«ΘΑΡΡΟΣ» 15 Αυγούστου 1933: Γυρνώντας τις υπώρειες του Ταϋγέτου

«ΘΑΡΡΟΣ» 15 Αυγούστου 1933: Γυρνώντας τις υπώρειες του Ταϋγέτου

– Εντυπώσεις από το ξεκίνημα

– Απέραντα δάση από πεύκα και έλατα

– Στους τόπους του παραθερισμού

ΑΛΑΓΩΝΙΑ. Ξεκινήσαμε την ώρα που ο ήλιος χρύσωνε τις γύρω βουνοκορφές παίρνοντας το ανηφορικό μονοπάτι. Τα νερά κυλούσαν πλάι μας, λες κι ήθελαν με το κελάρυσμά τους να μας αποχαιρετήσουν. Περάσαμε το Μαχαλιώτικο καλντερίμι ανεβαίνοντας περίκοπτα τη βουνοπλαγιά και σταματήσαμε στην Αγία Παρασκευή, ένα ρημαγμένο από το χρόνο ερημοκλήσι, που τόσο πολύκροτα πανηγυρίζουν οι Μαχαλιώτες. Μια ματιά πίσω μας η Σίτσοβα με τα σπιτοκάλυβά της πλακοστρωμένα, να μοιάζουν σαν κοπάδι από γίδια, σκορπισμένα κάτω από τα βαθύσκια πλατάνια, κι ανάμεσά τους το καμπαναριό να φαντάζει σαν λευκός τσοπάνης που αγρυπνάει στο φύλαγμά τους.

Πήραμε σε  λίγο το μονοπάτι του πεύκινου δάσους. Το ένα πλάι στο άλλο σμίγουν τις φουντένιες τους κλάρες τα ελαφροπράσινα πεύκα, στρώνοντας το μονοπάτι με τις ξερές κουκουνάρες που τρίζουν ιδιότροπα στο αδιάκριτο βάδισμά μας. 

Προχωρούμε και περνώντας από τον Αϊστράτη, μπαίνουμε σε άλλη εικόνα του δάσους. Έλατα με λαμπαδένια κορμιά και μ’ απλωτά βεντάλινα κορμιά, στριμωγμένα και βαθυπράσινα ολόγυρά  μας, σε απέραντη απόσταση, κρύβουν τις μούσες και τις νεράιδες που πίστευαν τα παληά τα χρόνια οι προπατέρες μας.

Ακολουθούμε το μονοπάτι που γλιστρά στη θολωτή σπηλιά με τις απλωμένες ελάτινες κλάρες.  Βγαίνοντας από το άπλωμα του Άι Νικήτα, αντικρύσαμε ουρανό και μια θαλάσσινη λουρίδα του Πεταλιδίου -την οποία πήρε το μάτι μας πίσω από τους κυάλινους φακούς- χαθήκαμε πίσω από το δάσος, τραγουδώντας το τραγούδι του αγωγιάτη. Περάσαμε από το σπιτοκάλυβο  του Λιναρδάκη στον Άι Νικόλα και σταματήσαμε στην πιο πέρα βρύση. Απλώσαμε σε πολυκέντητες φτέρες τα λιτά φαγιά μας και σε λίγο οι παγερές ντομάτες κατεβροχθήσθηκαν σαν πολυλεμονισμένο  γουρουνόπουλο, με μια αδιάκριτη όρεξη που μας προκάλεσε η πρωινή πορεία, τα κρυστάλλινα νερά και το αέρι του βουνού.

Περνούμε τώρα το Μεσσηνιακό σύνορο, παίρνοντας ένα μονοπάτι που μας φέρνει σε άλλο δάσος από πεύκα κι έλατα. Σε λίγα βήματα, ένας σωρός από πολλές πέτρες ριγμένες σε βαθύ λάκκωμα, είναι τα μόνα ερείπια της παληάς εκκλησούλας του Άι Νικόλα, που έδωσε το όνομα στη γύρω τοποθεσία. Προχωρώντας, οι χρυσές  του ήλιου αχτίδες, ξεπερνούν κάπου – κάπου τα βαθυπράσινα κλαριά για να μας χαϊδέψουν  ανάλαφρα και ευεργετικά, δίνοντάς μας κουράγιο για τη μακρινή ακόμη πορεία μας.

Ο δρόμος ξαναρχίζει ώρες ολόκληρες, δίχως διόλου να μας μειώνει την ευχαρίστηση εκείνη, που δεν είναι εύκολο να απολαμβάνη κανείς συχνά. Στην αδιάκοπη πορεία μας συναντούμε που και που ξύλινες καλύβες κοντά σε βρύσες κι έλατα στις οποίες παραθερίζουν Σπαρτιάτες. Πιο πολλές και πιο καλά τοποθετημένες είναι στη Λουσίνα.

Προχωρούμε αφήνοντας τώρα τα δάση και περνούμε το χαραγμένο στη βουνοπλαγιά δρόμο για την Καστανιά, περνώντας πρώτα από τα Καμάρια. ΄Εχουμε αρκετά προχωρήσει όταν μπρος μας ξαπλώνεται με νωχέλεια ο Λακωνικός κάμπος, έχοντας στη μέση του για ασημένιο ζωνάρι ένα παρακλάδι του Σπαρτιάτικου Ευρώτα.

Δεξιά του, στο πιο εύφορο μέρος είναι τα Καλύβια, αποτελώντας μια μάζα από ηλιοκαμένα σπιτάκια, πλαισιωμένα με ολοπράσινο ταπέτο. Προχωρούμε πλησιάζοντας προς το χωριό, έχοντας πίσω μας τις δασόφυτες υπώρειες του Ταϋγέτου και στα πόδια μας μερικά γκρέμια σπίτια, τελειωτικά ερειπωμένα, τα οποία αποτελούσαν κάποτε την παληά Καστανιά.

 Φτάνουμε σε λίγο στη Καστανιά, που στον ταξιδευτή παρουσιάζει πρώτα το κοιμητήρι της, με πλουσιοφτιαγμένα μνήματα ανθοσπαρμένα ολόγηρα. Κι εδώ  το καλντερίμι μας φέρνει στην πλατεία, το οποίο σε κάθε του απόσταση φέρνει και από μια βρύση του υδραγωγείου. Σε λίγο βρισκόμαστε στην πλατεία, η οποία θα ταίριαζε καλύτερα σε πόλη. Σταθήκαμε λίγη ώρα με ευλάβεια μπρος στο μαρμαρένιο ηρώο τους. Στη μια του όψη η πατρίδα, κρατώντας το δάφνινο στεφάνι της δόξας χαράζει με τη φτερωτή πέννα της για να μείνουν εκεί αιώνια τα δοξασμένα ονόματα εκείνων που έπεσαν στο βωμό τους. Προχωρώντας έχουμε μπρος μας μια νεοφτιαγμένη εκκλησία, την Παναγία, σε όψη και σε μέγεθος του Άι Γιάννη της Καλαμάτας, με ένα μεγάλο ρολόι στο καμπαναριό, που στο φτάσιμό μας χτυπά μεσημέρι!

Πιο πέρα το συντριβάνι πετά σε αρκετό ύψος τα νερά δίνοντας όψη κρυστάλλινου αχλαδιού, ενώ κάτω στο στρογγυλένιο περίφραγμα γλυστρούν τέσσερα χρυσόψαρα. Κάναμε μια γρήγορη βόλτα στους μύλους στην πανηγυρίστρα και πήραμε το ανηφορικό μονοπάτι προς το Γεωργίτσι, ενώ ο ήλιος σκορπούσε φωτιά και χρυσάφια από τα μεσουράνια.

ΧΩΡΙΑΤΙΚΟ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ ΣΤΗΝ ΠΑΝΗΓΥΡΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ

Η διαδρομή ως το Μαρδάκι, τα καραβάνια των μουλαριών, το Μοναστήρι, ο Νομάρχης, οι προσκυνηταί

«ΘΑΡΡΟΣ» 24 Αυγούστου 1933

ΑΛΑΓΟΝΙΑ. Γιορτάζει το τελείωμα της σαρακοστής η Παναγία που βρίσκεται στο Μαρδάκι και πανυγυρίζεται πολύκροτα. Γι’ αυτό ακολουθήσαμε τις άπειρες μάζες των χωρικών που βάδιζαν για το μοναστήρι. Γλυκοχάραζε όταν ξεκινήσαμε και περνώντας από το Μαχαλιώτικο δρόμο, πλάι μας είχαμε μια χαράδρα ολοσκέπαστη από  βαθύσκια πλατάνια, που οι απλωτές των κλάρες σχημάτιζαν καλλιτεχνικό ολοπράσινο ταπέτο, απλωμένο πάνω από τα τρεχούμενα νερά της.

Κατηφορώντας στο καλντερίμι βρεθήκαμε στα πόδια της βουνοπλαγιάς, παίρνωντας το πολύστροφο μονοπάτι, το οποίο ήταν ίσια χαραγμένο στην άλλη βουνοπλαγιά της ίδιας ορεισειράς. Είμαστε στην κορυφογραμμή, ξεπροβάλλοντας πάνω από τα έλατα ο ολοπόρφυρος αστραφτερός ήλιος, ενώ οι ανάλαφρες στάλες της πρωινής δροσιάς στέρευαν. Βαδίσαμε ακόμα πορεία ολόκληρης ώρας πεζοί, πιο ακούραστα στο άλλο μονοπάτι, έχοντας ολόγυρά μας χορταριασμένα χωράφια θερισμένα.

Περνούμε τώρα το μονοπάτι της άλλης βουνοπλαγιάς, στην κορυφή της οποίας ήταν χτισμένο το Μοναστήρι. Πίσω μας είχαμε το μονοπάτι που μόλις αφήσαμε ολόγιομο με καραβάνια από μουλάρια, που σαν να είχαν συνεννοηθή μεταξύ τους, ήσαν όλα σκεπασμένα με ολόλευκα σεντόνια και φάνταζαν σαν πελώρια λευκόμαυρα φίδια που γλυστρούσαν στο μονοπάτι. Ήταν κάτι το εξαίσιο.

Προχωρούμε ανάμεσα από τα αμπέλια του Μοναστηριού και σε λίγο βρισκόμαστε στον περίβολό του, το οποίο ήταν πλημμυρισμένο με φλύαρη ανθρωποθάλασσα. Ανεβαίνοντας το ολοπράσινο ύψωμα βρεθήκαμε στο Μοναστήρι. Λευκό περιτοίχωμα χωρίζει τη λιθόστρωτη αυλή, που ολόγυρά της είναι θρονιασμένα τρία τέσσερα καλογερικά κελιά, άλλα δύο στον πιο πάνω εξώστη κι ανάμεσα η εκκλησία. Κλείνει η όψη της σε βυζαντινό ρυθμό, μέσα οι τοίχοι ολοζωγράφιστοι με θρησκευτικές αναπαραστάσεις και λόγια παρμένα από το Ευαγγέλιο, παληωμένα από την πολυκαιρία. Ακολουθεί το δεύτερο διαμέρισμα που περιλαβαίνει το ιερό, που στο τέμπλο του έχουν ζωγραφισθή οι ασκητικές μορφές των αγίων και παράπλευρα στο άγιο βήμα βρίσκεται σ’ αδιάκοπο προσκύνημα η μικρή, μα ιστορική, εικόνα του Ευαγγελιστή Λουκά. Είναι μεγάλη η ιστορία του Μοναστηριού με πλούσια περιουσία, μα τώρα εξαρτιέται από το Βουρκάνο.

Πήραμε λίγο σιτάρι και καμμιά δεκαπενταριά κομμάτια σιτάρινον άρτον απ’ τις αρτοκλασίες και κατεβήκαμε να φάμε, να «λαμπρέψουμε» και να παρακολουθήσουμε το πανηγύρι, όταν ανάμεσα στους προσκυνητές διακρίναμε το Νομάρχη μας Σπηλιωτόπουλο, τους στρατηγούς Θεοφιλόπουλο και Μήνη και πολλούς άλλους, που είχαν ανέβει από τη Νέδουσα, που βρίσκεται στα πόδια της βουνοπλαγιάς, έχοντας ανάμεσά της επιδεικτικά μια μεγάλη νεοφτιαγμένη εκκλησία στη μνήνη της Αγίας Κατερίνης.

Έπειτα από γερό φαγοπότι το γλέντι άναψε, γλυστρούσε με γρήγορα ξεφωνητά το δοξάρι στις χορδές του βιολιού, σκιρτούσε διαπεραστικά η λαλιά του κλαρίνου, ντραντούνιζε ηχηρά το λαβούτο του Γρηγόρη, ανέμιζε ο γιουρντές της χωριατοπούλας στο στριφογύρισμα του χορού, ενώ  κατέβαιναν ολόγιομα τα κρασοπότηρα για τα χρόνια πολλά…

***

Και τώρα που έχουμε πια γυρίσει, στηριγμένος στα κάγκελα του σπιτικού εξώστη, αγναντεύω θολά το Μοναστήρι ανάμεσα από τα πρώτα σκοτάδια της νύχτας, ενώ στ’ αυτιά μου βουίζουν ηχηρά κι εμπρός μου συνεχίζεται το «πανηγύρι…».

ΓΙΟΚΑΝ.