Σαράντα μέρες περίπου χωρίς την Αγγελική Κουτσομητοπούλου – Σταμπάκη


Όλοι όσοι ξέραμε την ίδια και τη δράση της νιώσαμε φτωχότεροι όταν άρχισε σιγά σιγά να αποσύρεται από τη δημόσια πολιτιστική ζωή. Νιώσαμε, όμως, ορφανοί από την αύρα της τη μοναδική, από όλα όσα σήμαινε η ουσία της φυσικής παρουσίας της, από τη στιγμή που «έφυγε».

Για την Αγγελική Κουτσομητοπούλου, που πολύ πρόσφατα μας άφησε, δε γράφω γιατί με συνέδεσαν μαζί της δεσμοί οικογενειακοί, ούτε γιατί θεσμικά συνεργάστηκα μαζί της, ούτε επειδή υπήρξα μαθήτριά της, ούτε γιατί προσωπικά τη θαύμαζα ως γυναικεία προσωπικότητα. Όσα θα πω, με φόρτιση ωστόσο συναισθήματος, είναι πέρα για πέρα αληθινά και νομίζω ότι θα ανταποκριθώ στα συναισθήματα και την αίσθηση όσων την έζησαν από κοντά, αλλά και εκείνων που από πιο μακριά «εισέπρατταν» την αύρα του μύθου της.

Γεννημένη στον προπολεμικό Πειραιά, παράλληλα με τις ελληνικές εγκύκλιες σπουδές, έλαβε πλούσια κατάρτιση στη γαλλική γλώσσα και φιλολογία. Απόφοιτη γαλλικής φιλολογίας του Cours Special του Γαλλικού Ινστιτούτου διορίστηκε στο παράρτημά του στην Καλαμάτα στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ζούσαν μέχρι πρότινος κάποιοι υπέργηροι που περιέγραφαν την Αγγελική, τότε Σταμπάκη, να ανηφορίζει τα απομεσήμερα με αυτοπεποίθηση και χάρη την πλατεία Μαυρομιχάλη για τα μαθήματά της στο Γαλλικό Ινστιτούτο της πόλης μας. Στο σταθερό βηματισμό της, τον οποίο και εγώ αργότερα θυμάμαι καλά, διακρινόταν η αποφασιστικότητα και ο δυναμισμός της.

Η νεαρή καθηγήτρια, που σύντομα έγινε διευθύντρια του εδώ παραρτήματος του Γαλλικού Ινστιτούτου, είχε έλθει στην πόλη μας με όνειρο να διευρύνει μια ελάχιστη προϋπάρχουσα γαλλική παιδεία και να συνεχίσει παραγωγικά το έργο των δύο προκατόχων της, στη θέση του διευθυντή, στο πολιτιστικό φυτώριο που είχε οραματιστεί, με την αγορά του κτηρίου των Εφεσίων, ο Octave Merlier.

Ο ανανεωτικός αέρας που έπνευσε με την παρουσία της Αγγελικής Κουτσομητοπούλου έφερε τη γαλλική γλώσσα και το γαλλικό πολιτισμό στο επίκεντρο της πνευματικής ζωής της Καλαμάτας και η τότε πολιτιστική δραστηριότητα έγινε συνώνυμη του Γαλλικού Ινστιτούτου. Ευγενής, ενθαρρυντική με τους συνεργάτες της, σεβαστή από τους μαθητές της, τους καθοδηγούσε όλους σε δράσεις όπως θεατρικά και χορευτικά δρώμενα, εκπαιδευτικά ταξίδια, επισκέψεις, ενώ η διοργάνωση εκδηλώσεων (διαλέξεις, εκθέσεις ζωγραφικής, κινηματογραφικά αφιερώματα, συναυλίες) είχε για την εποχή πρωτοποριακό χαρακτήρα. Ανήσυχη πάντα, έλαβε φιλολογική μετεκπαιδευτική επιμόρφωση αλλά και επιμόρφωση στον τομέα της τέχνης ώστε να ανταποκρίνεται στους στόχους που είχε θέσει.

Η γνωριμία και ο ευτυχισμένος γάμος της με το φαρμακοποιό και αξιόλογο πνευματικό άνθρωπο, Θεμιστοκλή Κουτσομητόπουλο και ο ερχομός της κόρης τους Αλίκης κλονίζεται από μοίρα αντίδικη, σημαδεμένη από τον πρόωρο χαμό του συζύγου της. Ο πόνος, η πίκρα, η μοναξιά γίνονται για την Αγγελική Κουτσομητοπούλου ατσάλινη θέληση και περηφάνια, καθώς βρίσκει και πάλι το σταθερό βηματισμό της μέσα από το εκπαιδευτικό και πολιτιστικό έργο της μεγαλώνοντας ταυτόχρονα τη μικρή Αλίκη. Διαδέχτηκε το σύζυγό της στο αξίωμα του υποπροξένου, ενώ πάντα είχε θέση στο Διοικητικό Συμβούλιο της Λαϊκής Βιβλιοθήκης και Πινακοθήκης Σύγχρονης Τέχνης Καλαμάτας. Το μεταφραστικό έργο της, άγνωστο στους περισσότερους, συνδέθηκε και με τη συνεργασία της με το λογοτεχνικό περιοδικό «Ευθύνη».

Επάξια η Γαλλική Δημοκρατία, για το σύνολο του πολιτιστικού, εκπαιδευτικού και διπλωματικού έργου που της προσέφερε, της απένειμε σταδιακά τιμητικά αξιώματα ανακηρύσσοντάς την το 2002, με τη λήξη της θητείας της ως προξένου, «Αξιωματούχο του Τάγματος της Τιμής», ελάχιστη ανταμοιβή για όλα όσα πρόσφερε στη γαλλική γλώσσα και στον πολιτισμό.

Το πολιτιστικό της έργο, ωστόσο, δε σταμάτησε το 1992 μετά την 35ετή θητεία της στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Το 1993 ίδρυσε τον Ελληνογαλλικό Σύλλογο και άνοιξε έτσι ένα νέο κύκλο πολιτιστικής δραστηριότητας. Αλησμόνητες εκδηλώσεις, υπέροχες βραδιές, εκλεκτοί προσκεκλημένοι, άνθρωποι του πνεύματος ήλθαν στην πόλη μας χάρη στο δικό της αδιαμφισβήτητο κύρος, τη δική της λαμπερή προσωπικότητα. Στο απόγειο του σεβασμού που απολάμβανε, επί 20 χρόνια «εισέπραττε» τη συγκινητική ανταπόκριση των Καλαματιανών στο πνευματικό και πολιτιστικό κάλεσμά της ως πρόεδρος του Ελληνογαλλικού Συλλόγου.

Στο διάστημα των παραπάνω 20 ετών, η άλλοτε σπουδαία διευθύντρια του Γαλλικού Ινστιτούτου έδειξε ότι ήξερε πολύ απλά και ήθελε από την καρδιά της να γίνεται μια ισότιμη συνεργάτις. Ήξερε να μας εμβάλει στη μεγάλη δεξαμενή των ιδεών της και να αξιοποιεί ευρηματικά και με τρόπο χαρίεντα τα προσόντα όλων όσων είχε δίπλα της, με στόχο όχι κάτι λιγότερο από το λιτά λαμπερό, το δικό της τέλειο!

Η Αγγελική Κουτσομητοπούλου έζησε στην Καλαμάτα σαν να είχε εδώ γεννηθεί και μεγαλώσει. Τίμησε το όνομα και την οικογένεια του συζύγου της υποδειγματικά και παραδειγματικά και, μολονότι ποτέ δεν έπαψε να αγαπά και να θυμάται τον αείμνηστο Λοτή της, έζησε τη ζωή της, μετά το χαμό του, περήφανη, αξιοπρεπής, άμεμπτη και πνευματικά φωτεινή. Εργασιομανής και τελειομανής άντλησε από «το μέσα» της και χάραξε μια ελεύθερη περιπατησιά ενσαρκώνοντας ένα μοναδικά ουσιαστικό πρότυπο φεμινίστριας. Ποτέ δε φάνηκε να ακροβατεί ανάμεσα στο βαρύ κληρονομημένο φορτίο του ονόματος της συζυγικής της οικογένειας και στην προσωπική ελευθερία της. Συνδύασε αρμονικά και τα δύο και πορεύτηκε ελεύθερα με σταθερές και ξεκάθαρες επιλογές.

Το πέρασμα της Αγγελικής Κουτσομητοπούλου από τη δημόσια ζωή της Καλαμάτας έχει αφήσει ένα ισχυρό αποτύπωμα. Πιο ισχυρό όμως είναι αυτό που στον κάθε μαθητή/τριά της, συνεργάτη, φίλο, συγγενή έχει αφήσει μέσα του. Και στις δύο βεβαίως περιπτώσεις η εγχάραξή της συνοψίζεται στην αλήθεια και στην ουσία του όρου «κυρία».

Χαμόγελο, ανεπιτήδευτη ευγένεια, αξιοπρέπεια, υψηλό ήθος, ελεύθερες επιλογές, κύρος και λάμψη.

Αγαπημένη μου μαντάμ (έτσι σε αποκαλούσαμε και θα σε αποκαλούμε για πάντα όλοι, και κυρίως εμείς, οι μαθήτριές σου), γαλήνεψε πια στο πλάι του αγαπημένου σου συζύγου, του Λοτή σου. Εμείς θα σε θυμόμαστε με αγάπη, με ευγνωμοσύνη και θα παραδειγματιζόμαστε συνεχώς από τη γοητεία της γλυκύτητας και της αδιαμφισβήτητης επιβολής σου. Η Αλίκη, η άξια κόρη σου, που τόσο αγαπούσες, δικαιούται να είναι υπερήφανη που σε είχε μητέρα, εσένα ένα αυτόφωτο και ολόφωτο αστέρι!

Της Αντωνίας Παυλάκου
Φιλολόγου