Τα κρυφά αγκάθια των συνομιλιών σε βάρος ελληνικών συμφερόντων

Κύρα Αδάμ

Η επανάληψη των διερευνητικών συνομιλιών Ελλάδας-Τουρκίας, χθες 25 Ιανουαρίου 2021, χαρακτηρίζεται από ένα συμβιβαστικό πνεύμα, το οποίο όμως εκ προοιμίου δεν προδικάζει θετικό αποτέλεσμα, ούτε διασφαλίζει ότι η Ελλάδα δε θα υποστεί απώλειες στα εθνικά συμφέροντά της.

Η Αθήνα προσήλθε με τη θέση ότι κουβεντιάζει μόνον θαλάσσιες ζώνες στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο (στις οποίες περιλαμβάνονται ΑΟΖ, Υφαλοκρηπίδα, χωρικά ύδατα, θαλάσσια σύνορα, Ζώνη Αλιείας κ.λπ.), επιλέγοντας να εξεταστεί το θέμα της ΑΟΖ και της Υφαλοκρηπίδας.

Η Τουρκία, παρότι επιμένει ότι όλα τα θέματα βρίσκονται πάνω στο τραπέζι, συμφώνησε να ασχοληθεί με ΑΟΖ και Υφαλοκρηπίδα.

Για να εξεταστεί, όμως, η οριοθέτηση της ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας, απαραίτητη προϋπόθεση είναι ότι οι δύο πλευρές πρέπει να έχουν καθορίσει και συμφωνήσει τις γραμμές βάσης, διότι από αυτές μετρούνται ΑΟΖ /Υφαλοκρηπίδα και όλα τα υπόλοιπα.

Με άλλα λόγια, ο καθορισμός και η συμφωνία στις γραμμές βάσης είναι ο μίτος της Αριάδνης για να ξεκινήσει οποιαδήποτε συζήτηση.

Μέχρι τον παρόντα γύρο διερευνητικών, Αθήνα και Άγκυρα δεν είχαν συμφωνήσει στον τρόπο υπολογισμού των γραμμών βάσης, με την Τουρκία από το 1978 να επιμένει στη μεθοδολογία των κλειστών κόλπων, υπολογίζοντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο αυξάνει τα ποσοστά της ΑΟΖ της στο Βόρειο και Κεντρικό Αιγαίο , αφού οι μικρασιατικές ακτές έχουν πολλούς και βαθείς κόλπους, ενώ τα ελληνικά νησιά ελάχιστους.

Η πάγια αυτή διαφορά λύθηκε από την Αθήνα, η οποία αποδέχθηκε τη μεθοδολογία των κλειστών κόλπων από την προηγούμενη κυβέρνηση.

Στην περίπτωση που συμφωνηθούν οι γραμμές βάσης, αυτομάτως οροθετούνται κοινά θαλάσσια ελληνοτουρκικά σύνορα, τα οποία θα υπογραφούν και θα κατατεθούν στον ΟΗΕ ως επίσημη συμφωνία Ελλάδας -Τουρκίας.

Από τη στιγμή, όμως, που οι δύο χώρες συμφωνήσουν κοινά θαλάσσια σύνορα αρχίζει ένας πραγματικός Γολγοθάς για την Αθήνα, που δεν είναι άλλος από μια μελλοντική αναδιάταξη του FIR Αθηνών/ Κωνσταντινούπολης. Οποιαδήποτε αλλαγή των συνόρων της Τουρκίας είτε προς δυσμάς (αύξηση) είτε προς ανατολάς (μείωση) έχει ως αποτέλεσμα την αναδιάταξη του FIR Αθηνών/ Κωνσταντινούπολης σε βάρος μόνο της Ελλάδας και των συμφερόντων της. 

Και τούτο, διότι τα όρια του FIR Αθήνας/ Κωνσταντινούπολης από Έβρο μέχρι το Καστελόριζο καθορίζονται από τα δυτικά σύνορα της Τουρκίας. Έτσι οποιαδήποτε μεταβολή των τουρκικών χωρικών υδάτων λόγω γραμμών βάσης, αυτομάτως διαστρεβλώνει τη Συμφωνία του FIR του ΙCΑΟ (1950) και αυτομάτως επέρχεται μελλοντική αναδιάταξη του FIR. 

Και τούτο, διότι σύμφωνα με τα ισχύοντα, από την απόφαση του ΙCΑΟ 1950 για το FIR Αθηνών /Κωνσταντινούπολης, το όριο του FIR Αθηνών/ Κωνσταντινούπολης ακολουθεί τα δυτικά σύνορα της Τουρκίας (westernfrontiersofTurkey).

Έτσι μια οποιαδήποτε αλλαγή των συνόρων της Τουρκίας έχει ως αποτέλεσμα την αναδιάταξη του FIR Αθηνών/ Κωνσταντινούπολης σε βάρος μόνο της Ελλάδας και των συμφερόντων της. Και τούτο, διότι το FIR Αθηνών / Κωνσταντινούπολης δεν αφορά απλά και μόνον στη ρύθμιση της εναέριας κυκλοφορίας στο Αιγαίο. Αντιθέτως, αποτελεί εθνικό ελληνικό συμφέρον, διότι καθορίζει τα δυτικά σύνορα της Τουρκίας.

Παρουσιάζεται ο κίνδυνος, δηλαδή, η πρώτη παράπλευρη απώλεια από μια συμφωνία Ελλάδας -Τουρκίας για κοινά θαλάσσια σύνορα να είναι η αναδιάταξη του FIR Αθηνών. Θέμα το οποίο αποτελεί διακαή πόθο της Αγκύρας και γι’ αυτό το θέτει πάντα πολύ ψηλά σε οποιαδήποτε συνάντηση διερευνητική / διαπραγματευτική, χώρια που παγίως αμφισβητεί τα όρια του FIR σε πάμπολλες ΝΟΤΑΜ της, δηλαδή σε επίσημα διεθνείς αναφορές της .

Το μεγάλο ζητούμενο είναι ο χειρισμός της ελληνικής κυβέρνησης, έτσι ώστε οποιεσδήποτε γραμμές βάσης συμφωνηθούν να «ακουμπούν» στο FIR Αθηνών, προκειμένου να μην επέλθει τροποποίηση των ορίων του FIR και αναδιάταξή του, που θα οδηγήσει τη χώρα σε περιπέτειες, αφού θα έχει «ξηλώσει» μια θετική για τα ελληνικά συμφέροντα διεθνή συμφωνία από το 1950.

Όμως, το μείζον και καθοριστικό θέμα αυτών των συνομιλιών είναι βεβαίως η προσπάθεια οριοθέτησης της ΑΟΖ /Υφαλοκρηπίδας, εν πρώτοις στο Αιγαίο.

Η ελληνική κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη απέναντι στον ελληνικό λαό να προσδιορίσει ευθύς εξ αρχής «για ποιο πράγμα μιλάει», έχοντας μπροστά της και βασιζόμενη αποκλειστικώς και μόνον στην πραγματικότητα του επίσημου κρατικού χάρτη με χωρικά ύδατα των 6 ν.μ.

Σεβόμενη, δηλαδή, και υπακούοντας στο Δίκαιο της Θάλασσας, ότι όλα τα κατοικημένα νησιά έχουν πλήρη ΑΟΖ μέχρι 200 ν.μ. και επιπροσθέτως οι ΒΡΑΧΟΝΗΣΙΔΕΣ έχουν χωρικά ύδατα – άρα κυριαρχία – στα 6 ν.μ. και δεν έχουν ΑΟΖ.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με τοις δυο προηγούμενες Συμφωνίες της με την Ιταλία και την Αίγυπτο, έχει ήδη συμφωνήσει και καταστήσει νόμο του κράτους ότι τα νησιά έχουν μειωμένη επήρεια επί της ΑΟΖ. Ένα πολύ κακό προηγούμενο για την παρούσα διαπραγμάτευση με την Τουρκία στον καθορισμό της ΑΟΖ.

Αλλά ακόμα και αν είναι έτσι, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να προσδιορίσει για ποια τουρκική ΑΟΖ μιλάει και σε ποια περιοχή του Αιγαίου. Η μοναδική περιοχή στην οποία η Τουρκία μπορεί να διεκδικήσει ΑΟΖ στο Αιγαίο, σύμφωνα με τον επίσημο κρατικό χάρτη των 6 ν.μ. – και μάλιστα με μικρά ποσοστά- βρίσκεται στο Βόρειο και Κεντρικό Αιγαίο, όπου «τα ανοίγματα» στη διεθνή θάλασσα είναι σχετικώς μεγάλα.

Και εκεί σταματά η διαπραγμάτευση.

Και τούτο, διότι από τη νοητή γραμμή Χίο- Ψαρά και νότια, μέχρι τη Ρόδο, οι πάμπολλες ελληνικές βραχονησίδες αποτελούν τη φυσική θωράκιση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο. Τα 6 ν.μ. χωρικών υδάτων των βραχονησίδων, δηλαδή της ελληνικής κυριαρχίας, δεν επιτρέπουν κανέναν απολύτως σχεδιασμό τουρκικής ΑΟΖ και σε κανένα σημείο στην περιοχή. 

Και τούτο, διότι οποιαδήποτε τουρκική ΑΟΖ θα «χτυπάει» πάνω στην ελληνική κυριαρχία των 6 ν.μ. των βραχονησίδων στην περιοχή των Δωδεκανήσων. Με αποτέλεσμα να μην υπάρχει καθόλου τουρκική ΑΟΖ στην περιοχή, που είναι φυσικά θωρακισμένη από τις βραχονησίδες.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει κληρονομήσει μια βαριά και κακιά κληρονομιά των προηγούμενων κυβερνήσεων, οι οποίες με μεγάλη ευκολία και πολλές φορές, σύμφωνα με επίσημες τοποθετήσεις, επί μια εικοσαετία φλερτάρουν με την ιδέα «αυξομείωσης» των ελληνικών χωρικών υδάτων, δηλαδή της ελληνικής κυριαρχίας ως «λύση» για τις τουρκικές απαιτήσεις επί της ΑΟΖ του Αιγαίου. Χωρίς ποτέ να σκεφθούν, να αξιολογήσουν και να χρησιμοποιήσουν υπέρ των ελληνικών συμφερόντων το «θείο και φυσικό δώρο» της εθνικής θωράκισης που προσφέρουν στη χώρα οι ταπεινές και υποτιμημένες ελληνικές βραχονησίδες.

Αν η κυβέρνηση σκεφθεί και μόνον να «αγγίξει» τα Δωδεκάνησα, τότε θα επιφέρει την καταστροφή της χώρας, δεδομένου ότι τα Δωδεκάνησα, νήσοι και βραχονησίδες, αποτελούν το «μπετόν αρμέ» της ελληνικής αποκλειστικής κυριαρχίας.

Της Κύρας Αδάμ