντας δικαιώματα τα οποία δεν της ανήκουν βάσει του Δικαίου της Θάλασσας. Νομίζω ότι υπήρξα σαφής και ελπίζω ότι έδωσα μία πειστική και ρεαλιστική απάντηση στην ερώτησή σας. Είναι τόσο απλό που φαντάζει ως κάτι το ακατόρθωτο.

Μετά τα όσα εκθέσατε στην πρώτη απάντησή σας, έρχεται εύλογα μία δεύτερη ερώτηση με δεδομένο ότι η γείτονα Τουρκία εμπλουτίζει συνεχώς την «ατζέντα» των διεκδικήσεών της, «θερμαίνοντας» επικίνδυνα το κλίμα, εκτός της Ανατολικής Μεσογείου, και στο Αιγαίο. Πάγια θέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι από το 1976 η προσφυγή στο ΔΔΧ για την επίλυση μίας και μόνο διαφοράς, και συγκεκριμένα αυτής της υφαλοκρηπίδας. Εσχάτως, προστέθηκε από πλευράς μας και η ΑΟΖ. Πόσο εφικτό είναι να συμφωνήσει η Τουρκία στην παραπομπή, προς επίλυση αποκλειστικά των διαφορών αυτών, στο ΔΔΧ;

Όπως επισήμανα απαντώντας στην πρώτη ερώτησή σας, θα έπρεπε, κατά λογική και νομική ακολουθία, να προτάξουμε την επίλυση από το ΔΔΧ του ζητήματος της ακυρότητας της τουρκολιβυκής συμφωνίας, ευελπιστώντας ότι το «δικαστικό χαστούκι» που θα δεχτεί η Τουρκία – από τη μελλοντική απόφαση του ΔΔΧ για την οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ Αιγύπτου και Ελλάδας- θα την αναγκάσει να αποδεχτεί ότι και στο Αιγαίο πρέπει να πρυτανεύσουν, επιτέλους, η κοινή λογική και το διεθνές δίκαιο. Η εξέλιξη αυτή θα περιόριζε συνακόλουθα και το εύρος των τουρκικών αξιώσεων, οπότε θα μπορούσε να φέρει εγγύτερα τις δύο πλευρές σε μία συμφωνία επί των θεμάτων που θα αποτελούσαν αντικείμενο ενός μεταγενέστερου χρονικά και απαραίτητου για την προσφυγή στο ΔΔΧ συνυποσχετικού. Όσον αφορά στην επιμονή της Ελλάδας στη θέση της μίας και μόνης διαφοράς, στην οποία προστίθεται λόγω της εξέλιξης του Δικαίου της Θάλασσας και η κατά πολύ νεότερη ΑΟΖ, θεωρώ ότι είναι απόλυτα κατανοητή, εφόσον είναι το μόνο εφικτό και θεμιτό μέσον αντίκρουσης των μονομερών και ανερμάτιστων τουρκικών απαιτήσεων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

-Γεγονός είναι ότι στην εσωτερική πολιτική σκηνή έχουν διαμορφωθεί δύο τάσεις: αυτή που υποστηρίζει ότι η Χάγη είναι «μονόδρομος» για την επίλυση των διαφορών μας με την Τουρκία και ότι αδίκως αργήσαμε τα προηγούμενα χρόνια και η άλλη, σύμφωνα με την οποία θα ήταν «σφάλμα» να οδηγηθούμε εκεί την παρούσα χρονική στιγμή. Ποια είναι η άποψή σας στο θέμα αυτό;

Θα σας απαντήσω αφού προηγουμένως υπενθυμίσω ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει ως πυξίδα της το Διεθνές Δίκαιο, αυθεντικός εκφραστής του οποίου είναι το ΔΔΧ. Η αρκετά διαδεδομένη θα έλεγα αντίληψη (ιδίως μέσω του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου) ότι το ΔΔΧ εκδίδει πολιτικές αποφάσεις και ότι η προσφυγή στην κρίση του θα είναι καταστροφική για την Ελλάδα στερείται σοβαρότητας και είναι ενδεικτική της άγνοιας που επικρατεί ως προς το ρόλο και τον τρόπο λειτουργίας του. Επομένως, κατ’ αρχήν, θα έλεγα ότι δεν έχουμε να φοβηθούμε απολύτως τίποτα εμπιστευόμενοι τις διαφορές μας με τη γείτονα στην αμερόληπτη και αδέκαστη κρίση του ΔΔΧ, αρκεί να το πράξουμε στην κατάλληλη χρονική συγκυρία (και πάντως όχι τώρα) και με το δέοντα τρόπο. Οι νομικοί τίτλοι της Ελλάδας είναι αδιάσειστοι και η προσφυγή στο ΔΔΧ δεν εγκυμονεί κινδύνους ως προς την έκβαση του εγχειρήματος.

Θεωρείτε ότι όλα αυτά τα χρόνια, από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, η «πορεία» της εξωτερικής μας πολιτικής ήταν προς την ορθή κατεύθυνση, όσον αφορά στα θέματα του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Μεσογείου, ή θα μπορούσε να έχει γίνει κάτι άλλο;

Σταθμίζοντας τις εξελίξεις, εκτιμώ ότι σε γενικές γραμμές, ναι μεν επιδείξαμε ασύγγνωστη αδράνεια έναντι της «ενεργητικής» Τουρκίας (θυμίζω χαρακτηριστικά ότι η εθνική μας νομοθεσία περί αιγιαλίτιδας ζώνης εύρους 6 ναυτικών μιλίων ανατρέχει στο σωτήριον έτος 1936!), πλην όμως, κατά κοινή διαπίστωση, η εξέλιξη του Δικαίου της Θάλασσας και όπως αυτό ισχύει σήμερα μάς δικαιώνει στο σύνολο σχεδόν των ανοικτών ελληνοτουρκικών θεμάτων. Θα πρότεινα, λοιπόν, τα επόμενα βήματά μας να είναι άκρως προσεκτικά, βάσει ολιστικού στρατηγικού σχεδιασμού, και, κάτι επίσης εξαιρετικά καίριο, να γίνουν στην ορθή χρονική αλληλουχία. Εννοείται ότι η εκτίμησή μου αυτή συνδέεται άρρηκτα με την απάντηση στην πρώτη ερώτησή σας.

-Συμφωνείτε με την άποψη ότι η χώρα μας θα έπρεπε να έχει ήδη ανακηρύξει ΑΟΖ και να έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, παρά το τουρκικό casus belli;

Οι πολιτικές ηγεσίες έκριναν διαχρονικά, με γνώμονα πάντοτε το εθνικό συμφέρον, αλλά και υπό το φόβο των επαπειλούμενων θερμών επεισοδίων, ότι διατηρούμε το δικαίωμά μας να επεκτείνουμε την αιγιαλίτιδα ζώνη μας στα 12 ναυτικά μίλια, έστω και αν δεν το ασκούμε. Κατ’ εμέ, η καταλληλότερη στιγμή να το πράξουμε ήταν το 1995, ευθύς μόλις επικυρώσαμε τη Σύμβαση της Ιαμαϊκής για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982. Το casus belli ήρθε λίγο αργότερα, όταν οι Τούρκοι συνειδητοποίησαν τι θα σήμαιναν στην πράξη τα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο. Εντούτοις, τόσο η διεθνής πρακτική όσο και κυρίως η διεθνής νομολογία (οι αποφάσεις δηλαδή των διεθνών δικαστηρίων) τάσσονται κατηγορηματικά και ανεπιφύλακτα υπέρ των 12 ναυτικών μιλίων σε κάθε περίπτωση, ακόμη και για τις βραχονησίδες. Άρα, θεωρητικώς δεν απεμπολούμε το σχετικό δικαίωμά μας, θα πρότεινα δε το αν και όταν αποφασιστεί να το ασκήσουμε, να μην ισχύσει αποσπασματικά αλλά για το σύνολο της ελληνικής επικράτειας, επιβεβαιώνοντας έτσι πανηγυρικά ότι το Αιγαίο δεν είναι θάλασσα ειδικών περιστάσεων για να μην επιτρέπει την επέκταση στα 12 ναυτικά μίλια.

Όσον αφορά στην ΑΟΖ, θέση μου είναι ότι μπορούμε να την ανακηρύξουμε οποτεδήποτε, αλλά δεν επιλύουμε αυτομάτως τα ακανθώδη ζητήματα της οριοθέτησής της με τους γείτονές μας παρά μόνον μέσω διαπραγματεύσεων ή δικαστικώς (Αλβανία, Ιταλία, Λιβύη, Αίγυπτο, Κύπρο και Τουρκία). Αντ’ αυτής, θα μπορούσαμε κάλλιστα και εναλλακτικώς να καθιερώσουμε παντού και εν αναμονή των εξελίξεων αποκλειστική αλιευτική ζώνη 12 ναυτικών μιλίων ή να εναρμονίσουμε την αιγιαλίτιδά μας με τον εναέριο χώρο μας στα 10 ναυτικά μίλια (ακόμη ένα σημείο τριβής μας με την Άγκυρα), όπως και να υιοθετήσουμε το σύστημα των ευθειών γραμμών βάσης για τη μέτρηση του εύρους των θαλάσσιων ζωνών μας, σύμφωνα πάντοτε με όσα μας αναγνωρίζει το Δίκαιο της Θάλασσας λόγω της γεωγραφικής ιδιομορφίας των ακτών μας (όπως έπραξε, μάλιστα, η ίδια η Τουρκία ήδη από το 1964 για το σύνολο των ακτών της στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο). Πάντως, σημασία έχει ότι, για την άσκηση όλων αυτών των απορρεόντων από τη Σύμβαση του 1982 δικαιωμάτων μας, δεν προβλέπεται –και ευτυχώς- ημερομηνία λήξεως!

-Με γνώμονα πάντα την προσήλωσή μας στο «Διεθνές Δίκαιο» και αν υποθέσουμε ότι η Τουρκία δεν προτίθεται να υπογράψει συνυποσχετικό, ευθυγραμμιζόμενη ή και συμμορφούμενη με τους δικούς μας όρους, υπάρχουν λύσεις για να απεμπλακούμε χωρίς να φτάσουμε σε «θερμό επεισόδιο»;

Όπως υποδηλώνει και ο ίδιος ο όρος, «(συν)υποσχετικό» σημαίνει ένα δεσμευτικό κείμενο στο οποίο αποτυπώνονται οι συμπεφωνημένες θέσεις και των δύο διαδίκων ενώπιον του ΔΔΧ. Άρα, δεν τίθεται θέμα δικών μας αποκλειστικά όρων. Άλλωστε, το ρήμα «δικάζω» σημαίνει και «διχάζω τη διαφορά» βάσει συγκεκριμένων νομικών κανόνων, με όσα αυτό συνεπάγεται. Η απάντησή μου στη δεύτερη ερώτησή σας δίδει, νομίζω, συμπληρωματικά και προς όσα μόλις εξέθεσα, απάντηση και στην παρούσα ερώτησή σας.

-Αν, ο μη γένοιτο, η Τουρκία προχωρήσει στην αποστολή ερευνητικού σκάφους εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, ποια θα πρέπει να είναι η ενδεικνυόμενη αντίδραση της χώρας μας;

Σε αντίθεση με τα εσωτερικά ύδατα και την αιγιαλίτιδα ζώνη που θεωρούνται έδαφος, οπότε το ζήτημα ανάγεται στην προσβολή της εθνικής μας κυριαρχίας, η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ είναι «λειτουργικές» ζώνες, όπου ασκούνται κυριαρχικά δικαιώματα και όχι κυριαρχία. Αν, μάλιστα, στεκόμουν στη φράση σας «αποστολή ερευνητικού σκάφους» από την Τουρκία, θα σημείωνα ότι η εξερεύνηση του βυθού εντός αμφισβητούμενης από τη γείτονα υφαλοκρηπίδας (υπό την έννοια ότι δεν έχει οριοθετηθεί επισήμως και οριστικώς μεταξύ μας με συμφωνία ή δικαστικώς), θα συνιστούσε μεν προσβολή του αποκλειστικού δικαιώματός μας για εξερεύνηση στο τμήμα εκείνο της υφαλοκρηπίδας που μας ανήκει καθ’ υπόθεση, χαρακτηριζόμενη όμως ως μη ανεπανόρθωτη βλάβη, θα ήταν γενεσιουργός του δικαιώματος της Ελλάδας για τη διεκδίκηση αποζημίωσης (σας παραπέμπω συναφώς στη διάταξη του ΔΔΧ της 11ης Σεπτεμβρίου 1976 στην υπόθεση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, ύστερα από αίτηση της Ελλάδας για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά της Τουρκίας, ιδίως σκέψης 30 έως και 33 της διάταξης).

Εκτός του παρανόμου τουρκολιβυκού θαλάσσιου συνόρου, τις τελευταίες ημέρες φαίνεται να επιχειρείται «κλοπή» σε κοίτασμα εντός ενός «θαλασσοτεμαχίου» που ανήκει στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η διεθνής κοινότητα καταγγέλλει μεν, αλλά κανείς δεν αποτρέπει. Δημιουργούν τετελεσμένα οι ενέργειες αυτές της Άγκυρας;

Κατηγορηματικά όχι και επ’ ουδενί. Το θαλασσοτεμάχιο 8 ευρίσκεται εντός της κυπριακής ΑΟΖ και, μάλιστα, στις νότιες ακτές της νήσου, ώστε να είναι παγκοίνως δεκτό ότι πρόκειται για θαλάσσια ζώνη, όπου η Κυπριακή Δημοκρατία ασκεί νομίμως τα προβλεπόμενα από τη Σύμβαση του 1982 κυριαρχικά δικαιώματά της. Πρόκειται, συνεπώς, για κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της θάλασσας εκ μέρους της Τουρκίας και για τον πρόσθετο λόγο ότι οι έκνομες ενέργειές της δε συνίστανται απλώς στην εξερεύνηση, ούτε καν στη γεώτρηση στο συγκεκριμένο σημείο προς άντληση δεδομένων, αλλά επεκτείνονται και στην υποκλοπή απορρήτων πληροφοριών προς ίδιον όφελος.

Τούτου δοθέντος, η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί να δράσει στρατιωτικά προς αποτροπή, εφόσον η συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή εμπίπτει αποκλειστικά στη δικαιοδοσία της Κύπρου και τυχόν στρατιωτικές επιχειρήσεις θα εκλαμβάνονταν ως παρέμβαση τρίτων, εκτός και αν ελάμβαναν χώρα κατόπιν αιτήματος της ίδιας της Κύπρου (πράγμα που απαιτεί λεπτούς χειρισμούς λόγω του καθεστώτος των τριών εγγυητριών δυνάμεων που εξακολουθεί, δυστυχώς, να ισχύει στη Μεγαλόνησο). Υπό την έννοια αυτή, ο διεθνής παράγοντας (ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση κλπ.) περιορίζεται στη φραστική καταδίκη των παράνομων ενεργειών της γείτονος, στερούμενος άλλων αρμοδιοτήτων.

Τα τελευταία χρόνια οι πολίτες χάνουν την «πίστη» τους στο «Διεθνές Δίκαιο», θεωρώντας ότι αυτό ορίζεται από τους ισχυρούς του πλανήτη. Επίσης, διασπείρεται στον κόσμο η φημολογία ότι ένα διεθνές δικαστήριο κόβει συνήθως «το καρπούζι στη μέση». Έχει βάση η άποψη αυτή ή έχει δημιουργηθεί εσφαλμένα;

Η παθογένεια που επισημαίνετε ορθότατα εντοπίζεται στο ότι το Διεθνές Δίκαιο δε διαθέτει αποτελεσματικούς αναγκαστικούς μηχανισμούς για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασής του. Περίτρανη απόδειξη του ότι οι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου συνδιαμορφώνονται πολυεπίπεδα και διαχρονικά είναι ότι και οι ισχυροί της Γης τούς επικαλούνται ακόμη και όταν τους παραβιάζουν. Το ίδιο πράττει και η Τουρκία: επικαλείται μεν το Διεθνές Δίκαιο, αλλά το ερμηνεύει στρεβλά και κατά το δοκούν. Σας παραπέμπω και πάλι στην απάντησή μου επ’ ευκαιρία της τρίτης ερώτησής σας. Σχετικά με το αν όντως το ΔΔΧ κόβει συνήθως «το καρπούζι στη μέση», σας εξήγησα ήδη με τις απαντήσεις μου τόσο στην τρίτη όσο και στην έκτη ερώτησή σας, και ας μου επιτραπεί να το επαναλάβω για να το εμπεδώσει και η κοινή γνώμη, ότι το ΔΔΧ αποφαίνεται αυστηρά βάσει του Διεθνούς Δικαίου ως ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο του ΟΗΕ, δηλαδή όχι βάσει των όσων θεωρούμε ότι δικαιούμαστε αλλά βάσει των όσων μας αναγνωρίζει το διεθνές δίκαιο, όπως αυτό ερμηνεύεται και εφαρμόζεται από το ίδιο το ΔΔΧ.

Ολοκληρώνοντας την ενδιαφέρουσα συνομιλία μας, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω και πάλι επειδή μου επιτρέψατε με τις εύστοχες ερωτήσεις σας να εκφράσω, μέσω της εφημερίδας «Θάρρος», ελεύθερα τις νομικές μου θέσεις για τα φλέγοντα ζητήματα που ταλανίζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ευελπιστώντας ότι θα επικρατήσουν τελικά σύνεση, μετριοπάθεια και αυτοσυγκράτηση ένθεν κακείθεν του Αιγαίου Πελάγους προς όφελος των διμερών μας σχέσεων και της ειρήνης στην πολύπαθη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

*Ο Θεόδωρος Κατσούφρος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε Νομικά (ΑΠΘ). Είναι κάτοχος μεταπτυχιακών τίτλων στο Διεθνές Δίκαιο, στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη Διπλωματία (Πανεπιστήμιο Paris II, Πανεπιστήμιο του Maastricht και Institut International d’ Administration Publique, Παρίσι). Από το 1981 έως το 2013, έτος της συνταξιοδότησής του, εργάστηκε ως υπάλληλος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με έδρα το Λουξεμβούργο). Το 1988 εργάστηκε στην Ειδική Νομική Υπηρεσία Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του ελληνικού ΥΠΕΞ ως αποσπασμένος υπάλληλος του Δικαστηρίου. Έχει δημοσιεύσει δύο μονογραφίες και πλήθος άρθρων στην ελληνική και γαλλική γλώσσα με αντικείμενο το Δίκαιο της Θάλασσας και το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει συμμετάσχει ως ομιλητής σε μεγάλο αριθμό διεθνών και εθνικών συνεδρίων για το Δίκαιο της Θάλασσας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων και ειδικός συνεργάτης στην έδρα Jean Monnet του ΕΚΠΑ. Από το 2014 μένει στους Άνω Δολούς της Μεσσηνιακής Μάνης και στο Λουξεμβούργο.