Τι ντενεκές, Θεέ μου!

Τι ντενεκές, Θεέ μου!

Ένα σούρουπο κάποιου Σεπτέμβρη κατηφόριζα την πλατεία απ’ το δυτικό της πεζοδρόμιο, όταν ξαφνικά διέκρινα μπροστά μου, περίπου στα τριάντα μέτρα, μία οικεία φυσιογνωμία. Ναι! Ήταν ο παιδικός μου φίλος, o Γιώργος, τον οποίο είχα να δω πολλά χρόνια, ακολουθούμενος από δύο άλλα άτομα. Όσο πλησίαζε με την ανυπομονησία έντονα αποτυπωμένη στο πρόσωπό του, ο Γιώργος μού χαμογελούσε όλο και πιο πλατιά και χαρούμενα! Η εικόνα του παλιού μου φίλου γέννησε μία σειρά από έντονα, υπέροχα συναισθήματα και πυροδότησε αναμνήσεις από την εποχή που ήμασταν παιδιά και παίζαμε μπάλα στους χωματόδρομους της γειτονιάς μας.

Όταν επιτέλους ήρθαμε κοντά, ο Γιώργος έπεσε στην αγκαλιά μου, μ’ έσφιξε και με φίλησε. Ανταπέδωσα ζεστά, αφού ξανασυναντιόμασταν μετά τόσο καιρό.

«Ρε, πώς χαθήκαμε έτσι!» είπε κουνώντας το κεφάλι. Συμφώνησα. Ο παλιός μου φίλος στράφηκε προς τους δύο συνοδούς του και άρχισε να τους μιλά για μένα και τη φιλία μας με απίστευτο ενθουσιασμό και με πάντοτε έκδηλη στη φωνή και στην έκφραση τη συγκίνηση. Εκείνοι, αρχικά έδειξαν κάποιο ενδιαφέρον για την αφήγηση του Γιώργου, σχετικά σύντομα όμως το βλέμμα τους έγινε μάλλον αδιάφορο, μαρτυρώντας ίσως πλήξη. Στα χέρια ο καθένας τους κρατούσε από έναν χοντρό πάκο με φυλλάδια, μα δεν έδωσα σημασία, καθώς ο Γιώργος συνέχιζε απτόητος. Και τα κατάφερνε, ο μπαγάσας, να με ανεβάζει ψυχολογικά όλο και περισσότερο!

«Τι μπάλα παίζαμε, ρε φιλαράκο, θυμάσαι; Και, μα το Θεό, ήσουν πολύ καλός μπροστά!» Ο έπαινος των αντικειμενικά μετριότατων ποδοσφαιρικών μου ικανοτήτων μού ακούστηκε υπερβολικός, αλλά σκέφτηκα, δε βαριέσαι και η υπερβολή που γεννιέται από τον ενθουσιασμό και τη νοσταλγία, καλή είναι κι αυτή. Ανθρώπινη!

Μετά ο Γιώργος πέρασε στη μητέρα μου, μιλώντας με αμείωτη συναισθηματική ένταση στους συντρόφους του για τα παγωτά που μας κερνούσε, κάθε που μαζευόμασταν στην αυλή του σπιτιού μου. Με ρώτησε τι έκαναν οι γονείς μου, του ανταπέδωσα την ερώτηση και μετά πιάσαμε έναν έναν τους παλιούς κοινούς μας φίλους και γνωστούς. Όλες αυτές οι εικόνες με είχαν ξεσηκώσει, λειτουργούσαν ως χρονομηχανή που με ταξίδευε δεκαετίες πίσω.

«Θυμάσαι τα… κρυφά τσιγάρα στο υπόγειο του σπιτιού μου;» μου πέταξε την ερώτηση, προκαλώντας την ακατάσχετη ροή εικόνων από το καλοκαίρι της Μεταπολίτευσης.

«Α, ρε Γιωργάκη…» κατάφερα επιτέλους να πω, ελέγχοντας με δυσκολία το βούρκωμά μου, «… τι μου θύμισες σήμερα… με ταξίδεψες σ’ άλλες εποχές, αθώες… όμορφες…».

Ο ενθουσιασμός και μία υπέροχη αίσθηση μεταφοράς στο παιδικό μου παρελθόν είχαν διαποτίσει κάθε γωνιά της ψυχής μου και το κρασί της νοσταλγίας ενός εξιδανικευμένου «τότε» την είχε μεθύσει ολότελα. Πόσο δυνατή εμπειρία!

Αλλά, αλήθεια, τι ακριβώς νοσταλγούσα; Τη νεότητά μου; Τους φίλους και τα παιχνίδια εκείνης της εποχής; Την αθωότητά της; Κάποια στιγμή κατανόησα πως εκείνο που στην πραγματικότητα αναπολούσα, αφορούσε εμένα τον ίδιο, τον τότε εαυτό μου και τα όνειρά του. Και ότι η απρογραμμάτιστη αυτή συνάντηση, με τον ενθουσιασμό που αναδύθηκε από την τόσο ζωντανή και συναισθηματικά φορτισμένη περιγραφή του Γιώργου, με είχε ανεβάσει στα ουράνια!

Κάποια στιγμή, ένας από τους δύο συνοδούς του ξερόβηξε, προφανώς για να τραβήξει την προσοχή του φίλου μου. Ναι… ναι… έκανε αυτός σαν να τον καθησύχαζε, πήρε δυο-τρία από τα φυλλάδια που κρατούσε ο καθένας από τους άλλους δύο και, χαμογελώντας μάλλον βεβιασμένα τώρα, μου τα προσέφερε.

«Ξέρεις, φιλαράκο… Κατεβαίνω υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στις αυτοδιοικητικές εκλογές τον επόμενο μήνα… Θα με τιμούσατε, εσύ και οι δικοί σου, αν… καταλαβαίνεις…» είπε άχρωμα και θαμπά.

Ένιωσα κάτι απερίγραπτο, μια θλιβερή αίσθηση ότι γκρεμιζόμουν. Ώστε γι’ αυτό η δήθεν συγκίνηση! Γι’ αυτό και η –τάχα μου– ενθουσιώδης αναδρομή στο παρελθόν! Όλα στο βωμό του πολιτικού μάρκετινγκ, θλιβερή καρικατούρα πολιτικάντη, ε; Με ετοιμότητα και παίρνοντας μάλλον ενστικτωδώς την πιο αθώα, μισοκακόμοιρη έκφραση που θα μπορούσα, ψιθύρισα –ψευδόμενος βέβαια– δήθεν μουδιασμένα:

«Μα, φίλε μου, δεν έχουμε τα εκλογικά μας δικαιώματα εδώ… Βλέπεις, ψηφίζουμε στην… (είπα στην τύχη το όνομα μιας άλλης πόλης)…».

Αμέσως το βλέμμα του Γιώργου σκοτείνιασε και το πρόσωπό του απέβαλε κάθε ίχνος από τα συναισθήματα νοσταλγικότητας και συγκίνησης που –υποτίθεται– τον πλημμύριζαν μέχρι πριν από λίγο.

«Έλα, γεια σου, φιλαράκο… Χάρηκα, γεια, γεια…» είπε ψυχρά και ελαφρώς οργισμένα, μάλλον για το χρόνο που είχε τζάμπα σπαταλήσει μαζί μου. Χωρίς καν να με κοιτάξει, απομακρύνθηκε γοργά με τους άλλους δύο.

Θεέ μου, τι απίστευτος παλιοντενεκές…

Του Φ.Κ. Παπαδημητρίου
filpapad@gmail.com